Στα επόμενα στάδια ανασυγκρότησης του τραπεζικού κλάδου στρέφεται το ενδιαφέρον της διοίκησης της Εθνικής Τράπεζας, μετά την επιτυχημένη ανακεφαλαιοποίησή της και τη διασφάλιση του ιδιωτικού της χαρακτήρα. Με βάση τα τελικά στοιχεία που δημοσιοποιήθηκαν χθες, τα κεφάλαια που αντλήθηκαν από τον ιδιωτικό τομέα έφτασαν στα 1,079 δισ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 11,07% των αναγκών της. Με τον τρόπο αυτό η τράπεζα κατάφερε να ολοκληρώσει το σχέδιο κεφαλαιακής της ενίσχυσης, χωρίς να καταστεί απαραίτητη η χρήση μετατρέψιμων ομολογιών (CoCos), τα οποία είναι ασύμφορα λόγω του υψηλού τους επιτοκίου.

Σε συνάντηση που είχε με κορυφαία στελέχη της τράπεζας την Παρασκευή το απόγευμα, ο διευθύνων σύμβουλός της Αλέξανδρος Τουρκολιάς τόνισε μεταξύ άλλων πως «όταν η Εθνική πεισμώνει, πάντα τα καταφέρνει». Επιπλέον, υπογράμμισε ότι ο όμιλος θα είναι παρών στη δεύτερη φάση αναδιάρθρωσης του συστήματος που θα αρχίσει αμέσως μετά την ανακεφαλαιοποίησή του, η οποία ολοκληρώνεται στις αρχές Ιουλίου. «Ο,τι βγαίνει προς πώληση μας ενδιαφέρει», τόνισε χαρακτηριστικά ο κ. Τουρκολιάς.

Με βάση τον τρέχοντα προγραμματισμό, η Τράπεζα της Ελλάδος σε συνεργασία με το υπουργείο Οικονομικών και το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ), το οποίο είναι βασικός μέτοχος στη Eurobank και κατέχει το 100% των μετοχών σε Νέο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο και Νέα Proton Bank, θα ετοιμάσει μέχρι τα μέσα του επόμενου μήνα το σχέδιό της για τον νέο τραπεζικό χάρτη. Πρώτο πιστωτικό ίδρυμα που θα ιδιωτικοποιηθεί θα είναι το ΤΤ, ο διαγωνισμός για το οποίο μπαίνει στην τελική ευθεία μετά την πρόσληψη της Goldman Sachs από το ΤΧΣ, ως συμβούλου για την πώλησή του.

Εκτός από τις κινήσεις στρατηγικής, οι τράπεζες τους επόμενους μήνες θα ολοκληρώσουν τις λοιπές ενέργειες κεφαλαιακής τους θωράκισης, με τα προγράμματα διαχείρισης στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού τους.

Με επαναγορά μετοχών και λοιπών τίτλων που έχουν εκδώσει στο παρελθόν, την εφαρμογή σχεδίων περικοπής λειτουργικού κόστους και την πώληση θυγατρικών τους σε Ελλάδα και εξωτερικό, θα προσπαθήσουν να ενισχύσουν όσο το δυνατόν περισσότερο το «μαξιλάρι» ασφαλείας στους δείκτες κεφαλαιακής τους επάρκειας, για την αντιμετώπιση των συνεπειών της ύφεσης και των επισφαλειών.