Το 2011 ο δημοσιογράφος Τζέραρντ Ράιλ εργαζόταν στην Αυστραλία. Εκεί μόλις είχε ολοκληρώσει την έρευνα για μια μεγάλη οικονομική απάτη από τον μεγαλοαπατεώνα Τιμ Τζόνστον που είχε ξεγελάσει τις κυβερνήσεις της Αυστραλίας, της Βρετανίας, της Ρωσίας και άλλων χωρών. Ελαβε ένα πακέτο χωρίς αποστολέα που περιείχε έναν σκληρό δίσκο. Σε αυτόν τον δίσκο υπήρχαν πάνω από 2,5 εκατομμύρια αρχεία συνολικού όγκου 260 gigabytes, δηλαδή 160 φορές μεγαλύτερου από τον όγκο των απόρρητων αμερικανικών διπλωματικών εγγράφων που δημοσιοποίησε ο Τζούλιαν Ασάνζ στο Wikileaks.

H ΕΚΠΛΗΞΗ. Το ένστικτο του γεννημένου στην Ιρλανδία Ράιλ τού έλεγε ότι πρόκειται για κάτι «μεγάλο». Υπήρχε όμως ένα πρόβλημα: «Αυτά τα στοιχεία ήταν σχεδόν αδύνατον να διαβαστούν. Ο υπολογιστής μου κολλούσε συνεχώς. Υπήρχαν πολλά ονόματα ανθρώπων από όλο τον κόσμο, από 170 χώρες, που δεν μου έλεγαν τίποτα», εξήγησε στο γαλλικό πρακτορείο.

Λίγες εβδομάδες μετά την παραλαβή του πακέτου, ο Τζέραρντ Ράιλ εγκατέλειψε την Αυστραλία για τις ΗΠΑ, όπου εγκαταστάθηκε στην Ουάσιγκτον ως επικεφαλής της Διεθνούς Σύμπραξης Ερευνητών Δημοσιογράφων (ICIJ). Αυτή η μικρή μη κυβερνητική οργάνωση δημιουργήθηκε το 1997 προκειμένου να συντονίζει το έργο των δημοσιογράφων που κάνουν έρευνες για τη διαφθορά. «Εχω πάντα στο μυαλό μου ότι πρέπει να ζητώ βοήθεια από δημοσιογράφους σε όλο τον κόσμο», λέει. «Αυτή είναι η ιδανική διαδικασία».

Ακολουθώντας το μοντέλο του Wikileaks, της αποκαλυπτικής ιστοσελίδας του Τζούλιαν Ασάνζ, που είχε δημοσιοποιήσει απόρρητα αμερικανικά διπλωματικά έγγραφα σε συνεργασία με διάφορα μέσα μαζικής ενημέρωσης σε όλο τον κόσμο, ο Ράιλ χρησιμοποίησε ένα δίκτυο 36 μεγάλων εφημερίδων (μεταξύ των οποίων και «ΤΑ ΝΕΑ») προκειμένου να γίνει καλύτερη ανάλυση και διασταύρωση των πληροφοριών και να εξακριβώσει εάν υπήρχε ενδιαφέρον στην κοινή γνώμη να συντονίσει μια έρευνα που διήρκεσε συνολικά 15 μήνες.

Παρ’ όλη αυτή τη βοήθεια που είχε από 85 δημοσιογράφους από όλο τον κόσμο προκειμένου να αποκωδικοποιηθούν, να ταυτοποιηθούν και να αναλυθούν οι οικονομικές πληροφορίες που περιείχε ο σκληρός δίσκος του ανώνυμου αποστολέα, χρειάσθηκαν έρευνες 15 μηνών. «Δεν ήταν αρκετό να γράψουμε ένα άρθρο. Τα θέματα αυτά είναι εξαιρετικά σύνθετα και έπρεπε να βρούμε το πλαίσιο των γεγονότων –τη χώρα, τα πρόσωπα, με ποιους συνδέονται, τον χρόνο και τις συνθήκες», λέει. «Αναρωτιόμασταν όλη την ώρα: αυτό είναι καλό ρεπορτάζ;», θυμάται και παραδέχεται ότι σε κάποιες πρώτες έρευνες σε χώρες όπως η Ιαπωνία δεν μπόρεσε να καταλήξει πουθενά.

Εκτός από τους δημοσιογράφους και τις εφημερίδες με τις οποίες συνεργάστηκε η ICIJ, είχε την κρίσιμη βοήθεια και μιας αυστραλιανής εταιρείας η οποία παρείχε δωρεάν ένα λογισμικό για την ανάγνωση και αποκωδικοποίηση σύνθετων δεδομένων. «Ηρθα σε επαφή μαζί τους και τους είπα: μη με ρωτάτε γιατί το έχω ανάγκη, αλλά σας παρακαλώ δώστε τό μου», θυμάται, τονίζοντας ότι η οργάνωσή του δεν είχε τα μέσα να πληρώσει για ένα τέτοιο λογισμικό.

Ο Τζέραρντ Ράιλ γνώριζε ότι υπήρχε και μια άλλη σημαντική πρόκληση: να συντονίσει και να εξασφαλίσει ότι θα συνεργαστούν πολλοί δημοσιογράφοι-ερευνητές την ίδια στιγμή. «Αυτό δεν είναι κάτι που κάνουμε παραδοσιακά», παραδέχεται. «Προτιμάμε να δουλεύουμε ξεχωριστά, μόνος του ο καθένας και να φυλάμε τα μυστικά μας». Πλέον όμως είναι πεπεισμένος ότι αυτή η έρευνα είχε τεράστια σημασία καθώς συνδύασε ένα τεράστιο δίκτυο δημοσιογράφων από όλο τον κόσμο.

Ο Ράιλ και οι συνεργάτες του βρήκαν μέσα στον σκληρό δίσκο, φύρδην μίγδην, συμβάσεις, φαξ, αντίγραφα διαβατηρίων, e-mails, αλληλογραφία, τραπεζικά έγγραφα και πολλά άλλα ντοκουμέντα κυρίως από δύο εταιρείες που ειδικεύονται στη δημιουργία οφσόρ επιχειρήσεων: την Commonwealth Trust Limited, στην Τορτόλα των Βρετανικών Παρθένων Νήσων, και την Portcullis Trustnet, που εδρεύει στη Σιγκαπούρη. Συνολικά, τα στοιχεία αφορούσαν 122.000 υπεράκτιες εταιρείες.

Ο διευθυντής της ICIJ διαβεβαιώνει ότι αναμένονται κι άλλες αποκαλύψεις, αλλά απορρίπτει κατηγορηματικά τον ρόλο του «εισαγγελέα» και δηλώνει ότι δεν τον ενδιαφέρει εάν θα αρχίσουν έρευνες. «Η δουλειά μας είναι να ενημερώνουμε το κοινό για γεγονότα που δεν γνωρίζει. Αυτό που θα κάνουν οι Αρχές στη συνέχεια δεν μας αφορά».

–>