Στον αστερισμό της λίστας εισέρχεται η άμωμη Γερμανία, έπειτα από τη χθεσινή αποκάλυψη των φορολογικών προτιμήσεων της επιχειρηματικής αφρόκρεμας της χώρας από την εφημερίδα «Ζιντόιτσε Τσάιτουνγκ». Λίστες, βεβαίως, πάνε κι έρχονται και στη χώρα αυτή. Η συγκεκριμένη, όμως, δεν αφορά απλώς ευκατάστατους Γερμανούς που στέλνουν το (πιθανότατα μη φορολογημένο) περίσσευμά τους σε τράπεζες της Ελβετίας –και είναι γνωστό ότι οι γερμανικές Αρχές έχουν απαιτήσει και έχουν πετύχει να λάβουν από τις ελβετικές Αρχές λίστες με δικαιούχους λογαριασμών. Αφορά μεγιστάνες, κατόχους υπεράκτιων εταιρειών στον Παναμά. Και, όπως φαίνεται, τη Δημοκρατία της Κεντρικής Αμερικής έχουν επιλέξει παγκοσμίου εμβέλειας επιχειρηματίες της Γερμανίας για να υψώσουν τη δική τους «σημαία ευκαιρίας».

Η αποκαλυφθείσα από τη «Ζιντόιτσε Τσάιτουνγκ» λίστα, η οποία αποτελεί προϊόν υποκλοπής 29χρονου βρετανού χάκερ, όπως η ίδια η εφημερίδα διευκρινίζει, περιέχει μεγαλύτερα «λαβράκια». Μέλη των οικογενειών Πόρσε και Πίεχ, που διευθύνουν τα μεγαθήρια της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας Φολκσβάγκεν και Πόρσε, εμφανίζονται ως ιδιοκτήτες όχι μίας αλλά σειράς εταιρειών που εδρεύουν στον φορολογικό παράδεισο του Παναμά. Οι εταιρείες των Πόρσε και Πίεχ ιδρύθηκαν μεταξύ του 2005 και του 2007. Τα ονόματα των επιχειρηματικών οικογενειών Κουάντ (μεγαλομετόχων μεταξύ άλλων και της BMW), Μπούρντα (των ομωνύμων εκδόσεων) και Γιάκομπς (της ομώνυμης βιομηχανίας καφέ) ξεχωρίζουν επίσης στη λίστα που απέσπασε για λογαριασμό της «Ζιντόιτσε Τσάιτουνγκ» και άλλων γερμανικών μέσων ενημέρωσης ο νεαρός χάκερ.

Παρεμπιπτόντως, η εδρεύουσα στο Μόναχο εφημερίδα υπογραμμίζει ότι η έρευνα που διεξήγαγε είναι καθ’ όλα νόμιμη, καθώς η λίστα που δημοσίευσε ήταν αναρτημένη από τις Αρχές του Παναμά στο Διαδίκτυο, ελεύθερα προσβάσιμη από όλους κατόπιν των πιέσεων για περισσότερη διαφάνεια που άσκησε η διεθνής κοινότητα σε διάφορους φορολογικούς παραδείσους, έπειτα από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-2009. Η εφημερίδα διευκρινίζει επίσης ότι η λίστα αναφέρει μόνο τους διευθύνοντες των συγκεκριμένων υπεράκτιων επιχειρήσεων που εδρεύουν στον Παναμά (και απασχολούν συχνά 2 ή 3 υπαλλήλους) και όχι τους πραγματικούς ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων. Στις περιπτώσεις των Πίεχ και Πόρσε είναι προφανές ότι τα διευθυντικά στελέχη και οι ιδιοκτήτες είναι τα ίδια πρόσωπα ή πρόσωπα από την ίδια οικογένεια. «Ωστόσο ο κανόνας δεν είναι αυτός, γεγονός που συσκοτίζει σημαντικά την υπόθεση», υπογραμμίζει η εφημερίδα.

Ερωτηθείσες από τη «Ζιντόιτσε Τσάιτουνγκ» κάποιες οικογένειες διέψευσαν κάθε ανάμειξή τους στην υπόθεση. Κάποιες ισχυρίστηκαν ότι πρόθεσή τους δεν ήταν να φοροδιαφύγουν ή να ξεπλύνουν χρήμα. Αλλες αρνήθηκαν κάθε σχόλιο, ενώ άλλες έπεσαν σε αντιφάσεις. Παλαιός συνεργάτης της ιδρύτριας (το 1980) και προέδρου παναμέζικης εταιρείας Σίλβια Κουάντ, για παράδειγμα, δήλωσε ότι η οικογένεια κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου θέλησε να διασφαλίσει μέρος της περιουσίας της εκτός Ευρώπης. Ωστόσο, σε απευθείας επαφή που είχε μαζί της η εφημερίδα, η Κουάντ διαβεβαίωσε ότι δεν γνωρίζει ότι προεδρεύει σε κάποια παναμέζικη εταιρεία. Πλήρη άγνοια δήλωσε και ο εκδότης Χούμπερτ Μπούρντα, ενώ ο Βόλφγκανγκ Πόρσε ισχυρίστηκε ότι οι παναμέζικες εταιρείες του είναι «ανενεργοί».