Αγρότες δηλώνουν εισοδήματα κάτω από 1.000 ευρώ τον μήνα, αλλά αρκετοί από αυτούς έχουν στα σπίτια τους πισίνες, δείγμα της μεγάλης φοροδιαφυγής που υπάρχει σε έναν ακόμη τομέα της οικονομίας.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Γενικής Γραμματείας Πληροφορικών Συστημάτων του υπουργείου Οικονομικών, οι έχοντες εισοδήματα άνω των 60.000 ευρώ τον χρόνο από αγροτικές επιχειρήσεις είναι μόλις… 40 άτομα σε όλη την Ελλάδα. Στο σύνολο των 1.031.792 ατόμων που δηλώνουν εισοδήματα από αγροτικές επιχειρήσεις, προκύπτει ένα μέσο ετήσιο εισόδημα… 1.578 ευρώ τον χρόνο ή 132 ευρώ τον μήνα! Από αυτούς οι 900.000 εμφανίζουν εισόδημα 815 ευρώ τον μήνα.

«Δεν μπορώ να καταλάβω πώς ταιριάζουν όλα αυτά με τις καμιά τριανταριά πισίνες που βρίσκουμε σε ένα αγροτικό χωριό 3.000 κατοίκων», διερωτήθηκε ο Νίκος Καραβίτης, αναπληρωτής καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου και πρώην επικεφαλής της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, μιλώντας στην πρόσφατη εκδήλωση του ΕΛΙΑΜΕΠ (εκεί όπου ο πρώην ΓΓ Πληροφορικών Συστημάτων Δ. Σπινέλλης μίλησε για τον κανόνα της μίζας «4-4-2»). Οσο για το χωριό στο οποίο αναφέρθηκε ο κ. Καραβίτης βρίσκεται στον Δήμο Κιλελέρ του Νομού Λάρισας και σίγουρα δεν αποτελεί τη μοναδική παρόμοια περίπτωση, χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει ότι όλοι οι αγρότες είναι φοροφυγάδες.

Δεν τηρούν βιβλία. Το παράδειγμα αυτό δείχνει ωστόσο μια άλλη διάσταση της φοροδιαφυγής, η οποία βασίζεται στο γεγονός ότι οι αγρότες δεν υποχρεούνται από τον νόμο να τηρούν βιβλία και στοιχεία, βάσει των οποίων και να φορολογούνται. Η φορολόγησή τους προκύπτει τεκμαρτά, μέσα από μια δαιδαλώδη νομοθεσία και «σύνθετες» διαδικασίες εξολογιστικού προσδιορισμού του εισοδήματός τους, βάσει εγκυκλίων που εκδίδονται κάθε χρόνο κτλ. Ενα καθεστώς που ευνοεί άλλου είδους παρατράγουδα, την «ψαλίδα» τιμών στα αγροτικά προϊόντα που φεύγουν από το χωράφι σε πολύ χαμηλή τιμή και φτάνουν στον καταναλωτή σε πολύ υψηλή.

Το ζητούμενο, όπως είπε ο κ. Καραβίτης, είναι το εισόδημα εκείνων που εμπορεύονται τα αγροτικά προϊόντα, φέρνοντας ως παράδειγμα τα οπωροκηπευτικά. Τα μεγάλα κέρδη καταλήγουν στην τσέπη του εμπόρου, που διαθέτει μάλιστα νομιμότατα παραστατικά, χωρίς να ανησυχεί μήπως η Εφορία τον ελέγξει και δεν τον βρει «εντάξει». Ωστόσο όλο αυτό το σύστημα βασίζεται στο γεγονός ότι ο αγρότης έχει ειδικό καθεστώς φορολόγησης και δεν υποχρεούται να τηρεί βιβλία και στοιχεία, βάσει των οποίων θα φορολογείται. Ενα πρόβλημα που ξεκίνησε κάποτε, όπως είπε ο κ. Καραβίτης, με αγαθές προθέσεις, δηλαδή την ελάφρυνση της φορολογίας των φτωχών αγροτών. Με τη διαφορά ότι οι φτωχοί αγρότες έτσι κι αλλιώς δεν θα πλήρωναν φόρο. Ενώ τώρα, έτσι όπως είναι δομημένο το σύστημα, οι φτωχοί αγρότες δεν ξεχωρίζουν ούτε από τους αγρότες με υψηλά εισοδήματα που θα έπρεπε να επιβαρύνονται με φόρο ούτε από τους πλούσιους εμπόρους.

Σημειώνεται ότι το ίδιο σύνθετη, χρονοβόρα και κοστοβόρα είναι – όπως είπε ο κ. Καραβίτης – και η διαδικασία των ελέγχων.

Εξετάζοντας πάντως το μέσο εισόδημα κατά πηγή εισοδήματος, προκύπτει ότι οι μισθωτοί δηλώνουν το υψηλότερο ποσό όλων (κατά μέσον όρο 17.560 ευρώ το έτος), οι έχοντες εισοδήματα από σπίτια και ενοίκια μόλις 5.434 ευρώ (453 ευρώ τον μήνα!), ενώ οι αγροτικές επιχειρήσεις μετά βίας αποφέρουν ένα μέσο εισόδημα… 132 ευρώ μηνιαίως.