Η Ελλάδα έχει ίσως το λιγότερο ανταγωνιστικό καθεστώς στα καύσιμα σε ολόκληρη

την Ε.Ε.

Μία, ίσως η σημαντικότερη, νομοτέλεια της οικονομικής επιστήμης λέει το εξής:

«Όσο αυξάνεται το κατά κεφαλήν εισόδημα μιας χώρας σε σχέση με το κατά κεφαλήν

εισόδημα μιας χώρας αναφοράς, τόσο αυξάνεται το επίπεδο τιμών της σε σχέση με

το επίπεδο τιμών της χώρας αναφοράς». Αυτή η νομοτέλεια προκύπτει από το

γνωστό θεώρημα Harrod – Balassa – Samuelson.

Αν θεωρηθεί ως «χώρα αναφοράς» η Ευρώπη των «25» προκύπτουν, με βάση τα

διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία του 2005 που παρέχει η Ευρωπαϊκή Στατιστική

Υπηρεσία (Eurostat), οι εξής εμπειρικές διαπιστώσεις:

* Πρώτον, τα έτη 1995 – 2005 η Ελλάδα αύξησε το μέσο επίπεδο ευημερίας

της (το κατά κεφαλήν εισόδημα σε μονάδες ισοδύναμης αγοραστικής δύναμης) σε

σχέση με το επίπεδο ευημερίας των 25 εταίρων της στην Ε.Ε. κατά 12

εκατοστιαίες μονάδες (από 70 σε 82 με βάση Ε.Ε. «25» = 100). Δηλαδή

επιτυγχάνει πραγματική σύγκλιση.

* Δεύτερον, αυξήθηκε το επίπεδο των τιμών της σε σχέση με το επίπεδο

των τιμών των 25 εταίρων της στην Ε.Ε. κατά 4 εκατοστιαίες μονάδες (από 84 σε

88 με βάση Ε.Ε. «25» = 100). Δηλαδή ανατιμάται η πραγματική συναλλαγματική

ισοτιμία της.

* Τρίτον, η Ελλάδα το 2005 ήταν 15η στην Ε.Ε. των «25» σχετικά με το

μέσο επίπεδο ευημερίας της και 15η από πλευράς ακρίβειας, δηλαδή επιπέδου

τιμών. Σε σχέση με την Ε.Ε. των «15», η Ελλάδα καταλαμβάνει τη 14η θέση και

στις δύο κατατάξεις (μία θέση πάνω από την Πορτογαλία).

Και οι τρεις εμπειρικές διαπιστώσεις είναι συνεπείς με τη σημαντική νομοτέλεια

που προαναφέρθηκε.

Ευημερία και τιμές

Το κατά κεφαλήν εισόδημα της Ελλάδας σε μονάδες ισοδύναμης αγοραστικής δύναμης

αυξήθηκε κατά τα έτη 1995 – 2005 σε σχέση με αυτό των εταίρων της στην

Ευρωπαϊκή Ένωση, επειδή αυξήθηκε η σχετική παραγωγικότητά της. Αυτό ήταν το

αποτέλεσμα πολλών παραγόντων. Μεταξύ των άλλων:

* Βελτιώθηκε η άσκηση της οικονομικής πολιτικής.

* Σταθεροποιήθηκε η οικονομία με την εισαγωγή του ευρώ.

* Αυξήθηκαν οι επενδύσεις.

* Πραγματοποιήθηκαν έργα υποδομής.

* Υπήρξε εισροή πόρων από την Ε.Ε.

* Υπήρξε εισροή εργατικού δυναμικού (οικονομικοί μετανάστες).

* Αυξήθηκε το ποσοστό αποφοίτων Μέσης και Ανώτερης – Ανωτάτης

Εκπαίδευσης στην αγορά εργασίας.

Η αύξηση της σχετικής παραγωγικότητας δημιούργησε εισοδήματα, ζήτηση και

τελικά οδήγησε σε σχετικά υψηλότερες τιμές. Αυτός είναι σχηματικά, με αρκετή

όμως δόση απλοποίησης, ο μηχανισμός που συνδέει το σχετικό επίπεδο ευημερίας

με το σχετικό επίπεδο τιμών.

Ορισμένοι υποστηρίζουν επίσης ότι, επειδή η Ελλάδα είναι αρκετά πλουσιότερη

από ό,τι δείχνουν τα επίσημα στοιχεία (αφού η παραοικονομία της είναι, σύμφωνα

με όλες τις ενδείξεις, αρκετά μεγαλύτερη από την παραοικονομία των εταίρων της

στην Ε.Ε. των «25»), έχει και υψηλότερο επίπεδο τιμών από ό,τι δικαιολογεί το

(επίσημο) επίπεδο της ευημερίας της. Επιπλέον, οι τιμές ορισμένων υπηρεσιών (ή

και αγαθών), που πράγματι αυξήθηκαν σημαντικά τα τελευταία χρόνια και

συνέβαλαν στην άνοδο του γενικού δείκτη, αντανακλούν τη βελτίωση της ποιότητας

ως αποτέλεσμα των επενδύσεων που έγιναν στους τομείς αυτούς. Χαρακτηριστικό

παράδειγμα τα εισιτήρια της ακτοπλοΐας, τα διόδια της Αττικής Οδού ή τα

εισιτήρια των σύγχρονων μέσων μαζικής μεταφοράς (Μετρό, Προαστιακός).

Τα προαναφερόμεναα επιχειρήματα υποδεικνύουν ότι, με βάση μέσους όρους, είναι

δύσκολο να θεμελιωθεί το επιχείρημα ότι η Ελλάδα είναι σχετικά ακριβή χώρα,

ότι φταίει το ευρώ για την ακρίβεια κ.λπ., αφού το σχετικό κόστος του καλαθιού

της νοικοκυράς ακολουθεί σε γενικές γραμμές το σχετικό επίπεδο της οικονομικής

ευημερίας στη χώρα.

Τα χαμηλά εισοδήματα

Το επιχείρημα της ακρίβειας, για να γίνει ουσιαστικό και πειστικό, πρέπει να

συνδεθεί με το κόστος ζωής για τις χαμηλές εισοδηματικές τάξεις και ιδιαίτερα

για όσους ζουν στο όριο της φτώχειας, αλλά και με την έλλειψη ανταγωνισμού σε

ορισμένους βασικούς κλάδους αγαθών και υπηρεσιών της οικονομίας. Άνεργοι,

ορισμένοι αγρότες, ορισμένοι συνταξιούχοι, χαμηλόμισθοι του ιδιωτικού και του

δημόσιου τομέα, οικονομικοί μετανάστες και γενικώς άτομα που δεν καλύπτονται

από το δίχτυ ασφαλείας του κοινωνικού κράτους, έχουν μικρά εισοδήματα, που

μάλιστα δεν ακολουθούν την άνοδο του μέσου βιοτικού επιπέδου ή, ακόμη

χειρότερα, την άνοδο του επιπέδου των τιμών. Για τα άτομα αυτά, η αύξηση των

τιμών είναι μείζον πρόβλημα και τα οδηγεί στο περιθώριο της κοινωνίας. Αυτή η

διάσταση της ακρίβειας, η «αναδιανεμητική», είναι από κοινωνικής πλευράς η πιο

δύσκολα αντιμετωπίσιμη και θέτει επί τάπητος τον ρόλο του σύγχρονου κοινωνικού

κράτους.

Έλλειμμα ανταγωνισμού

Σε ορισμένους τομείς στη χώρα μας, ειδικά στις υπηρεσίες (αλλά όχι μόνο σε

αυτές), παρατηρούνται σχετικά υψηλά περιθώρια κέρδους που οφείλονται στην

έλλειψη ανταγωνισμού, είτε λόγω της ύπαρξης ολιγοπωλιακών καταστάσεων, είτε

επειδή υπάρχει (ακόμα) άμεσα ή έμμεσα καθεστώς προστασίας, είτε επειδή

υπάρχουν εμπόδια στην είσοδο (ή έξοδο!) νέων επιχειρήσεων, είτε επειδή το

καθεστώς χορήγησης αδειών εκ μέρους του Δημοσίου (υπό την ευρεία έννοια) ή των

δήμων είναι ξεπερασμένο και έρχεται σε αντίθεση με τους κανόνες του

ανταγωνισμού, είτε επειδή η ύπαρξη ανεπαρκούς υποδομής εμποδίζει την

«ενοποίηση» οικονομικών χώρων, είτε επειδή ρυθμιστικοί κανόνες εμποδίζουν την

πραγματοποίηση επενδύσεων, είτε επειδή η νομοθεσία έχει δημιουργήσει «κλειστά»

επαγγέλματα.

Για παράδειγμα, η χώρα μας έχει ενδεχομένως το λιγότερο ανταγωνιστικό καθεστώς

στον ευαίσθητο για το καλάθι της νοικοκυράς τομέα των καυσίμων σε όλη την

Ε.Ε., από τη διύλιση μέχρι την τελική κατανάλωση (έχουμε την υψηλότερη

ex-factory τιμή καυσίμων στην Ευρώπη), αλλά και λόγω των ποικίλων ρυθμιστικών

παρεμβάσεων στην εμπορία και των ποικίλων απαγορεύσεων στην ελεύθερη εισαγωγή

προϊόντων πετρελαίου, σε συνδυασμό με «κλειστά» επαγγέλματα στις μεταφορές.

Το ίδιο συμβαίνει στον εξίσου ευαίσθητο για τον τιμάριθμο τομέα των

οπωροκηπευτικών προϊόντων και των τροφίμων: η χορήγηση αδειών για εισαγωγές

δεν ευνοεί τον ανταγωνισμό, ιδιαίτερα όταν οι άδειες αυτές χορηγούνται στους

ίδιους τους χονδρέμπορους των εγχωρίως παραγομένων προϊόντων. Επίσης, το

ρυθμιστικό πλαίσιο ελέγχου της ποιότητας των εισαγομένων προϊόντων φαίνεται

ότι μάλλον λειτουργεί για να παρέχει καθεστώς προστασίας στην εγχώρια παραγωγή

και να αποθαρρύνει εισαγωγές, ενώ πρόσφατα έχουν δει το φως της δημοσιότητας

έρευνες που καταδεικνύουν υψηλές τιμές στα ράφια των σούπερ μάρκετ σχετικά με

τις άλλες χώρες μέλη της Ε.Ε. Αν σε αυτά προστεθούν οι νομοθετικά

καθοριζόμενες αμοιβές των λεγόμενων «κλειστών» επαγγελμάτων (π.χ. η

συμβολαιογραφική αμοιβή για τη συγχώνευση δύο εισηγμένων επιχειρήσεων είναι

σταθερό ποσοστό της συνολικής τους κεφαλαιοποίησης), ο τρόπος με τον οποίο το

Δημόσιο, υπό την ευρεία έννοια (π.χ. λιμενικά ταμεία), και οι δήμοι χορηγούν

ποικίλες άδειες ή επιβάλλουν τέλη και ο αριθμός των αδειών που απαιτούνται για

την ίδρυση μιας νέας επιχείρησης, τότε δημιουργείται μια πιο συγκεκριμένη

εικόνα του προβλήματος.

Τρεις διαστάσεις

Συνοψίζοντας, μπορεί να λεχθεί ότι το ζήτημα της «ακρίβειας» έχει τις εξής

διαστάσεις:

* Μία «νομοτελειακή», που συνδέεται με το γεγονός ότι η Ελλάδα γίνεται

σχετικά πλουσιότερη, δηλαδή επιτυγχάνει την πραγματική σύγκλιση.

* Μια «κοινωνική – αναδιανεμητική», που είναι ίσως και η σημαντικότερη,

και συσχετίζεται με τα χαμηλά εισοδήματα που δεν μπορούν να ακολουθήσουν τη

μέση τάση.

* Μια «ρυθμιστική» – «κορπορατίστικη» που συνδέεται με το καθεστώς

εσωστρέφειας και προστασίας που απολαμβάνουν άμεσα ή έμμεσα πολλοί κλάδοι ή

επαγγέλματα, τις περισσότερες φορές λόγω των ρυθμίσεων του ευρύτερου δημόσιου

τομέα.

Η ακρίβεια λοιπόν, στον βαθμό που δεν αντανακλά τη διαδικασία πραγματικής

σύγκλισης, επιδέχεται αντιμετώπιση. Απαιτεί όμως αποφασιστικές τομές στον

τομέα του ανταγωνισμού σε πολλούς κλάδους αγαθών, υπηρεσιών και κλειστών

επαγγελμάτων προς την κατεύθυνση της απελευθέρωσης, εξωστρέφειας και

κατάργησης του καθεστώτος προστασίας, ενώ παράλληλα θέτει επί τάπητος τον ρόλο

του σύγχρονου κοινωνικού κράτους.

Ο Γιάννης Στουρνάρας είναι καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

και διευθύνων σύμβουλος της Κάππα Χρηματιστηριακής.

Η Μαρία Αλμπάνη είναι οικονομολόγος στην Τράπεζα της Ελλάδος.