Ο κ. Θεόδωρος Κ. Βάρδας είναι Πρόεδρος της ΒΑΡΔΑΣ ΑΕΒΕΕ

Η «παγκοσμιοποίηση» της διεθνούς οικονομίας και οι οικονομικές απαιτήσεις τις

οποίες επιβάλλει στις επιχειρήσεις λόγω αυξημένου ανταγωνισμού, οδηγούν τον

κλάδο του λιανικού εμπορίου, στο σύνολό του, σε συγκεντροποίηση, μέσω της

δημιουργίας μεγάλων οικονομικών μονάδων. Οι αυξημένες ανάγκες ανταγωνισμού που

δημιουργούνται από τον ερχομό μεγάλων πολυεθνικών επιχειρήσεων επιβάλλουν στις

εγχώριες επιχειρήσεις λιανικού εμπορίου την ανάγκη να κινούνται σε διεθνές

επίπεδο, όσον αφορά τις αγορές τους, παρ’ όλο που οι πωλήσεις τους

πραγματοποιούνται σε εθνικό, αποκλειστικά, επίπεδο.

Οδηγούνται, κατά συνέπεια, στον μονόδρομο της μεγέθυνσής των, είτε μέσα από

την αυτόνομη ανάπτυξη του δικτύου τους, είτε μέσα από συγχωνεύσεις και

συνεργασίες. Ο κλάδος των τροφίμων υπήρξε προπομπός αυτής της τάσης

συγκέντρωσης μεταξύ των λιανεμπορικών επιχειρήσεων. Την τάση αυτή ακολούθησε ο

κλάδος λιανικής των καλλυντικών, ο οποίος στην πράξη έχει συγκεντρωθεί στα

χέρια τριών τεσσάρων μεγάλων επιχειρήσεων. Τάσεις συγκέντρωσης παρουσιάζει και

ο κλάδος παιδικών παιχνιδιών, όπου ομοίως τρεις μεγάλες αλυσίδες μονοπωλούν

την αγορά λιανικού εμπορίου, ενώ ο κλάδος μαύρων και λευκών συσκευών οικιακής

χρήσης έχει ήδη περάσει στην τελική φάση συγκέντρωσής του σε λίγες, μεγάλες

αλυσίδες.

Οι επιχειρήσεις λιανικής ένδυσης ακολουθούν (με χρονική υστέρηση) την ίδια

τάση συγκέντρωσης, για τους ίδιους – πάνω κάτω – λόγους. Ο ερχομός ξένων

αλυσίδων, την τελευταία δεκαετία, οδηγεί τον κλάδο στην ανάγκη δημιουργίας

εγχώριων μεγάλων αλυσίδων λιανικής πώλησης, που θα είναι ανεξάρτητες από τις

εγχώριες εισαγωγικές επιχειρήσεις και ενδιάμεσους πάσης φύσεως.

Στόχος αυτής της συγκέντρωσης, η δημιουργία επιχειρήσεων, οι οποίες,

πραγματοποιώντας έναν κρίσιμο όγκο λιανικών πωλήσεων, έχουν τη δυνατότητα να

στραφούν στις διεθνείς αγορές για την πραγματοποίηση αγορών και αποκλειστικών

συνεργασιών απευθείας με τους παραγωγούς, σε τιμές λιανικής που θα

ανταγωνίζονται τις ευρωπαϊκές. Καταργούν, κατ’ αυτόν τον τρόπο, τους

ενδιάμεσους αντιπροσώπους ή εισαγωγείς χονδρέμπορους, οι οποίοι θα πάψουν

σταδιακά να παίζουν τον ρόλο που μέχρι τώρα έπαιζαν σε μια κατακερματισμένη

αγορά πολλών μικρών μεμονωμένων καταστημάτων λιανικής πώλησης, αυξάνοντας το

κόστος αγοράς των προϊόντων με το χονδρεμπορικό κέρδος και αναγκάζοντας έτσι

τις μικρές εμπορικές επιχειρήσεις να πωλούν με μικρά περιθώρια κέρδους, σε

τιμές λιανικής, οι οποίες για ομοειδή προϊόντα είναι 50% και 100% ακριβότερες

από τις αντίστοιχες τιμές των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων.

Τα μικρά μεμονωμένα καταστήματα λιανικής πώλησης αναγκάζονται να κλείνουν,

κάτω από την πίεση του ανταγωνισμού των μεγάλων ξένων και εγχώριων αλυσίδων

λιανικής πώλησης ένδυσης. Η αγορά συγκεντρώνεται στα χέρια των οργανωμένων

αλυσίδων, οι οποίες διαθέτουν δικό τους ισχυρό «brand name» και μπορούν να

πραγματοποιούν μεγάλο όγκο αγορών, ερχόμενες σε απευθείας επαφές με τους

προμηθευτές του εξωτερικού και τους εγχώριους καταναλωτές.

Η ανάπτυξη, εξάλλου, των μεγάλων πολυκαταστημάτων με τη μέθοδο της δημιουργίας

καταστημάτων shop in shop, που στην ουσία αντικαθιστά την έννοια της

συνοικιακής αγοράς συγκεντρώνοντας σε ένα μόνο χώρο πολλά μικρά καταστήματα,

αποτελεί ένα πρόσθετο πλήγμα για την ύπαρξη των μικρών μεμονωμένων

καταστημάτων που βρίσκονται διάσπαρτα στις αγορές των μεγάλων αστικών κέντρων.

Παραμένει, όμως, άλυτο για τα καταστήματα αυτά το πρόβλημα των λιανικών τιμών,

οι οποίες, λόγω συνεργασίας τους με εισαγωγικές επιχειρήσεις, είναι

επιβαρημένες σε σχέση με τις ευρωπαϊκές τιμές λιανικής.

Η συρρίκνωση της αγοράς των μικρών μεμονωμένων καταστημάτων οδηγεί σε άσχημη

θέση τις εγχώριες επιχειρήσεις παραγωγής ένδυσης που δεν είναι εξαγωγικές και

οι οποίες αποτελούν προνομιακούς προμηθευτές αυτών των επιχειρήσεων, λόγω των

παρεχόμενων πιστώσεων και των παραγγελιών της τελευταίας στιγμής που

πραγματοποιούν. Οδηγεί, όμως, σε άσχημη θέση και τις αμιγώς εισαγωγικές

επιχειρήσεις διανομής ένδυσης, έστω και αν εισάγουν και διαθέτουν επώνυμες

σειρές, για τους κάτωθι λόγους: Οι πρώτες (επιχειρήσεις εγχώριας παραγωγής),

διότι παράγουν ένα προϊόν το οποίο με την πάροδο του χρόνου παύει να είναι

ανταγωνιστικό, λόγω της δυσμενούς εξέλιξης των κοστολογίων στην ελληνική αγορά

και υστερεί σχεδιαστικά και ποιοτικά έναντι των εισαγόμενων προϊόντων ένδυσης.

Οι δεύτερες (εισαγωγικές επιχειρήσεις διανομής), διότι επιβαρύνουν δυσανάλογα

το προϊόν με το χονδρεμπορικό τους κέρδος και επιβάλλουν μικρά περιθώρια

κέρδους στα καταστήματα λιανικής με τα οποία συνεργάζονται.

Τα προβλήματα αυτά οδηγούν και τις δύο κατηγορίες επιχειρήσεων στη δημιουργία

ιδιόκτητων καταστημάτων λιανικής πώλησης, με στόχο τη δυνατότητα συνέχισης

διάθεσης των προϊόντων, τα οποία παράγουν ή εισάγουν.

Προσπαθούν, έτσι, να μπουν στη λιανική από το παράθυρο, ενώ οι βασικές αιτίες

για τις οποίες δεν μπορούν να επιβιώσουν στην ελληνική αγορά

μεσομακροπρόθεσμα, σαν αυτοτελείς παραγωγικές ή εισαγωγικές επιχειρήσεις

(υψηλά κοστολόγια, κακός σχεδιασμός προϊόντος, χονδρεμπορικό κέρδος), δεν

έχουν εξαλειφθεί.

Συμπερασματικά, πιστεύω ότι το μέλλον του κλάδου λιανικής πώλησης ειδών

ένδυσης θα λάβει την ακόλουθη μορφή, η οποία θα χαρακτηρίζεται από την

ανάπτυξη των οργανωμένων εξειδικευμένων αλυσίδων λιανικής ένδυσης, που

διαθέτουν μεγάλο ομοιογενές δίκτυο καταστημάτων και ισχυρό brand name. Θα

πραγματοποιούν απευθείας επαφές με τους παραγωγούς, καταργώντας τους

ενδιάμεσους και θα διαθέτουν εμπορική τεχνογνωσία, λόγω της μακροχρόνιας

παρουσίας τους στην ελληνική και ξένη αγορά. Επίσης, ο κλάδος θα

χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη των οργανωμένων πολυκαταστημάτων, υπό την

προϋπόθεση ότι σταδιακά στο μέλλον θα μπορέσουν να προσφέρουν, μέσω σωστών

συνεργασιών, προϊόντα σε τιμές λιανικής συγκρίσιμες με τις ευρωπαϊκές, από την

σταδιακή συρρίκνωση της αγοράς των μεγάλων εισαγωγικών επιχειρήσεων και

ανομοιογενών αλυσίδων μόνο μάρκας τις οποίες λειτουργούν και, τέλος, από τη

σημαντική μείωση των μικρών μεμονωμένων καταστημάτων λιανικής πώλησης.