Ο Γεώργιος Π. Χαμάκος είναι Project Manager του Συνδέσμου Ελληνικών

Τουριστικών Επιχειρήσεων

Οι τελευταίες εξελίξεις, σε παγκόσμιο επίπεδο, διαμορφώνουν την αρχή μιας νέας

εποχής για την ανθρωπότητα και ιδιαίτερα για τον τουρισμό. Ο τουρισμός

αποτελεί μια δραστηριότητα άρρηκτα συνδεδεμένη με το περιβάλλον που υπάρχει,

τόσο στη χώρα προορισμού όσο και στη χώρα προέλευσης των τουριστών. Με την

έννοια περιβάλλον νοείται αφ’ ενός το φυσικό περιβάλλον και αφ’ ετέρου το

κοινωνικό, οικονομικό και πολιτιστικό περιβάλλον. Οποιαδήποτε ενέργεια ή

γεγονός που διαταράσσει το περιβάλλον (από όποια πλευρά και αν το δούμε),

αποτελεί μια σημαντική απειλή για τον τουρισμό.

Ο τουρισμός καλείται, λοιπόν, να αντιμετωπίσει μια σειρά από έκτακτες

καταστάσεις με ένα και μόνον εφόδιο, τον στρατηγικό σχεδιασμό, ώστε να έχει

τις όσο το δυνατόν μικρότερες αρνητικές συνέπειες και να εξομαλυνθεί η

αρνητική τάση που εμφανίζεται. Τέτοιες καταστάσεις μπορεί να οφείλονται σε

φυσικά φαινόμενα (τυφώνες, πλημμύρες, πυρκαγιές κ.λπ.), σε οικονομικές

συγκυρίες ή σε κοινωνικοπολιτικά φαινόμενα (εμφύλιες διαμάχες, πολεμικές ή

τρομοκρατικές επιθέσεις κ.λπ.). Σε κάθε περίπτωση, η τουριστική δραστηριότητα

επηρεάζεται στον βαθμό που εξαρτάται από την ετοιμότητα της χώρας και την

ένταση των συμβάντων.

Δυστυχώς, η αποφυγή αυτών των δυσμενών καταστάσεων δεν είναι πάντα εφικτή,

παρ’ όλο που ενδεχομένως να γίνονται μια σειρά ενεργειών προς την κατεύθυνση

αυτή. Μοναδικό όπλο που διαθέτει ο τουρισμός, είτε αφορά μια επιχείρηση, μια

περιοχή, μια χώρα, μια ήπειρο είτε την παγκόσμια κοινότητα, είναι ο

στρατηγικός σχεδιασμός αντιμετώπισης αντίστοιχων καταστάσεων. Σε επίπεδο

επιχειρήσεων o ΣΕΤΕ υλοποιεί ένα σεμινάριο με θέμα Media Training Crisis

Management, τον ερχόμενο Δεκέμβριο, και εκτιμάται ως μια θετική πρώτη κίνηση

για τις επιχειρήσεις. Όμως, ένα εθνικό στρατηγικό σχέδιο διαχείρισης κρίσεων

θα αποτελούσε το βασικό εργαλείο για τη διασφάλιση των ενεργειών που θα

επέφεραν την ελάχιστη επιβάρυνση του τουρισμού.

Σε πρόσφατη μελέτη του Παγκόσμιου Οργανισμού Τουρισμού (ΠΟΤ) αναλύθηκαν οι

τουριστικές ροές και έγιναν εκτιμήσεις για τη μελλοντική πορεία του, σε

παγκόσμιο επίπεδο, μέχρι το έτος 2020. Τα αποτελέσματα δεν ήταν και τόσο

ενθαρρυντικά για τη χώρα μας από πλευράς ποσοτικής, αφού οι μέσοι ετήσιοι

ρυθμοί αύξησης των διεθνών τουριστικών αφίξεων (1995 – 2020) που εκτιμώνται,

είναι για την Ελλάδα 2,1% ετησίως, ενώ για τη Νότια Ευρώπη (όπου εντάσσεται η

Ελλάδα) και την Ευρώπη είναι 2,6% και 3%, αντίστοιχα. Σε παγκόσμιο επίπεδο, ο

μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης των διεθνών τουριστικών αφίξεων εκτιμάται σε

4,1%, ενώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ότι στην ίδια μελέτη η Μέση Ανατολή

εμφανίζει ρυθμούς αύξησης της τάξεως του 7,1%. Τα ποιοτικά στοιχεία, όπως η

συμβολή του τουρισμού στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη, δεν εκτιμώνται,

αφού ο τουρισμός δεν ακολουθεί σε όλες τις χώρες (ιδιαίτερα στην Ελλάδα) τη

μεθοδολογία των Δορυφόρων Λογαριασμών Τουρισμού. Ενδεχομένως, λοιπόν, το

μέλλον να μην αποδειχθεί τόσο δυσοίωνο από ποιοτικής πλευράς, όσο είναι από

ποσοτικής, αφού είναι πιθανόν οι προβλέψεις των τουριστικών ροών να αλλάξουν.

Ο στρατηγικός σχεδιασμός του τουρισμού σε εθνικό και τοπικό επίπεδο μπορεί να

γίνει εφικτός μόνο με τη στενή συνεργασία του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και

την εξίσου στενή συνεργασία του επιστημονικού χώρου (ακαδημαϊκού και μη) και

του επιχειρηματικού χώρου του τουρισμού. Η σύγχρονη πραγματικότητα μάς δείχνει

ότι η σημασία και των δύο προαναφερόμενων συνεργασιών στη χώρα μας έχει γίνει

αντιληπτή. Ενδιαφέρουσες προσπάθειες έχουν υλοποιηθεί και υλοποιούνται, όπως

το σεμινάριο για την ανάπτυξη συνεργασίας δημόσιου και ιδιωτικού τομέα

(ΣΕΤΕ-29/11/2001) και οι συνεργασίες φορέων και οργανισμών με μεταπτυχιακά

προγράμματα Πανεπιστημίων, όπως με το Πρόγραμμα Σχεδιασμού Τουρισμού του

Πανεπιστημίου Αιγαίου.

Ο στρατηγικός σχεδιασμός μπορεί να προσφέρει σημαντικά στοιχεία για το

ελληνικό τουριστικό προϊόν, καθιστώντας το ανταγωνιστικό, δυναμικό και δυνατό

απέναντι στο διεθνές περιβάλλον και κυρίως ικανό να αντιμετωπίσει ενδεχόμενες

κρίσεις με τις μικρότερες, όσο το δυνατόν, αρνητικές επιπτώσεις. Θα εξετάσει

με επιστημονικά τεκμηριωμένα κριτήρια τα θετικά – «δυνατά» στοιχεία του

ελληνικού τουρισμού (όπως διαμορφώνεται στο σύνολό του από τις υποδομές –

ανωδομές – υπηρεσίες, περιβάλλον κ.λπ.) και θα εντοπίσει τις αδυναμίες που

υπάρχουν. Οι ευκαιρίες θα εντοπιστούν και μαζί οι κίνδυνοι και όλα τα στοιχεία

θα αποτελούν τη βάση για την ανάπτυξη ενός στρατηγικού σχεδίου. Ιδιαίτερα σε

ό,τι αφορά ενδεχόμενες κρίσεις σε διεθνές, εθνικό ή τοπικό επίπεδο, το σχέδιο

επιτρέπει τη διαμόρφωση κατάλληλων κινήσεων πολιτικής, αποφεύγοντας

ενδεχομένους κινδύνους και ελαχιστοποιώντας τις αρνητικές επιπτώσεις.

Η κρίση στον τουρισμό από την τελευταία τρομοκρατική ενέργεια στις ΗΠΑ,

δυστυχώς, δεν μπορεί να προσεγγιστεί με ακρίβεια και θα χρειαστεί κάποιος

χρόνος για να διαπιστωθεί ο βαθμός επίδρασης και η έντασή της στην τουριστική

κίνηση της χώρας μας. Το σίγουρο είναι ότι η ύπαρξη στρατηγικού σχεδίου

αντιμετώπισης κρίσεων, στο οποίο θα υπάρχει συμμετοχή και συνεργασία όλων των

πλευρών του τουρισμού (επιστήμονες, ακαδημαϊκοί, επιχειρηματίες, πολιτικοί,

δημόσιοι και ιδιωτικοί φορείς κ.ά.), θα επιτρέπει τη διαμόρφωση της κατάλληλης

πολιτικής από όλους και θα έχει το θετικότερο αποτέλεσμα για τη χώρα (μικρό

βαθμό επίδρασης και άμβλυνση των αρνητικών τάσεων).

Συμπεραίνεται, λοιπόν, ότι η ανάπτυξη ενωτικών χαρακτηριστικών όλου του χώρου

του τουρισμού με κοινό στόχο τη στήριξή του, θα επιτρέψει την ανάπτυξη ενός

εθνικού στρατηγικού σχεδίου για την αντιμετώπιση κρίσεων και θα ισχυροποιήσει

τον τουρισμό στην Ελλάδα.