Γενικός διευθυντής της Eurobank Consumer Lending

Η έκρηξη της καταναλωτικής πίστης στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, και με

ιδιαίτερη αναφορά στην περίοδο από το 1998 και μετά, θα μπορούσε να αποδοθεί

στους ακόλουθους παράγοντες, κατά κύριο λόγο:

* Στην άνοδο του βιοτικού επιπέδου των καταναλωτών, γεγονός που

ψυχολογικά μεν τους επιτρέπει να αισθάνονται πιο άνετα ως προς τον δανεισμό

τους, πρακτικά δε τους δίνει τα οικονομικά περιθώρια να το κάνουν.

* Στην απελευθέρωση και ανάπτυξη του τραπεζικού συστήματος, γενικά, και

στη συνεπακόλουθη εισαγωγή ενός ευρύτατου φάσματος δανειακών προϊόντων και

υπηρεσιών, από τις περισσότερες ­ για να μην πούμε απ’ όλες ­ τις τράπεζες.

* Στην αμεσότητα και ταχύτητα της πληροφόρησης, γεγονός που καθιστά τα

ελληνικά νοικοκυριά ενήμερα των εξελίξεων και των ευκαιριών που υπάρχουν,

κυρίως στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και τους δημιουργούν την τάση να

αντιγράψουν.

* Στον έντονο ανταγωνισμό που επικρατεί στον κλάδο της καταναλωτικής

πίστης, με αποτέλεσμα να προσφέρονται ανταγωνιστικά προϊόντα και υπηρεσίες, με

υψηλή ποιότητα και ­ πολλές φορές ­ ειδικά σχεδιασμένα για συγκεκριμένες και

εξειδικευμένες ανάγκες και απαιτήσεις της αγοράς.

Σημειώνω σχετικά πως μέσα στο 2000 η καταναλωτική πίστη συνολικά αυξήθηκε κατά

42,7% και στις 31 Δεκεμβρίου του 2000 τα υπόλοιπα ήταν της τάξεως του 1,878

τρισ. δρχ., έχοντας παρουσιάσει σε σύγκριση με το 1999 μία άνοδο σε απόλυτα

μεγέθη, της τάξεως των 596 δισ. δρχ. Θα πρέπει επιπλέον να σημειωθεί ότι και

το 1999, σε σύγκριση με το 1998, χαρακτηρίστηκε από υψηλούς ρυθμούς επέκτασης

της καταναλωτικής πίστης, με άνοδο της τάξεως του 31,5%. Σε σύγκριση με τους

άλλους κλάδους της οικονομίας η ποσοστιαία αύξηση του 1999 ήταν η υψηλότερη,

ενώ για το 2000 μόνο ο κλάδος της χρηματοδοτικής μίσθωσης παρουσίασε υψηλότερο

ποσοστό ανόδου.

Το 2001 εξελίσσεται σε ανάλογο πλαίσιο, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως αυτοί οι

ρυθμοί θα εξακολουθήσουν να παρουσιάζονται. Η οικονομία περνά σε μία φάση

επιβράδυνσης ­ ήδη ο ρυθμός ανάπτυξης έχει αναθεωρηθεί προς τα κάτω, σε

σύγκριση με τις αρχικές προβλέψεις, και συγκεκριμένα από 5% σε 4,5%, με πιθανή

νέα αναθεώρηση προς το 4% ­ και αυτό αναπόφευκτα, αργά ή γρήγορα, θα επηρεάσει

και την καταναλωτική πίστη. Η αρνητική αυτή επιρροή στους καταναλωτές

ενισχύεται, εξάλλου, και από την πτωτική πορεία του Χρηματιστηρίου ­ καθώς τα

νοικοκυριά βλέπουν την αξία των επενδύσεών τους να μειώνεται και μαζί, σε

πολλές περιπτώσεις, και το διαθέσιμο εισόδημα.

Από την πλευρά της Eurobank Consumer Lending, αυτό που βλέπουμε είναι πως το

νέο περιβάλλον θα χαρακτηρίζεται από μία μερική συγκράτηση στον ρυθμό ανόδου

της συνολικής αγοράς της καταναλωτικής πίστης και από έναν έντονο ανταγωνισμό

για τη δραχμή του καταναλωτή. Για τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, η μάχη

θα είναι, δηλαδή, για την κατάκτηση ενός μεγαλύτερου μεριδίου αγοράς ή έστω

για τη διατήρηση των ποσοστών που έχουν κατακτηθεί. Η κατάσταση αυτή είναι

σαφώς προς όφελος του καταναλωτή.

Προς όφελος του καταναλωτή είναι επίσης το γεγονός ότι, παρά την πτώση των

επιτοκίων στην Ευρωπαϊκή Ένωση (μετά την πρόσφατη απόφαση της Ευρωπαϊκής

Κεντρικής Τράπεζας), τα ελληνικά επιτόκια εξακολουθούν να παραμένουν

εξαιρετικά ανταγωνιστικά στην ενοποιημένη ευρωπαϊκή τραπεζική αγορά.

Θετικό είναι, εξάλλου, το στοιχείο ότι η δανειακή επιβάρυνση του Έλληνα

καταναλωτή ­ με την έννοια τόσο των άμεσων δανείων που παίρνει για κατανάλωση

όσο και έμμεσα, με τις πιστωτικές κάρτες που χρησιμοποιεί ­ εξακολουθεί να

είναι χαμηλή σε σύγκριση με της Ευρώπης και με βάση τη σχέση τη επιβάρυνσης

αυτής προς το συνολικό διαθέσιμο εισόδημα.

Η οπτική γωνία που υιοθετεί η Eurobank Consumer Lending εστιάζεται, λοιπόν,

στην προσφορά στον καταναλωτή, με συνέπεια και σοβαρότητα, ενός ποιοτικά

άριστου φάσματος προϊόντων και υπηρεσιών, που θα επιδιώκει να καλύπτει όλες

τις ανάγκες του με το χαμηλότερο δυνατό κόστος. Στη θέση αυτή, η έννοια της

ποιότητας για μας επικεντρώνεται κυρίως στις διαστάσεις της γρήγορης και χωρίς

γραφειοκρατική ταλαιπωρία εξυπηρέτησης του πελάτη και της παροχής τού

αισθήματος της ασφάλειας ­ με την έννοια πως θα έχει στη διάθεσή του ένα ποσό

που θα μπορεί να το χρησιμοποιήσει τη στιγμή που θα το χρειαστεί.