Πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ΒΑΡΔΑΣ ΑΕΒΕΕ

Η…ανάλυση των προοπτικών του κλάδου εμπορίας ένδυσης προϋποθέτει τον

διαχωρισμό του στις παρακάτω κατηγορίες:

* Εμπορία ειδών ένδυσης που παράγονται στην Ελλάδα.

* Εμπορία ειδών ένδυσης που εισάγονται από το εξωτερικό και πωλούνται

χονδρικώς.

* Εμπορία ειδών ένδυσης που εισάγονται από εξειδικευμένες αλυσίδες

λιανικής πώλησης με ισχυρό ιδιόκτητο brand name.

Ο κλάδος έχει σημαντική θέση στην καταναλωτική δαπάνη, ενώ οι προοπτικές

εξέλιξής του είναι άμεσα συνδεδεμένες με την εξέλιξη της συνολικής αγοραστικής

δύναμης των νοικοκυριών.

Πέραν όμως της σημασίας που έχει η αγοραστική δύναμη, σημαντική επίδραση επί

των προοπτικών και των τριών κατηγοριών έχει ο διαχωρισμός τους σε προϊόντα

εγχωρίως παραγόμενα ή εισαγόμενα, και ο τρόπος διανομής τους, χονδρικώς ή

λιανικώς.

Η πρώτη κατηγορία επιχειρήσεων ένδυσης που παράγουν και διανέμουν εγχώρια δεν

έχουν θετικές προοπτικές εξέλιξης στο μέλλον. Αυτό γίνεται φανερό από το

γεγονός ότι βιομηχανίες που παράγουν προϊόντα ένδυσης στην Ελλάδα αισθάνονται

διαρκώς και περισσότερο την ανάγκη δημιουργίας ιδιόκτητου δικτύου λιανικής

πώλησης, με στόχο τη δημιουργία καναλιών διάθεσης της παραγωγής τους. Η

προσπάθεια όμως αυτή είναι προς τη λάθος κατεύθυνση και καθιστά δύσκολη την

επιβίωση αυτών των επιχειρήσεων σε χρονικό ορίζοντα πενταετίας.

Για να επιβιώσουν αυτές οι επιχειρήσεις θα πρέπει να αποκτήσουν σε μεγάλο

ποσοστό «εξωστρέφεια» και στο σκέλος παραγωγής και στο σκέλος διάθεσης του

προϊόντος τους.

Με απλά λόγια, αυτό σημαίνει ότι ένα μεγάλο μέρος της παραγωγής τους, άνω του

50%, θα πρέπει να παράγεται σε χώρες χαμηλού κόστους με την μέθοδο του

outsourcing, ενώ άνω του 60% της συνολικής παραγωγής τους θα πρέπει να

διατίθεται μέσω εξαγωγών.

Η δεύτερη κατηγορία επιχειρήσεων ένδυσης, οι οποίες εισάγουν και διανέμουν

χονδρικώς επώνυμα προϊόντα, θα βρεθούν επίσης σε πολύ δύσκολη θέση στο μέλλον.

Και τούτο, διότι η παγκοσμιοποίηση και αύξηση του ανταγωνισμού που αυτή

συνεπάγεται, καταργούν τους «ενδιάμεσους» οι οποίοι αυξάνουν το κόστος

διάθεσης με το «χονδρεμπορικό κέρδος» και αυξάνουν έτσι την τελική τιμή στον

καταναλωτή, με αποτέλεσμα τα επώνυμα προϊόντα που εμπορεύονται να πουλιούνται

30%-40% ακριβότερα στην Ελλάδα από ό,τι πουλιούνται στο εξωτερικό.

Επιβεβαίωση του πιο πάνω ισχυρισμού αποτελεί η προσπάθεια των εισαγωγικών

χονδρεμπορικών επιχειρήσεων να δημιουργήσουν αλυσίδες διάθεσης των προϊόντων

που εισάγουν, κατά πλειοψηφία με ξένα brand μονομάρκας, δεδομένου ότι οι ίδιοι

δεν διαθέτουν δικό τους ισχυρό brand name. Προσπαθούν να εισέλθουν στον κλάδο

λιανικής από το «παράθυρο» με μια προσπάθεια, η οποία για τους λόγους που

ανέφερα παραπάνω είναι μεσομακροπρόθεσμα καταδικασμένη να αποτύχει.

Το επιτυχημένο μοντέλο εμπορίας ειδών ένδυσης που θα επικρατήσει στην ελληνική

αγορά μελλοντικά είναι η τρίτη κατηγορία των εξειδικευμένων αλυσίδων λιανικής

πώλησης εισαγόμενων προϊόντων ένδυσης, που διαθέτουν ισχυρό ιδιόκτητο brand

name, εισάγουν απευθείας επώνυμα προϊόντα από τους παραγωγούς, εξαφανίζοντας

το ενδιάμεσο χονδρεμπορικό κέρδος, και έχουν τη δυνατότητα να πραγματοποιούν

πωλήσεις με υψηλά περιθώρια κέρδους, λόγω του χαμηλότερου κόστους αγορών ενώ

πωλούν σε λιανικές τιμές χαμηλότερες ή ίδιες με τις τιμές που υπάρχουν στα

ομοειδή επώνυμα προϊόντα στις ευρωπαϊκές αγορές.

Είναι εξάλλου γνωστό ότι η αναπτυξιακή προοπτική της Ελλάδος πάσχει από την

έλλειψη εισαγωγής ξένων κεφαλαίων για επένδυση σε κλάδους της ελληνικής

οικονομίας. Ο κλάδος των επωνύμων εξειδικευμένων αλυσίδων εισαγόμενης ένδυσης

είναι ίσως ο μόνος κλάδος που προσελκύει κεφάλαια από το εξωτερικό για

επένδυση. Ξένες αλυσίδες όπως η Zara, Benetton, Marks & Spencer, Mango,

Intersport διαρκώς αυξάνουν τις επενδύσεις και τα καταστήματά τους στην

ελληνική αγορά. Είναι προφανές ότι δεν έρχονται στην Ελλάδα για να χάσουν τα

κεφάλαιά τους.