Και όμως. Να μου το θυμηθείτε. Θα πούμε τη δραχμή… δραχμούλα. Κι ας μην

σπεύσει ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας να με διαψεύσει, διαβεβαιώνοντας ότι το

εθνικό μας νόμισμα δεν κινδυνεύει. Ο θρήνος που ακολουθεί δεν αφορά την εθνική

μας οικονομία.

Θα την πούμε τη δραχμή δραχμούλα. Σίγουρα ναι. Κι ας πηγαίνει καλά (όσο

πηγαίνει καλά) η οικονομία μας. Άλλωστε, δεν μας πολυενδιαφέρει, αφού… δεν

είναι όλη δική μας αλλά των 2/3 (το ανακάλυψε προσφάτως, ο κ. Τσουκάτος). Η

δραχμή μας το βράδυ της Πρωτοχρονιάς θα προσφερθεί θυσία στο κακομούτσουνο

τοτέμ της καινούργιας θεότητος ­ του «ευρώ».

Μόλις προ ολίγων ημερών, ο Πρωθυπουργός ανακοίνωσε με χαμόγελο δικαιολογημένης

ικανοποίησης ότι την Πρωτοχρονιά «αλλάζουμε σελίδα» και μπαίνουμε στην εποχή

του ευρώ, χωρίς τις οικονομικές αναταράξεις που γνώρισαν άλλες χώρες. Και τον

χειροκροτήσαμε γι’ αυτό ­ μόνον γι’ αυτό ­ νοερά. Ούτε όμως ο Πρωθυπουργός

ούτε εμείς συνειδητοποιήσαμε ­ επαρκώς τουλάχιστον ­ ότι επιχαίρουμε και

χειροκροτούμε το ξερίζωμα της αρχαιότερης και ισχυρότερης πολιτισμικής ρίζας

της ράτσας μας: Το βράδυ της Πρωτοχρονιάς το μακροβιότερο εν κυκλοφορία

νόμισμα (ηλικίας 2.700 ετών!) θα πάψει να υπάρχει.

Σε μια εποχή που διορισμένοι χρυσοποίκιλτοι δικτατορίσκοι των Βρυξελλών

διαβεβαιώνουν τους λαούς ότι η ένωση της Ευρώπης θα πραγματοποιηθεί (αν και…

με μια ακόμη Νίκαια τα πράγματα δεν θα είναι και τόσο σίγουρα) με απόλυτο

σεβασμό των πολιτισμικών καταβολών και ιδιαιτεροτήτων τους, εμείς… Εμείς

χωρίς αιδώ και χωρίς περίσκεψη, και κυρίως χωρίς την παραμικρή διαμαρτυρία,

δεχθήκαμε να θυσιάσουμε τη δραχμή. Και η ευθύνη είναι δική μας. Μόνον δική

μας. Δεν φταίνε οι Ευρωπαίοι, αυτοί οι «πεπολιτισμένοι βάρβαροι» (σημ.: ούτε

εγώ φταίω. Ο Παλαμάς το έγραψε…).

Δεν φταίνε οι Ευρωπαίοι. Γιατί, 700 χρόνια π.Χ., όταν ο Φείδων ο βασιλιάς της

Αθήνας (δεν είχαν ακόμη απαλλαγεί οριστικά του βασιλικού άγους, οι Αθηναίοι)

διεπίστωνε ότι ο οβολός ­ το νόμισμα της εποχής ­ δεν επαρκούσε για τις

ανάγκες της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας του, οι πρόγονοι του σύγχρονου

Καρλομάγνου του Βουιζμπέργκερ (σημ.: πρόκειται για τον διοικητή της Κεντρικής

Τράπεζας), δεν είχαν τέτοια προβλήματα. Ζούσαν, ακόμη, επάνω στα δένδρα, και

τα φρούτα προσεφέροντο δωρεάν. Δεν φταίνε οι Ευρωπαίοι. Γιατί όταν ο Φείδων

θέσπιζε τη δραχμή ίση προς 6 οβολούς (σημ.: εκ του δράττω: όσους οβολούς

μπορούσε ν’ αδράξει η παλάμη) δημιουργώντας τη «ζώνη της δραχμής» οι πρόγονοι

του Καρλομάγνου παρέμειναν αδιάφοροι. Είχαν εξασφαλίσει και το κρέας τους

δωρεάν, και μάλιστα, χωρίς τον κίνδυνο των τρελών αγελάδων. Ήξεραν τι έτρωγαν:

έτρωγε ο ένας τον άλλον. Αλλά κι όταν η Ευρώπη, καβάλα στον λευκό ταύρο – Δία,

έφυγε για να δώσει τ’ όνομα της Ελλάδας ­ που τότε λεγόταν Ευρώπη, από τον

Ισθμό μέχρι την Θράκη ­ στην ανεξερεύνητη ήπειρο, ασφαλώς θα είχε τα έξοδα

πρώτης εγκατάστασης, σε αττικές δραχμές. Ήταν το ισχυρότερο νόμισμα, από

ατόφιο ασήμι και με εγγυημένα σταθερό βάρος. Κάτι σαν τη χρυσή λίρα Αγγλίας

πολλούς αιώνες αργότερα.

Αυτή ήταν (ήδη συντάσσεται στον Παρατατικό) η δραχμούλα μας. Και κανείς δεν

σκέφθηκε, κανείς μας, να προτείνει το κοινό νόμισμα της Ένωσης να λέγεται

«δραχμή». Ήταν, άλλωστε, το νόμισμα της Ευρώπης. Θα το δεχόντουσαν οι

λεγόμενοι Ευρωπαίοι; Πιθανότατα όχι. Αλλά άξιζε να δώσουμε τη μάχη. Όπως

κάνουμε σήμερα για τα μάρμαρα του Παρθενώνα. Κανείς δεν σκέφθηκε, έστω, να

προτείνει, να ζητήσει, ν’ αξιώσει, στα ελληνικά «ευρώ», σ’ αυτά που θα

κυκλοφορούν στη χώρα μας, να υπάρχει και η λέξη «δραχμή», «δραχμή – ευρώ». Θα

τους ενοχλούσαμε τους «εταίρους» μας; Πολύ; Έ… και; Μόνον αυτοί θα μας

ενοχλούν!

ΥΓ: Πρέπει να θρηνήσουμε για τη δραχμούλα μας. Αλλ’ όχι και να τα

βάψουμε μαύρα. Από τώρα. Ποιος ξέρει… Μια – δυο «Νίκαιες» ακόμη και το

μαγαζάκι των Βρυξελλών διαλύθηκε. Και τότε… ζήτω και πάλι η δραχμή.