Υποδιοικητής Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος

Οι εξελίξεις στο ελληνικό Χρηματιστήριο κατά τη διάρκεια του τελευταίου

18μήνου έχουν αναδείξει ένα πλήθος απόψεων για την εξήγησή τους, για την

ερμηνεία της ανόδου του Γενικού Δείκτη κατά 132% στην περίοδο Ιανουαρίου –

Σεπτεμβρίου 1999 και εν συνεχεία την πτώση κατά 37% από τον Σεπτέμβριο 1999

μέχρι σήμερα. Στις δύο αυτές περιόδους σχεδόν όλες οι μετοχές κινήθηκαν

ανοδικά ή πτωτικά προς την ίδια κατεύθυνση με μεγάλο βαθμό συσχέτισης ως προς

το ποσοστό μεταβολής. Η αγορά δεν ξεχώρισε στατιστικά σημαντικά τις προοπτικές

των εισηγμένων εταιρειών και δεν διαφοροποίησε ουσιαστικά τη στάση των

επενδυτών ανάλογα με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά κάθε εταιρείας. Παράδοξο

φαίνεται και το γεγονός ότι μετοχές με τη μεγαλύτερη άνοδο στην πρώτη περίοδο

παρουσίασαν και τη μεγαλύτερη πτώση στη δεύτερη περίοδο.

Η συμπεριφορά του Γενικού Δείκτη δεν ακολούθησε τη σταθερή, ομαλή και σταδιακή

πορεία βελτίωσης του μακροοικονομικού περιβάλλοντος και της παραγωγικής

επιχειρηματικής δραστηριότητας.

Το ερώτημα παραμένει: σε τι οφείλεται η αναντιστοιχία των χρηματιστηριακών

εξελίξεων κατά το τελευταίο 18μηνο με το πραγματικό οικονομικό περιβάλλον;

Οι τιμές των μετοχών μιας εταιρείας σε οποιαδήποτε χρηματιστηριακή αγορά

παλινδρομούν πέριξ της πραγματικής αξίας της επιχείρησης ανάλογα με τις

διαμορφούμενες κάθε στιγμή εκτιμήσεις για τη μελλοντική πορεία των

αποτελεσμάτων της. Η διακύμανση των τιμών άνω και κάτω της πραγματικής αξίας

σε μια αποτελεσματική αγορά δεν είναι ιδιαίτερα σημαντική. Έτσι, κύριο

χαρακτηριστικό της συμπεριφοράς των τιμών των μετοχών σε αναπτυγμένες αγορές

αποτελεί η μακροχρόνια τάση, η οποία προσδιορίζεται από θεμελιώδη στοιχεία,

και όχι οι βραχυχρόνιες διακυμάνσεις. Το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας της

αγοράς έχει θεωρηθεί, κατά μία άποψη, ότι καθόρισε στην περίοδο αυτή τις

χρηματιστηριακές εξελίξεις, με συνέπεια να αναζητούνται οι αιτίες στις

διατάξεις νόμων και κανονισμών. Εντούτοις, καμιά οικονομική θεωρία ή εμπειρική

έρευνα δεν έχει υποστηρίξει ότι οι τιμές των μετοχών προσδιορίζονται από το

κανονιστικό πλαίσιο της αγοράς. Εξάλλου, το θεσμικό πλαίσιο που ισχύει σήμερα

έχει διαμορφωθεί σταδιακά από τα μέσα της δεκαετίας του ’80, εμπλουτίζεται

συνεχώς με νέους κανόνες και ανταποκρίνεται στις πραγματικές ανάγκες

λειτουργίας μιας συνεχώς εξελισσόμενης αγοράς. Και ασφαλώς θα συνεχιστεί η

προσθήκη νέων ρυθμίσεων όσο η αγορά γίνεται πιο σύνθετη και υιοθετεί νέες

υπηρεσίες και λειτουργίες (παράγωγα, δανεισμός τίτλων, περιθώριο αγορών με

χρηματοδότηση κ.λπ.).

Οι χρηματιστηριακές εξελίξεις προσδιορίζονται από την επενδυτική συμπεριφορά,

από τις αποφάσεις των επενδυτών. Οι αποφάσεις για την αγορά, πώληση ή

διακράτηση μιας μετοχής βασίζονται σε εκτιμήσεις για τη μελλοντική απόδοση της

επένδυσης, οι δε εκτιμήσεις βασίζονται στο σύνολο των διαθέσιμων στοιχείων και

πληροφοριών σχετικά με την οικονομική κατάσταση και τις προοπτικές κάθε

επιχείρησης. Το θεσμικό πλαίσιο στη χώρα μας εξασφαλίζει με πληρότητα την

«παραγωγή» και τη δημοσιοποίηση όλων των στοιχείων και πληροφοριών που είναι

αναγκαίες για να κάνουν οι επενδυτές σωστές εκτιμήσεις. Το πρόβλημα είναι ότι

τα επίσημα στοιχεία και οι ακριβείς πληροφορίες δεν αξιοποιούνται στην έκταση

που επιβάλλεται.

Χωρίς αμφιβολία, όμως, δεν θα ήταν και εφικτό κάθε αποταμιευτής που θα

κατευθύνει ένα τμήμα των αποταμιεύσεών του σε μετοχικές επενδύσεις να έχει τον

διαθέσιμο χρόνο και τις αναλυτικές ικανότητες για να συλλέξει όλες τις

αναγκαίες πληροφορίες για την οικονομική κατάσταση κάθε εταιρείας και τα

στοιχεία του κλάδου στον οποίο δραστηριοποιείται, να εκτιμήσει τις επιπτώσεις

από τον διεθνή ανταγωνισμό και να συνθέσει όλα αυτά σε μια σωστή εκτίμηση ώστε

να πάρει σωστές και τεκμηριωμένες αποφάσεις.

Παράλληλα, η χρηματιστηριακή αγορά διευρύνεται με γρήγορους ρυθμούς, ο αριθμός

των εισηγμένων εταιρειών αυξάνεται συνεχώς, οι παράγοντες που επηρεάζουν το

οικονομικό περιβάλλον πληθαίνουν. Το έργο της εκτίμησης της προσδοκώμενης

απόδοσης των επενδύσεων σε μετοχές θα γίνει ακόμα πιο σύνθετο. Στις

διαγραφόμενες απαιτήσεις της αγοράς μπορούν να ανταποκριθούν εξειδικευμένοι

φορείς και οργανισμοί διαχείρισης κεφαλαίων, όπως τα αμοιβαία κεφάλαια, οι

εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου, οι μονάδες private banking των τραπεζών.

Οι φορείς που διαθέτουν έμπειρους αναλυτές και τα τεχνολογικά μέσα για τη

συλλογή και ανάλυση των απαραίτητων δεδομένων και πληροφοριών μπορούν να

διαχειριστούν αποτελεσματικά τις επενδύσεις των ιδιωτών στη χρηματιστηριακή

αγορά και να προσφέρουν στους επενδυτές την επιθυμητή σχέση κινδύνου –

απόδοσης.

Στον βαθμό που οι άμεσες επενδύσεις ιδιωτών στο Χρηματιστήριο θα

υποκαθίστανται από επενδύσεις μέσω εξειδικευμένων οργανισμών διαχείρισης

επενδύσεων, θα μειώνονται οι ακραίες διακυμάνσεις των τιμών των μετοχών και η

μακροχρόνια τάση θα καταστεί μετρήσιμο στατιστικό μέτρο. Και η τάση αυτή δεν

μπορεί παρά να είναι σε πλήρη αντιστοιχία με τις θετικές προοπτικές της

ελληνικής οικονομίας και των ελληνικών επιχειρήσεων στο οικονομικό περιβάλλον

που διαμορφώνει ήδη η Οικονομική και Νομισματική Ένωση.