Η μετάβαση της χώρας μας στο τρίτο και τελικό στάδιο της ΟΝΕ δεν αποτελεί ένα

μεμονωμένο ή ένα καθαρά οικονομικό γεγονός. Είναι ένα ακόμη πολύ σημαντικό,

ιστορικό θα έλεγα, βήμα συμμετοχής της χώρας μας στη διαδικασία της ευρωπαϊκής

ολοκλήρωσης. Η διαδικασία αυτή για την Ελλάδα ξεκίνησε πριν από σχεδόν σαράντα

χρόνια, με τη σύνδεσή της με την τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, γνωστή

ως ΕΟΚ, το 1962. Συνεχίστηκε με την ένταξη της χώρας μας στην ΕΟΚ το 1981, τη

συμμετοχή της στο πρόγραμμα της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Αγοράς στα τελευταία χρόνια

της δεκαετίας του 1980 και τις αρχές της δεκαετίας του 1990 και την ένταξή της

στον Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών του Ευρωπαϊκού Νομισματικού

Συστήματος τον Μάρτιο του 1998. Η εισαγωγή του ευρώ την 1η Ιανουαρίου 2001 δεν

αποτελεί βέβαια το τέλος αυτής της διαδικασίας.

Τα οφέλη και το τυχόν κόστος της συμμετοχής της χώρας μας στην ευρωπαϊκή

οικονομική ολοκλήρωση δεν πρέπει να εκτιμηθούν με καθαρά οικονομικούς όρους,

σε ένα στατικό πλαίσιο. Μια τέτοια προσέγγιση θα ήταν πολύ περιορισμένη. Το

πολιτικό σκέλος της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης είναι επίσης

σημαντικό και δεν πρέπει να το ξεχνάμε. Τα ευρύτερα εθνικά μας συμφέροντα

επιβάλλουν τη συμμετοχή της χώρας μας στη διαδικασία οικονομικής και πολιτικής

ενοποίησης της Ευρώπης.

Η μη έγκαιρη και ισότιμη συμμετοχή της Ελλάδας στο εγχείρημα της Νομισματικής

Ένωσης θα είχε ως συνέπεια την περιθωριοποίηση της χώρας και προς τις

υπόλοιπες διαστάσεις της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Ιδιαίτερη σημασία έχουν

εκείνες που αφορούν άμεσα τα θέματα εθνικής ασφάλειας, κυριαρχίας και εδαφικής

ακεραιότητας, όπως είναι η κοινή ευρωπαϊκή άμυνα και ασφάλεια και η κατοχύρωση

των κοινών εξωτερικών συνόρων της Ένωσης.

Η εκτύπωση του ευρώ έχει ξεκινήσει ώστε όλα να είναι έτοιμα την 1/1/2002,

οπότε θα τεθεί σε πραγματική κυκλοφορία το ενιαίο νόμισμα

Εξάλλου, σε μια περίοδο κατά την οποία αναμένεται η διεύρυνση της Ένωσης προς

τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, η Ελλάδα οφείλει να

παρακολουθήσει χωρίς καθυστέρηση τις διαδικασίες της οικονομικής και

νομισματικής ενοποίησης, ώστε να μη βρεθεί στην ίδια θέση με τις χώρες του

επόμενου σταδίου διεύρυνσης.

Τα οικονομικά οφέλη που θα προκύψουν από τη συμμετοχή μας στη ζώνη του ευρώ

είναι σημαντικά. Το ευρώ είναι ένα νόμισμα διεθνούς εμβέλειας και

χαρακτηρίζεται από εσωτερική σταθερότητα. Η μείωση της εξωτερικής του αξίας

είναι υπερβολική και παροδική. Η εξέλιξη αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι οι

ευρωπαϊκές επιχειρήσεις έχουν επενδύσει κεφάλαια στις ΗΠΑ για να επωφεληθούν

από τον υψηλό ρυθμό ανόδου της αμερικανικής οικονομίας. Οι επενδύσεις

χαρτοφυλακίου επίσης κινήθηκαν προς τις ΗΠΑ λόγω της ανόδου της αμερικανικής

χρηματιστηριακής αγοράς. Ήδη η τάση αυτή έχει αρχίσει να αντιστρέφεται.

Υπάρχουν τρεις βασικοί λόγοι για τους οποίους πρέπει να αναμένεται ότι το ευρώ

τελικά θα γίνει ένα ισχυρό νόμισμα.

Ο πρώτος είναι η δημιουργία της ενιαίας κεφαλαιαγοράς στην Ευρώπη, που θα

χαρακτηρίζεται από μεγάλη ρευστότητα, θα καθιστά σταδιακά πιο ελκυστική την

τοποθέτηση κεφαλαίων σε τίτλους του Δημοσίου εκφραζόμενους σε ευρώ και θα

αυξάνει τη συμμετοχή των τίτλων αυτών στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών.

Ο δεύτερος είναι το μεγάλο ποσοστό συμμετοχής της Ευρώπης στο παγκόσμιο προϊόν

και στο διεθνές εμπόριο, που θα οδηγήσει σε αυξημένη χρήση του ευρώ ως

λογιστικής μονάδας και ως μονάδας τιμολόγησης στο διεθνές εμπόριο.

Ο τρίτος λόγος είναι η επιθυμία των κεντρικών Τραπεζών να διατηρούν σημαντικό

μέρος των συναλλαγματικών διαθεσίμων τους σε ένα νέο νόμισμα, δηλ. σε ευρώ.

Η σημερινή οικονομική συγκυρία στην Ευρώπη συνηγορεί υπέρ της άποψης ότι το

ευρώ θα γίνει ένα ισχυρό νόμισμα στο εγγύς μέλλον. Στη ζώνη του ευρώ υπάρχει

ήδη νομισματική σταθερότητα, ο ρυθμός αύξησης του Ακαθάριστου Εγχώριου

Προϊόντος είναι ικανοποιητικός ­ το 1999 ήταν 2,3% και για το 2000 προβλέπεται

ρυθμός αύξησης περίπου 3,5% ­, ενώ το συνολικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών

εμφανίζει πλεόνασμα. Επομένως, θα ενισχυθεί διεθνώς η ζήτηση ευρώ και, μόλις

υπάρξουν σαφείς ενδείξεις υποχώρησης του ρυθμού ανόδου της αμερικανικής

οικονομίας, το ευρώ θα ανατιμηθεί. Ήδη, από τις τελευταίες ημέρες του Μαΐου

παρατηρείται ανάκαμψη της ισοτιμίας του ευρώ έναντι του δολαρίου.

Η συμμετοχή της χώρας μας στη ζώνη του ευρώ θα της εξασφαλίσει νομισματική

σταθερότητα, που είναι σημαντικό πλεονέκτημα, ιδιαίτερα για την Ελλάδα που επί

ένα τέταρτο του αιώνα αντιμετώπιζε διψήφιο πληθωρισμό.

Μέχρι την 1η Ιανουαρίου του 2001 θα υπάρξει προσαρμογή των επιτοκίων στο

επίπεδο των ευρωπαϊκών. Η συμμετοχή σε έναν ενιαίο χρηματοπιστωτικό χώρο και η

διεύρυνση και η εμβάθυνση της ενιαίας χρηματαγοράς θα αυξήσουν τη ρευστότητα

και θα συμβάλουν στη μείωση των επιτοκίων, γεγονός που θα αποβεί προς όφελος

όχι μόνο των νοικοκυριών (φθηνά στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια) αλλά και

των επιχειρήσεων.

Η μείωση του πληθωρισμού και των επιτοκίων και η εξάλειψη της αβεβαιότητας για

την εξέλιξη της συναλλαγματικής ισοτιμίας της δραχμής έναντι του ευρώ θα

ενισχύσουν τις επιχειρηματικές επενδύσεις. Επίσης, θα επηρεάσουν ευνοϊκά τη

συνολική δυναμική ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, συμβάλλοντας με τον

τρόπο αυτό στην αύξηση της απασχόλησης και στη μείωση της ανεργίας.

Η συμμετοχή σε μια αγορά περίπου 300 εκατομμυρίων καταναλωτών, στην οποία το

ενιαίο νόμισμα καθιστά δυνατή τη σύγκριση των τιμών αγαθών και υπηρεσιών

ανάμεσα στις χώρες-μέλη της ζώνης του ευρώ, θα εντείνει τον ανταγωνισμό και θα

αποβεί σε όφελος των πολιτών.

Η αξιοποίηση των πλεονεκτημάτων και των δυνατοτήτων που θα δημιουργηθούν από

τη συμμετοχή της χώρας μας στη ζώνη του ευρώ θα εξαρτηθεί από τον τρόπο με τον

οποίο θα αντιμετωπισθούν από τους υπεύθυνους για τη χάραξη πολιτικής οι νέες

προκλήσεις και ευκαιρίες κατά τα αμέσως επόμενα έτη αλλά και μετέπειτα. Παρά

τη σημαντική πρόοδο που έχει επιτευχθεί στον τομέα των ιδιωτικοποιήσεων και τα

μέτρα που έχουν ληφθεί για να προωθηθούν οι διαρθρωτικές αλλαγές και οι

θεσμικές μεταρρυθμίσεις, μένουν ακόμη πολλά να γίνουν για να αντιμετωπισθούν

οι σημαντικές αδυναμίες που υπάρχουν.

Οι βασικές προκλήσεις αφορούν: (1) Τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στις αγορές

προϊόντων και εργασίας για την επίτευξη συνθηκών πλήρους απασχόλησης. Η

αποτελεσματική λειτουργία των αγορών δεν παίζει μόνο σημαντικό ρόλο στην

αντιμετώπιση της ανεργίας, αλλά είναι απαραίτητη για να μπορέσουν να

αξιοποιηθούν οι ευκαιρίες που παρέχει η υιοθέτηση του ευρώ, η παγκοσμιοποίηση

και οι νέες τεχνολογίες. (2) Τη μετάβαση σε μια οικονομία βασισμένη στη γνώση.

Η εισαγωγή καινοτομιών και η προώθηση της γνώσης ολοένα και περισσότερο

αποτελούν παράγοντες που συμβάλλουν στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, της

παραγωγικότητας και της οικονομικής ανάπτυξης, στη μείωση της ανεργίας και

στην άνοδο του βιοτικού επιπέδου. Η Ελλάδα πρέπει να καλύψει την υστέρηση που

παρουσιάζει σε σχέση με τις προηγμένες χώρες τόσο ως προς τις δυνατότητες

εισαγωγής καινοτομιών όσο και ως προς την παραγωγή και διάδοση της

τεχνολογίας, της πληροφορικής και των επικοινωνιών. Για τον λόγο αυτό πρέπει

να συνεχισθούν οι προσπάθειες για την αναμόρφωση του συστήματος εκπαίδευσης

και της κατάρτισης σύμφωνα με τις ανάγκες της παραγωγής. Απαιτούνται επίσης

περαιτέρω μέτρα ώστε να αυξηθούν οι επενδύσεις σε έρευνα και ανάπτυξη.

Υπάρχουν και άλλες προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπισθούν, όπως είναι οι

επιπτώσεις της γήρανσης του πληθυσμού στο ασφαλιστικό σύστημα και στα δημόσια

οικονομικά, καθώς επίσης και η ανάγκη βελτίωσης της κοινωνικής συνοχής.

Η εντυπωσιακή πρόοδος που σημειώθηκε τα τελευταία χρόνια από την άποψη της

μακροοικονομικής προσαρμογής ώστε να ικανοποιηθούν οι προϋποθέσεις για την

υιοθέτηση του ευρώ, αλλά και η προώθηση των διαρθρωτικών μέτρων που ανέφερα,

θα επιτρέψουν στην ελληνική οικονομία όχι απλώς να επιβιώσει στο πλαίσιο της

ΟΝΕ, αλλά να ευημερήσει, επωφελούμενη όλο και περισσότερο από τις ευκαιρίες

που προσφέρει αυτό το νέο υπό διαμόρφωση οικονομικό περιβάλλον.