ΚΑΘΩΣ ΠΛΗΣΙΑΖΕΙ ο χρόνος που προβλέπεται από τον νόμο για την αναθεώρηση των

Αντικειμενικών Αξιών των Ακινήτων (ΑΑΑ), αρχίζει να στήνεται και πάλι το παλιό

γνωστό σκηνικό. ΜΜΕ και ενώσεις ιδιοκτητών ακινήτων βομβαρδίζουν τον κόσμο με

πηχυαίους τίτλους και δηλώσεις για επικείμενη αύξηση της φορολογίας των ακινήτων.

Επικρίνουν την κυβέρνηση ότι αποφάσισε, περίπου αυθαίρετα, να αναπροσαρμόσει

τις ΑΑΑ με μοναδικό σκοπό την αύξηση των εσόδων του προϋπολογισμού.

Κανείς δεν παραγνωρίζει το γεγονός ότι για τον καθορισμό του ύψους της

φορολογικής επιβάρυνσης των ακινήτων ­ όπως άλλωστε και όλων των άλλων

φορολογιών ­ από την Πολιτεία λαμβάνονται υπόψη οι δημοσιονομικές ανάγκες της

χώρας. Ωστόσο, είναι εσφαλμένο να λέγεται ότι το ύψος των ΑΑΑ είναι ο κύριος

προσδιοριστικός παράγοντας του ύψους αυτής της φορολογίας.

Οι ΑΑΑ αποτελούν μία καταγραφή αξιών που προσδιορίζονται με βάση ένα

στατιστικό σύστημα που προσπαθεί να απεικονίσει την αγορά ακινήτων, με μια

απόκλιση προς τα κάτω της τάξης του 25%-30%.

Μια σωστή εικόνα της αγοράς ακινήτων επιτρέπει σε αυτούς που παίρνουν τις

τελικές αποφάσεις να χρησιμοποιούν τα φορολογικά εργαλεία που έχουν στη

διάθεσή τους κατά τρόπο αποτελεσματικό και κοινωνικά δίκαιο και αυτά τα

εργαλεία είναι το ύψος και η διάρθρωση των φορολογικών συντελεστών, καθώς και

τα αφορολόγητα όρια και οι απαλλαγές.

Αυτοί είναι οι παράγοντες που αποτελούν στοιχεία του διαλόγου και ευθύνη της

κυβέρνησης για το ύψος του φόρου στα ακίνητα.

Υπενθυμίζω τη στρέβλωση των ΑΑΑ της εποχής του κ. Μάνου, τον οποίο εκτιμώ

ιδιαίτερα, αλλά ακριβώς αυτό που συνέβη τότε, δείχνει ότι και σοβαροί

πολιτικοί χρεώνονται σημαντικό τίμημα σφαλμάτων, όταν υπό την πίεση

μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων καταστρέφουν θεσμικές λειτουργίες που επιβάλλεται

να είναι καθαρά επιστημονικές. Τότε, οι ΑΑΑ μειώθηκαν παράλογα, αλλά το

σημαντικότερο είναι ότι μειώθηκαν ευνοώντας προκλητικά τις ακριβές περιοχές.

Οι συντελεστές φορολογίας, καθώς και τα αφορολόγητα όρια έμειναν ώς είχαν,

αλλά μόνο φαινομενικά, αφού στις ακριβές περιοχές η αντικειμενική αξία ήταν

υποεκτιμημένη σε σχέση με την πραγματική πολύ περισσότερο από ό,τι στις φθηνές.

Το αποτέλεσμα ήταν ότι ο φόρος μεταβίβασης που πληρωνόταν στις φθηνές περιοχές

ήταν επί της πραγματικής αξίας του ακινήτου περί το 8%, ενώ στις ακριβές

περιοχές περιοριζόταν μέχρι και στο 3%!

Κατά την αναθεώρηση του 1996, ο εξορθολογισμός του συστήματος ΑΑΑ απαιτούσε

σημαντικές αυξήσεις και αλλαγή των συσχετισμών των αξιών ανάμεσα στις διάφορες

ζώνες, έτσι ώστε να εξαλειφθούν οι στρεβλώσεις Μάνου.

Οι αυξήσεις ήταν πραγματικά μεγάλες. Και όμως, δεν συνέβη καμία καταστροφή.

Απλά, ταυτόχρονα με τις αυξήσεις, εφαρμόστηκε δέσμη παράλληλων μέτρων, όπως η

αύξηση των αφορολογήτων ορίων και η διεύρυνση των κλιμακίων στις γονικές

παροχές και κληρονομιές, η διεύρυνση των αφορολογήτων για αγορά πρώτης

κατοικίας και η κατάργηση του φόρου υπεραξίας για τις μεταβιβάσεις.

Η κριτική στις επικείμενες αναθεωρημένες τιμές πρέπει να αναφέρεται στο σωστό

ή το λάθος για το ύψος τους και τις μεταξύ τους σχέσεις. Όσο για τις συνέπειές

τους στη φορολογία των ακινήτων, φαντάζομαι ότι η θετική εμπειρία του 1996 θα

αξιοποιηθεί με την υιοθέτηση παράλληλων μέτρων.

Στις γονικές παροχές και τις κληρονομιές όμως, το θέμα έχει άλλη διάσταση. Για

την ελληνική κοινωνία η οικογένεια, ευτυχώς, εξακολουθεί ακόμα να αποτελεί

σημαντικό συνδετικό στοιχείο, που πρέπει να διαφυλαχθεί, ιδιαίτερα στις

δύσκολες περιόδους που διανύουμε.

Ο Δημήτρης Γεωργακόπουλος είναι βουλευτής του ΠΑΣΟΚ και τέως υφυπουργός Οικονομικών.