ΟΙ ΜΝΗΜΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ ΄40, ΠΑΡ΄
ΟΛΟ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΗΔΗ ΠΕΡΑΣΕΙ ΕΞΗΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ,
ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ ΝΑ ΠΑΡΑΜΕΝΟΥΝ ΟΛΟΖΩΝΤΑΝΕΣ,
ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ ΓΙΑ ΟΣΟΥΣ ΕΖΗΣΑΝ
ΤΗΝ ΗΡΩΙΚΗ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΕΚΕΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟ.
ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΣΕ ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ,
ΟΠΩΣ Η ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ, ΟΠΟΥ ΟΙ ΕΜΦΥΛΙΕΣ
ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΙΣ ΠΗΡΑΝ ΤΗ ΜΟΡΦΗ ΕΝΟΣ ΑΝΕΛΕΗΤΟΥ
ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ, ΜΕ ΑΤΑΦΟΥΣ
ΑΚΟΜΗ ΝΕΚΡΟΥΣ
Σε έναν άταφο νεκρό, τον αδελφό της, είναι αφιερωμένο το αφήγημα της Γιόνας Μικέ Παϊδούση. Με αυθεντικό και χειμαρρώδη λόγο, σε σημείο που ορισμένες φορές δυσχεραίνει την ανάγνωση, μεταφέρει τη βιωμένη εμπειρία της από τα χρόνια της Κατοχής στην Ανατολική Αργολίδα. Νεαρή και μορφωμένη κοπέλα, κόρη γιατρού και φοιτήτρια της Φιλοσοφικής, εγκαταλείπει την Αθήνα μετά την είσοδο των Γερμανών και επιστρέφει στο χωριό της, τα Δίδυμα, όπου «επικρατούσε κακομοιριά και μοιρολατρία (…) με ανθρώπους υποταγμένους στις ανάγκες της ζωής και όργανα των κεφαλών του χωριού» (σελ. 14-16). Με τη συμπαράσταση λιγοστών ανθρώπων, όπως ο δάσκαλος του χωριού, συγκροτεί ένα πρώτο πυρήνα του ΕΑΜ, κερδίζοντας σιγά σιγά την εμπιστοσύνη αρκετών νέων.

Η ανάπτυξη του ΕΑΜ και οι νέες ιδέες που έφερνε, ήταν φυσικό να αντιμετωπιστούν με επιφύλαξη και δυσπιστία από τον συντηρητικό μικρόκοσμο του χωριού, κυρίως από αυτούς που συγκροτούσαν την άτυπη κοινωνική και πολιτική ηγεσία του. Άλλωστε, όλη η περιοχή της Αργολίδας αποτελούσε προπύργιο των φιλοβασιλικών κομμάτων, τα οποία είχαν συγκεντρώσει το 72% των ψήφων στις τελευταίες προπολεμικές εκλογές. Μόνη προοδευτική παρουσία- περιθωριοποιημένη και μειοψηφική – ήταν οι οπαδοί του Κόμματος Φιλελευθέρων, ενώ το ΚΚΕ, ειδικά στην επαρχία Ερμιονίδος (Κρανίδι, Δίδυμα, Ερμιόνη), ήταν παντελώς ανύπαρκτο (1 ψήφος σε 3.111 έγκυρα το 1936). Από αυτό το καταπιεσμένο δυναμικό των Φιλελευθέρων τροφοδοτήθηκε κατά κύριο λόγο η ανάπτυξη του ΕΑΜ, όπως συνέβη και στις περισσότερες περιοχές της Πελοποννήσου. Γεγονός που προκάλεσε την αντισυσπείρωση των παραδοσιακών αντιπάλων τους, που είχαν συνηθίσει να εξουσιάζουν σταθερά στην περιοχή.

Η αντιπαράθεση αυτή, που παρέμεινε αρχικά σε λανθάνουσα μορφή, οξύνθηκε το καλοκαίρι του 1943, όταν οι πρώτοι αντάρτες του ΕΛΑΣ- άλλοι από την Κορινθία και άλλοι από την Κυνουρία- έκαναν την εμφάνισή τους στο χωριό Δίδυμα, το οποίο, με την αποχώρηση των Ιταλών, τον Σεπτέμβριο του 1943, μετατράπηκε σε αντάρτικη βάση (σελ. 94).

Η Γ.Μ. Παϊδούση, παρ΄ όλο που συμμετείχε ενεργά στην οργάνωση του ΕΑΜ και της ΕΠΟΝ, καταγράφει με εντυπωσιακή αντικειμενικότητα τις αρνητικές όψεις αυτής της παρουσίας- διαφοροποιώντας μάλιστα τους αντάρτες του Πάρνωνα («δάσκαλοι, φοιτητές και δημόσιοι υπάλληλοι») από τους αντάρτες της Κορινθίας, που «σχεδόν αγράμματοι και σχεδόν ακοινώνητοι» και δεν είχαν κερδίσει τη συμπάθεια του χωριού. Το κρίσιμο μάλιστα γεγονός, που άρχισε να κάνει την ατμόσφαιρα «αποπνικτική» ήταν το στρατόπεδο συγκέντρωσης που είχε οργανωθεί και λειτουργούσε στη Μικρή Σπηλιά, λίγο έξω από το χωριό. «Είχε γίνει κοινό και ανομολόγητο μυστικό πως γίνονταν εκτελέσεις κρατουμένων (…) κι εγώ ύστερα από κάποια τέτοια είδηση ένιωθα να απομακρύνομαι ψυχικά από την Οργάνωση» (σελ. 82-

83 και 102-103).

Και η καταιγίδα δεν άργησε να ξεσπάσει. Στο πλαίσιο εκτεταμένων εκκαθαριστικών επιχειρήσεων που άρχισαν στα μέσα Μαΐου, γερμανικά στρατεύματα, ενισχυμένα με Τάγματα Ασφαλείας από το Ναύπλιο και την Κόρινθο, εισέβαλαν τον Ιούνιο του 1944 στα Δίδυμα, συλλαμβάνοντας και δολοφονώντας τα πιο γνωστά μέλη του ΕΑΜ και του ΚΚΕ. Η συγγραφέας, που σώθηκε χάρη στον ερωτευμένο γκεσταπίτη (βλ. παραπλεύρως), χρόνια μετά έψαξε και έμαθε τα ονόματα εκείνων που έφεραν τους Γερμανούς στο χωριό. Αλλά και τους καταδότες που τους είχαν εφοδιάσει με ονομαστικές καταστάσεις, καθώς και εκείνους που επικροτούσαν λέγοντας: «Πόσοι είναι οι κομμουνιστές στο χωριό; Πενήντα, εξήντα; Να τους κρεμάσουν όλους να ησυχάσουμε»

Γιόνα Μικέ Παϊδούση

ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ

ΕΚΔ. ΒΙΒΛΙΟΡΑΜΑ 2008, ΣΕΛ. 336, ΤΙΜΗ: 17 ΕΥΡΩ

(σελ. 150). Και παραθέτει όλα αυτά τα ονόματα χωρίς φόβο και χωρίς πάθος.

Μετά την εκατόμβη που προκάλεσε η γερμανική εκκαθαριστική επιχείρηση, οι Εαμικές οργανώσεις δεν ανασυγκροτήθηκαν ποτέ. Άλλωστε, σύντομα οι Ταγματασφαλίτες πέρασαν στο μπράτσο τους το περιβραχιόνιο του ΕΔΕΣ (σελ. 197), και εξακολούθησαν να κυριαρχούν στην περιοχή.

Αντίστοιχη ήταν η κατάσταση και στη γειτονική Τροιζηνία. Και όταν εφτά Επονίτες- πέντε αγόρια και δυο κοπέλες- με επικεφαλής τον μεγαλύτερο αδελφό της συγγραφέως, φοιτητή της Νομικής, προσπάθησαν να ξαναστήσουν μια οργάνωση στο Κάτω Φανάρι, δολοφονήθηκαν άγρια στην πλατεία του χωριού και τα πτώματά τους πετάχτηκαν σ΄ έναν ασβεστόλακκο. «Στο χωριό λουφάξανε όλοι. Άλλοι από φόβο, άλλοι από ντροπή» (σελ. 335). Και η σιωπή αυτή κράτησε πάνω από εξήντα χρόνια. «Όσο υπήρχε ο ασβεστόλακκος σκέφτηκα να βάλω επάνω του μια πλάκα μ΄ έναν σταυρό. Με αποτρέψανε άνθρωποι που ήξεραν τα πράγματα από την περιοχή λέγοντάς μου ότι η πλάκα δεν θα έμενε για πολύ στη θέση της, θα την καταστρέφανε και θα την αφανίζανε» (σελ. 12).

Οι εμφύλιες συγκρούσεις στην Αργολίδα, κατά το τελευταίο έτος της Κατοχής, με την έκταση που πήραν και τη βιαιότητα που τις χαρακτήρισε, αποτελούν εμβληματικό σημείο αναφοράς στη σύγχρονη στρατευμένη δεξιά ιστοριογραφία. Είτε με τη θεωρητική κατασκευή που εμφανίζει τα Τάγματα Ασφαλείας ως θύματα της «κόκκινης τρομοκρατίας» (Στ. Καλύβας) είτε με τη λιγότερο απαιτητική λογοτεχνική εκφορά της (Στ. Περράκης). Το βιβλίο της Γ.Μ. Παϊδούση δεν έχει στόχο να αντιπαρατεθεί ευθέως σ΄ αυτή την «αναθεωρητική» προσέγγιση της Ιστορίας. Αποτελεί μια κατάθεση ψυχής στη μνήμη του αδελφού της και των υπόλοιπων συντρόφων της νιότης της που «ετελεύτησαν εν στόματι μαχαίρας», γιατί υπερασπίστηκαν δύσκολα ιδανικά σε εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες. Και αν στο πάθος που διατρέχει την εκφορά του λόγου της διακρίνονται έντονα τα σημάδια του τραύματος, πώς αλλιώς θα μπορούσε να σπάσει μια εξηντάχρονη σιωπή;