Αν υπήρχαν μνημεία από χαρτί –γιατί όχι; -, μόνο με τον τρόπο αυτόν θα μπορούσε να χαρακτηριστούν οι τρεις τόμοι με την ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη που εξέδωσαν οι εκδόσεις Μετρονόμος. Σε επανέκδοση, αφού είχαν από χρόνια εξαντληθεί, τη σημερινή όμως έκδοση, στα είκοσι επτά χρόνια από τον θάνατο του Λειβαδίτη, έστω κι αν αριθμεί 1.432 σελίδες, μπορείς να την παρομοιάσεις με το ευχαριστήριο μπιλιέτο που αισθάνεται την ανάγκη να στείλει ένας μέγιστος ποιητής σε μια άγνωστή του διεύθυνση και σε έναν άγνωστό του παραλήπτη.

Ευγνωμονώντας τον γιατί η παρουσία του, αν και μακρινή, του στάθηκε τόσο παρηγορητική όσο και αν τον συνέτρεχε ενεργητικά και καθημερινώς στις αγωνιώδεις νύχτες του και τις απαρηγόρητες μέρες του. Για να ανακαλύψει κανείς διαβάζοντάς τον πως ο ίδιος ο ποιητής έχει πάρει τη θέση του παρηγορητικού, μακρινού συνανθρώπου, έχοντας μεταβάλει σε ποιητές εμάς τους ίδιους, αφού διαβάζοντάς τον αισθανόμαστε την ανάγκη να αλλάξουμε τη ζωή μας.

Είναι ίσως το κυριότερο χαρακτηριστικό της ποίησης του Λειβαδίτη όσον αφορά τον αναγνώστη του. Οσο μεγαλειώδες κι αν είναι το αίσθημα, η απόκρημνη η κορυφή από όπου θεάται τον κόσμο, να μην είναι ο ποιητής που το ανακοινώνει στην ανθρωπότητα, ώστε σε περίπτωση που θα ήθελες να το οικειοποιηθείς να έπρεπε να λαχανιάσεις. Αντίθετα, να αισθάνεσαι πως δίχως τη συνδρομή σου ο ίδιος ο ποιητής θα ήταν πολύ πιο φτωχός σε αποκαλύψεις.

Αισθηματικό βάθος

Κανείς άλλος έλληνας ποιητής δεν εκμεταλλεύτηκε όσο ο Λειβαδίτης το χάρισμα της ελληνικής γλώσσας να δίνει ένα αδιάβλητο αισθηματικό βάθος στα πιο δυσπρόσιτα υπαρξιακά ερέβη, γλυκαίνοντάς τα. Με συνέπεια η Ιστορία, ο μακρόκοσμος, ο θάνατος να συνιστούν μεγέθη που να μπορεί ο καθένας να συνομιλήσει μαζί τους κι αντί να εκτρέφουν την παραίτηση ή την αυτοχειρία, να μεταβάλλονται σε προϋποθέσεις ενός επικείμενου θαύματος. Που ακόμη κι αν δεν συμβαίνει ποτέ, το γεγονός ότι το σκέφτηκες το μεταβάλλει σε μια πραγματικότητα που τη νοσταλγείς όπως αν την είχες βιώσει. Το γεγονός ότι μοιραζόμαστε όλοι μας τον φόβο του θανάτου σαν ένα μυστικό που δεν μπορεί να το εξηγήσει ο ένας στον άλλον μας μεταβάλλει σε μέλη μιας συνωμοτικής σπείρας, που κάνει να ωχριά απέναντί της κάθε άλλη αντίστοιχη οργάνωση, όσο εγκληματική κι αν είναι.

Ενώ συχνά πολλά ποιήματα του Τάσου Λειβαδίτη φαίνεται να επανέρχονται στο ίδιο μοτίβο, όπως είναι η συνοίκηση των ζωντανών με τους πεθαμένους, τα συγγενικά, οικεία πρόσωπα που η αναπόλησή τους πυκνώνει τον χρόνο της παιδικής ηλικίας, ώς το σημείο να δημιουργεί μια εμπράγματη –αν επιτρέπεται ο όρος –μεταφυσική, ή τέλος οι ιστορικές φυσιογνωμίες που συναλλάσσονται με ανώνυμα, καθημερινά πρόσωπα, μέσα στον χώρο μάλιστα ενός δωματίου, κανένα ποίημα δεν θα μπορούσε να κατηγορηθεί ότι αντιγράφει ένα άλλο. Αντίθετα, όσο και αν τα μοτίβα θα μπορούσαν να συναριθμηθούν σε τριάντα, σαράντα ή πενήντα, με τους σταθμούς, τα τρένα, τους έρημους δρόμους ή την πεθαμένη μητέρα να διεκδικούν ένα σεβαστό μερίδιο, ο φωτισμός τους γίνεται πάντα χάρη σε ένα αίσθημα που τα κάνει να εκφράζονται για πρώτη φορά, να μην τα έχεις άλλοτε καν υποψιαστεί.

Οπως ακριβώς με τις μεγάλες μετακινήσεις ή, μάλλον, τις μεγάλες διαδρομές που έχουν διανυθεί χάρη σε μια ανεπαίσθητη κίνηση ενός σώματος, με ενδεικτικό το ποίημα «Η περιπέτεια» από το βιβλίο «Βιολέτες για μια εποχή»: «Και θα μπορούσε κάποτε να γραφεί η συγκλονιστική περιπέτεια μιας γυναίκας που της έπεσε η βελόνα στο πάτωμα, εκείνη γονατίζει κι αρχίζει να ψάχνει, εκεί συναντάει την παλιά της ζωή: χαμένα όνειρα, σφάλματα, νεκροί, μα η βελόνα πρέπει να βρεθεί, το φόρεμα να παραδοθεί, ο Χριστός να σταυρωθεί, κι η γυναίκα ψάχνει, ψάχνει ώσπου ξαναβρίσκει τη βελόνα –σηκώνεται τότε, κάθεται στην καρέκλα εξαντλημένη και συνεχίζει να ράβει, ενώ κλαίει σιγανά γιατί κατάλαβε άξαφνα / πως γυρισμός δεν υπάρχει…». Αν ο Λειβαδίτης είναι ο μόνος έλληνας ποιητής που μετέβαλε την αισθηματική ηδυπάθεια της ελληνικής γλώσσας σε κανόνα της ποίησής του, είναι επίσης ο μόνος –εδώ μαζί με τον Μίλτο Σαχτούρη σε μια άλλης τάξεως και μεγέθους ποίηση –που λογάριασε και απαθανάτισε ως ιστορία της ανθρωπότητας –των ανθρώπων δηλαδή –το φευγαλέο, το στιγμιαίο, που οποιαδήποτε εικόνα και αν του αποσπάσεις αντανακλά μια κοσμογονία. Οπως ακριβώς γράφει στο ποίημα «Ο κήπος»: «»Εζησα θλιμμένα γιατί ο άκαρδος πατέρας μου δεν είχε ούτε στοργή, ούτε όνειρα», μου έλεγε η μακρινή θεία του κήπου. Κι αυτή θα ήταν όλη η ιστορία της αν ένα ανθισμένο κλαδί δεν άγγιζε τα γκρίζα μαλλιά της».

Η «αλλαγή»

Εχει γίνει αρκετός λόγος ώς σήμερα –όχι όμως όσο θα δικαιολογούνταν ή μάλλον θα επιβαλλόταν –για την «αλλαγή» του Λειβαδίτη που «επισημοποιείται» με το ποιητικό του βιβλίο «Νυχτερινός επισκέπτης», το εκδομένο στα 1972, και με όσα ακολούθησαν ώς τον θάνατό του μέσα σε δεκαέξι χρόνια, στα 1988 («Σκοτεινή πράξη», «Ο διάβολος με το κηροπήγιο», «Βιολί για μονόχειρα», «Ανακάλυψη», «Εγχειρίδιο αθανασίας», «Ο τυφλός με τον λύχνο», «Βιολέτες για μια εποχή», «Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα»). Το «Χειρόγραφα του φθινοπώρου», εκδομένο στα 1990, συνιστά μια μεταθανάτια έκδοση και ως ένας λόγος προφερμένος ενώ ζούσε ο ποιητής, χωρίς να τον έχει αγγίξει όμως στην ένσαρκη παρουσία του σε βιβλίο, αποκτά τον χαρακτήρα μιας υποθήκης: «Ω, που έζησα με την αλλόκοτη αίσθηση: ότι ξέχασα όλες τις αποσκευές μου σε ένα πλοίο / που ήδη σφύριξε και αναχωρεί…».

Οσοι λοιπόν μίλησαν για την «αλλαγή» του Λειβαδίτη, εννοώντας ότι, ενώ με τα πρώτα του βιβλία γνωρίσαμε έναν ακραιφνέστατο πολιτικό ποιητή, στη συνέχεια η ποίησή του ανέδωσε τον αυθεντικό τόνο μιας υπαρξιακής οιμωγής, υπέπεσαν σε ένα βαρύ, βαρύτατο σφάλμα. Δεν έχουμε μια αλλαγή, έχουμε μια συνέχεια, μια εξέλιξη που προϋποθέτει το απαρνημένο κομμάτι του εαυτού της, αφού ο γνήσιος και πολύ περισσότερο ο μεγάλος ποιητής εξελίσσεται αλλάζοντας και κάθε άλλο παρά προδίδοντας. Και για να μη φανεί ότι παίζουμε με τις λέξεις –τα πράγματα είναι εξόχως σοβαρά -, αισθανόμαστε ότι θα ήταν αδύνατο να έχει γραφεί το ποίημα «Νενικήκαμεν» –«Οραμα μεγάλο πάνω απ’ τους δρόμους, σα φύλλα του φθινοπώρου σκόρπιζαν οι ζητωκραυγές. / Η πόλη είχε χαθεί κάτω απ’ τα φώτα, τις σημαίες, τη βουή. / Γιορτάζαμε τη νίκη. / Ομως την ίδια ώρα κάποιος σηκώνεται μέσα στο σιωπηλό σπίτι, / δεν ανάβει το φως, ντύνεται και κάθεται στο σκοτάδι. / Κανείς δεν μπορεί να τον βοηθήσει» –αν δεν είχανε προηγηθεί οι στίχοι του στο βιβλίο τού 1953 «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου» –« Σαν μια αστραπή το αύριο αυλακώνει τις πρωτεύουσες / οι πολιτείες φαρδαίνουν σπρωγμένες απ’ τους αγκώνες του πλήθους / οι περαστικές σκιές πέφτουν τραχιές πάνω στα μέγαρα σαν αξίνες / αυτός ο θόρυβος είναι ο σφυγμός ενός πελώριου πυρετού / θα ‘λεγες πως το ίδιο το μέλλον βαδίζει σήμερα».
Γιάννης Ρίτσος

Συνοδοιπόροι και φίλοι

Μπορεί ο Τάσος Λειβαδίτης και ο Γιάννης Ρίτσος να «ευθύνονται» για μια πλειάδα ποιητών που παρέμειναν ανεξέλικτοι μέσα στη μεγαλοστομία ή η συνέχεια του Λειβαδίτη –για ένα χρονικό διάστημα τουλάχιστον –να έγινε πιο αποδεκτή σε σχέση με εκείνη του Ρίτσου, αφού δεν χρεώθηκε ποτέ στίχους όπως «Τα τανκς χορεύουν στην Κόκκινη Πλατεία», γεγονός πάντως παραμένει ένα: η εσωστρεφής τους περίοδος δεν θα αποκτούσε ποτέ έναν τόσο ευρύ και τόσο βαθύ ταυτόχρονα ορίζοντα, αν δεν είχε δοκιμαστεί στη «συκοφαντία» των λέξεων όπως την επεξεργάζονται οι δραματικές κοινωνικές συνθήκες. Με μια διαφορά ανάμεσά τους, αφού ο Τάσος Λειβαδίτης με τον Γιάννη Ρίτσο δεν υπήρξαν μόνο συνοδοιπόροι αλλά και φίλοι αγαπημένοι, «Τασούλης» και «Γιαννούλης» αλληλοαποκαλούνταν.

Ενώ στον Γιάννη Ρίτσο για την κατοχύρωση του ποιήματος σε γεγονός τού αρκούν μια ή δυο μόνο λέξεις για αφετηρία, στον Τάσο Λειβαδίτη είναι το αίσθημα που καταθέτει αμέσως τα διαπιστευτήριά του. Για παράδειγμα, στον Ρίτσο διαβάζουμε ως πρώτους στίχους: «Σώμα», «Τα μακριά δάχτυλα», «Αυτό το προάστιο», ενώ στον Λειβαδίτη «Το παντελόνι του το άφησε στα δόντια των σκυλιών» ή «Κάποτε θα ξανάρθω. Είμαι ο μόνος κληρονόμος».

Τάσος Λειβαδίτης

Ποίηση 1950-1966

Εκδ. Μετρονόμος

Σελ. 452

Τιμή: 25,44 ευρώ

Τάσος Λειβαδίτης

Ποίηση

1972-1977

Εκδ. Μετρονόμος

Σελ. 400

Τιμή: 25,44 ευρώ

Τάσος Λειβαδίτης

Ποίηση

1979-1990

Εκδ. Μετρονόμος

Σελ. 580

Τιμή: 25,44 ευρώ