Ενα από τα ανυπέρβλητα αριστουργήματα που ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει στην Πινακοθήκη της Βενετίας φέρει τον τίτλο «Δείπνο στο σπίτι του Λεβί». Η ιστορία του πίνακα είναι λίγο-πολύ γνωστή στους λάτρεις της κοινωνικής ιστορίας της Αναγέννησης: ο Βερονέζε, σημαντικός ζωγράφος του καιρού του, ολοκλήρωσε το 1573 έναν «Μυστικό Δείπνο», παραγγελία για τη βασιλική των Αγίων Ιωάννη και Παύλου στη Βενετία. Στον εντυπωσιακών διαστάσεων πίνακα ο Βερονέζε ενέταξε διάφορες μη αποδεκτές για τη θεολογία της εποχής μορφές, όπως παλιάτσοι, γερμανοί λογχοφόροι, μια μύτη που ματώνει, παπαγάλοι, σκύλοι και άλλες για τους σύγχρονούς του παραδοξότητες. Ο καλλιτέχνης σύντομα υποχρεώθηκε να απολογηθεί στην Ιερά Εξέταση για τις «βλάσφημες» επιλογές του, υποστηρίζοντας δημόσια με παρρησία ότι στους ζωγράφους δικαιούται να αναγνωριστεί η ίδια «αποκοτιά» που χαρακτηρίζει τους ποιητές και τους τρελούς.

Η περίπτωση ενός σημαντικού πίνακα που ο τίτλος του άλλαξε προς το πιο κοσμικό προκειμένου να μην αλλοιωθεί το εξωφρενικά προσβλητικό για την εκκλησιαστική εξουσία περιεχόμενό του, είναι μονάχα μια μικρή ψηφίδα στο παζλ αυτού που θα ονομάζαμε «ιστορία της λογοκρισίας». Μπορεί η περιπέτεια του Βερονέζε να φαντάζει σήμερα μια μακρινή ιστορία σκοταδισμού, δημιούργημα μιας εποχής που οι αξίες του Διαφωτισμού δεν είχαν ριζώσει επαρκώς στις δυτικές κοινωνίες, ας έχουμε ωστόσο κατά νου ότι η λογοκρισία είναι μια έννοια ρευστή, διαρκώς μεταβαλλόμενη, που έχει επομένως τη δική της ιστορικότητα, όπως άλλωστε και τα κοινωνικά όρια της ανοχής, τα οποία επίσης διαφέρουν ανά εποχή και ανά κοινωνία. Μπορεί, άραγε, να φανταστεί κανείς το εκπληκτικό χιούμορ του Αρκά που «δεν έχει τον Θεό του» στη σειρά «Η ζωή μετά» να φιλοξενείται στις σελίδες μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδας, λίγες μόλις δεκαετίες πριν, στην Ελλάδα της άκαμπτης ελληνοχριστιανικής ηθικής και του πνιγηρού συντηρητισμού;

Ξεβράζει συγκρούσεις

Η ιστορία της λογοκρισίας στην Ελλάδα είναι ένα ακόμη ερευνητικό πεδίο που δυστυχώς δεν έχει έως σήμερα αναπτυχθεί ικανοποιητικά. Πεδίο εξαιρετικά ενδιαφέρον, καθώς αποτελεί τη ρωγμή που ξεβράζει υπόγειες ή φανερές συγκρούσεις ανάμεσα στους υποστηρικτές της όποιας πολιτικής ορθότητας και σε εγχειρήματα που (ενίοτε πέρα από την πρόθεση των δημιουργών τους) προσλαμβάνονται ως υπερβολικά προκλητικά, «ατυχή», «βλάσφημα» ή απλώς «άβολα», τρολάροντας, για να χρησιμοποιήσουμε έναν όρο της διαδικτυακής μας πραγματικότητας, συχνά την ηθική της περίφημης κοινής γνώμης. Για το θέμα αυτό, ο αναγνώστης που ενδιαφέρεται, μπορεί να ανατρέξει σε τέσσερα σημαντικά βιβλία που εκδόθηκαν τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, αρχής γενομένης από το βιβλίο «Δικαίωμα στη βλασφημία» (Μαύρη Λίστα, 2000), το δοκίμιο «Τίποτα δεν είναι ιερό, όλα μπορούν να λεχθούν» του τρομερού παιδιού και εμβληματικού εκπροσώπου της γαλλικής αντικουλτούρας Ραούλ Βανεγκέμ (Σαββάλας, 2003), το συλλογικό «Οψεις λογοκρισίας στην Ελλάδα» (Νεφέλη – Platformes, 2008) και τέλος το τομίδιο με τίτλο «Ο Θεός δεν έχει ανάγκη εισαγγελέα. Εκκλησία, βλασφημία και Χρυσή Αυγή» (Νεφέλη, 2013). Τελευταία ψηφίδα της εκδοτικής σχετικά με τη λογοκρισία δραστηριότητας αποτελεί το βιβλίο «»Ολα μπορούν να λεχθούν» ή υπάρχουν «εκείνα που δεν λέγονται»;», έργο κι αυτό συλλογικό με τη φροντίδα και την επιστημονική επιμέλεια του Δημήτρη Χριστόπουλου, αντιπροέδρου της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ιδιαίτερα υποψιασμένος για να αντιληφθεί ότι η πύκνωση του ενδιαφέροντος για την ερευνητική αποτίμηση της λογοκρισίας στις διάφορες διαστάσεις της (νομικές, πολιτικές, ιστορικές, φιλοσοφικές κ.λπ.) δεν είναι άσχετη με την αύξηση των λογοκριτικών περιστατικών που έλαβε χώρα στην ελληνική κοινωνία τα τελευταία περίπου είκοσι χρόνια, περίοδο στη διάρκεια της οποίας τα γεγονότα δυστυχώς υπήρξαν και συνεχή και «πεισματάρικα».

Η κουβέντα δυσκολεύει

Μπορεί η κύρια εκδοχή των λογοκριτικών περιστατικών να αφορά, κατά βάση, ριζοσπαστικού και αμφισβητησιακού περιεχομένου εικαστικά, συγγραφικά ή εν γένει καλλιτεχνικά εγχειρήματα, ωστόσο η κουβέντα δυσκολεύει εμφανώς όταν η κριτική δεν υπονομεύει μια κατά τεκμήριο αυταρχική εξουσία αλλά στρέφεται ενάντια σε πυλώνες του συλλογικού συναισθήματος, όπως αυτό ορίζεται από τις ντιρκεμιανές αναλύσεις, ή ακόμη ακόμη και ενάντια σε θεμελιώδεις αξίες του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Στη Γαλλία λ.χ. οι ρατσιστικές ιδέες και ο αντισημιτισμός απαγορεύονται διά νόμου, στην Ελλάδα απέναντι στη Χρυσή Αυγή έχει συσταθεί ένα άτυπο μπλοκ αποκλεισμού της από τα επίσημα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Συνιστά κάτι τέτοιο μια κάποια μορφή λογοκρισίας και πόσο τελεσφορούν τέτοιες μέθοδοι; Μήπως έχει δίκιο ο Ραούλ Βανεγκέμ όταν υποστηρίζει πως ακόμη και οι πιο επικίνδυνες απόψεις δεν πρέπει να απαγορεύονται, δεδομένου ότι έτσι κι αλλιώς «οι μοχθηρές σκέψεις θα πεθάνουν από το ίδιο τους το δηλητήριο»; Δύσκολα, αναμφίβολα, τα ερωτήματα. Ας επισημάνουμε απλώς, ιστορικά σκεπτόμενοι, ότι και στη βεβαιότητα της νεωτερικής εποχής ένα εγχείρημα που υποκινούσε την κρατική βία ή τη θρησκοληψία ήταν πιθανό ότι θα συναντούσε τη συμπάθεια της κοινής γνώμης ή τουλάχιστον του πιο ανεκτικού και φωτισμένου τμήματός της, αντίθετα με μια κριτική που ερχόταν σε σύγκρουση με κυρίαρχες κοινωνικές αξίες και προκαλούσε, τουλάχιστον, αμηχανία. Η «Εγκατάσταση» της Μαρίας Καραβέλα το 1971 υπήρξε μια σαφής κραυγή ενάντια στο αυταρχικό δικτατορικό καθεστώς και εκλήφθηκε ακριβώς ως τέτοια, ενώ περίπου την ίδια περίοδο η εικονοκλαστική απεικόνιση του Αρη Βελουχιώτη από τον Τέο Ρόμβο με γυναικεία εσώρουχα και ζαρτιέρες στο περιοδικό «Ροές» δεν φαίνεται να είχε την ίδια τύχη, παρότι συνιστούσε μια πραγματικά θαρραλέα κριτική ενάντια στην κουλτούρα της ανδροπρέπειας που χαρακτήριζε την ελληνική Αριστερά.

Είκοσι δύο μελέτες

Αυτή ακριβώς η πολυπλοκότητα των περιστατικών που χαρακτηρίζουν εν πολλοίς τα σύγχρονα λογοκριτικά περιστατικά, αποτελεί βασικό συνεκτικό στοιχείο των αναλύσεων που απαρτίζουν το πολύ ωραίο βιβλίο «»Ολα μπορούν να λεχθούν» ή υπάρχουν «εκείνα που δεν λέγονται»;» των εκδόσεων Βιβλιόραμα (ο τίτλος είναι μια πολύ έξυπνη αναφορά σε δύο διαφορετικές, ας τις πούμε, σχετικές τοποθετήσεις: η πρώτη παραπέμπει στο προαναφερθέν βιβλίο του Ραούλ Βανεγκέμ και η δεύτερη στο γνωστό λαϊκό τραγούδι που ερμήνευσε το 1974 η Λίτσα Διαμάντη, σε μουσική και στίχους του Ακη Πάνου). Είκοσι δύο μελέτες που γράφτηκαν από επιφανείς εκπροσώπους της ελληνικής διανόησης με αφορμή τη δολοφονία δώδεκα ανθρώπων στα γραφεία του περιοδικού «Charlie Hebdo» τον Ιανουάριο του 2015, συνοψίζουν ουσιωδώς (και κάποιες φορές, έχει ενδιαφέρον, με αποκλίνουσες θέσεις) τις πλείστες πτυχές του σοκαριστικού αυτού γεγονότος, προσεγγίζοντας μεταξύ άλλων το πολύ κρίσιμο και αναμφίβολα δύσκολο ερώτημα που πολύ σωστά επιλέχτηκε για τον τίτλο της συλλογικής αυτής προσπάθειας: υπάρχουν όρια στη δημόσια έκφραση; Εχει το δικαίωμα η τελευταία να προσβάλλει τα πιστεύω και τις πολιτισμικές ιδιαιτερότητες μιας εθνικής, θρησκευτικής ή άλλης συλλογικότητας, ακόμη και να πριονίζει τα θεμέλια της δημοκρατίας; Η δολοφονική επίθεση στην καρδιά του Παρισιού, της μητρόπολης του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, κοιτίδας συν τοις άλλοις της laicité και της σύγχρονης πολυπολιτισμικότητας, υπήρξε αναμφίβολα ένα τεράστιο σοκ, το οποίο πυροδότησε σχετικά ερωτήματα, δεδομένου ότι ο αυτονόητος αποτροπιασμός συνοδεύτηκε από έναν υπόγειο προβληματισμό ή και από αστερίσκους ακόμη, σχετικά με τις γενεσιουργούς αιτίες που όπλισαν τα χέρια των δραστών.

Ο Κώστας Κατσάπης (katsapius@gmail.com) είναι ιστορικός στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

Ερωτήματα

Κενό γράμμα;

Το περιοδικό για κάποιους αναλυτές «το είχε παρακάνει», οι σελίδες του τα τελευταία χρόνια φλέρταραν ανοικτά με την ισλαμοφοβία, το χιούμορ του στόχευε συχνά-πυκνά πλέον σε «εύκολα» θύματα. Για άλλους, η βιαιότητα του αποικιακού παρελθόντος και ο αποκλεισμός των μουσουλμάνων μεταναστών δεύτερης και τρίτης γενιάς στα παρισινά προάστια προβλήθηκαν ως λόγοι που μπορούσαν να εξηγήσουν (όχι να δικαιολογήσουν βέβαια) τη μανία των δραστών. Στον αντίποδα αυτής της προσπάθειας κατανόησης των, ας τις χαρακτηρίσουμε, «κοινωνικών προϋποθέσεων» της τυφλής βίας, μια στοίχιση κάτω από το, δίχως άλλο, συγκινητικό σύνθημα «Είμαι (κι εγώ) Charlie» πολιτικών, οι οποίοι βέβαια στις χώρες τους δεν έχουν κανένα πρόβλημα να πνίξουν το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης, συντασσόμενοι με κάθε λογής εκπροσώπους της θρησκοληψίας και του μισαλλόδοξου φανατισμού. Εν τέλει, όλα μπορούν να ειπωθούν ή μήπως είχε δίκιο ο αξεπέραστος λαϊκός συνθέτης; Και αν όχι, πού βρίσκεται η κόκκινη γραμμή; Για όλα αυτά τα επίκαιρα και πολύ σοβαρά ζητήματα, τις παραδοξότητες και τις αντιφάσεις τους, ο ανυπόμονος αναγνώστης ίσως απογοητευτεί, καθώς δεν πρόκειται να βρει μια προκάτ απάντηση στις σελίδες του βιβλίου, κάτι που σίγουρα συγκαταλέγεται στα πολύ θετικά του στοιχεία. Αντιθέτως, θα αναπτύξει έναν δικό του γόνιμο προβληματισμό γύρω από ένα τραγικό γεγονός το οποίο υπήρξε, όπως επισημαίνει εύστοχα στο κείμενό του ο Δημήτρης Χριστόπουλος, ένας πραγματικός «κόλαφος στη νεωτερικότητα» και τις βεβαιότητές της. Ας ελπίζουμε ότι οι αξίες της τελευταίας και η επίκλησή τους δεν έχουν καταστεί γράμμα κενό περιεχομένου, όπως πιθανόν υπονοεί ο πάντοτε εύστοχος Αρκάς στο βιβλίο του «Η ζωή μετά», πλάθοντας την παρακάτω φανταστική στιχομυθία ανάμεσα στον «νεκρό» Ντεκάρτ και στον άγγελο Κυρίου: «Σκέφτομαι, άρα υπάρχω» διαμηνύει ο Ντεκάρτ αναφερόμενος στη γνωστή ρήση του –λογότυπο της ευρωπαϊκής σκέψης. Και τότε ο άγγελος τον χτυπάει με συγκατάβαση στην πλάτη και του απαντά: «Δεν υπάρχεις, αλλά μην το σκέφτεσαι». Να ‘ναι άραγε έτσι;

Το Παρίσι και η επικαιρότητα

Επί του πιεστηρίου, που λένε. Τα τραγικά γεγονότα της 13ης Νοεμβρίου έλαβαν χώρα ελάχιστες ώρες αφότου ολοκληρώθηκε η συγγραφή αυτού του κειμένου. Τα όσα ασύλληπτα έγιναν στη γαλλική πρωτεύουσα καθιστούν το βιβλίο, νομίζω, ακόμη πιο επίκαιρο και χρήσιμο για όποιον επιθυμεί να κατανοήσει την ωμή, τυφλή και εν τέλει απάνθρωπη βία. Εάν αυτό (και όσο) είναι εφικτό, ιδίως τέτοιες στιγμές.

«Ολα μπορούννα λεχθούν»ή υπάρχουν «εκείνα που δεν λέγονται»;

Επιμ: Δημήτρης Χριστόπουλος

Εκδ. Βιβλιόραμα 2015, Σελ. 190

Τιμή:

12,80 ευρώ