Γαλλία, έτος 2022 μ.Χ., επτά χρόνια μετά το πρόσφατο τραγικό μακελειό. Η χώρα μοιάζει αποδυναμωμένη και αμήχανη ενώ η ένοπλη βία έχει γίνει δομική και στα ΜΜΕ κυριαρχεί μια συνωμοσία σιωπής. Ο Ολάντ απέρχεται από τον προεδρικό θώκο έπειτα από δεκαετή θητεία και στις εκλογές κυριαρχεί το Εθνικό Μέτωπο της Μαρίν Λεπέν με ποσοστό που δεν της δίνει ωστόσο την προεδρία. Η αμφίθυμη δημοκρατική Δεξιά βρίσκεται καθημαγμένη κοντά στο 10%, το Σοσιαλιστικό Κόμμα καθηλώνεται λίγο πάνω από το 20% και ως μπαλαντέρ, εντελώς αιφνιδιαστικά, εμφανίζεται το Κόμμα των Αδελφών Μουσουλμάνων που μπαίνει στον δεύτερο γύρο ξεπερνώντας στο νήμα τους Σοσιαλιστές. Πρόκειται για έναν μετριοπαθή σχηματισμό που έχει αποκηρύξει πλέον τον σαλαφισμό και την τζιχάντ, ασπάζεται την ευρωπαϊκή τάξη πραγμάτων, αποποιείται τον ρατσισμό, θέτει την οικονομία σε δεύτερη μοίρα δεχόμενος τη νομοτελειακή κυριαρχία της αγοράς, έχει ανοίξει διάλογο τόσο με την Καθολική Εκκλησία όσο και με τον Εβραϊσμό και χρηματοδοτείται αδρά από τη Σαουδική Αραβία. Πρόεδρός του, ο Μoχάμεντ Μπεν Αμπές, ένας τυνησιακής καταγωγής γάλλος πολίτης δεύτερης γενιάς, που θυμίζει παντοπώλη από αραβικό σουκ –παμπόνηρος, νουνεχής και καθησυχαστικός. Παρά το ότι η Λεπέν είναι περισσότερο μετριοπαθής από ό,τι στο παρελθόν, τόσο η Δεξιά όσο και η Αριστερά αποφασίζουν να στηρίξουν στον δεύτερο γύρο τον Μπεν Αμπές παρά τις πολιτισμικού τύπου επιφυλάξεις τους. Οι μεν αναγνωρίζουν εν πολλοίς τον εαυτό τους στο συντηρητικό μήνυμα του Ισλάμ, στην ανόρθωση της οικογένειας, στην επιστροφή της γυναίκας στην οικογενειακή εστία ώστε να απελευθερωθούν θέσεις εργασίας για τους άνδρες, στον περιορισμό της ερωτικής ασυδοσίας, στη δημογραφική ανάκαμψη, στην υποταγή στην έννοια της θεότητας και συνεπώς στην επιστροφή σε άνωθεν εκπορευόμενες ηθικές αξίες. Οι άλλοι, οι Αριστεροί, αποδεδειγμένα χωρίς δυνατότητα άσκησης οποιασδήποτε αριστερής πολιτικής, είναι παγιδευμένοι στο διαπολιτισμικό τους μήνυμα, την ανεκτικότητα, τον παρωχημένο ασαφή ανθρωπισμό και την παρωχημένη τριτοκοσμική τους ατζέντα.

Ετσι, δίνοντας οριστικό τέλος στο παιχνίδι Αριστεράς – Δεξιάς που είχε δομήσει την πολιτική σκηνή από τον αιώνα τουλάχιστον του Διαφωτισμού, στηρίζουν από κοινού τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, που κερδίζουν τις εκλογές. Οι θριαμβευτές, μοιράζοντας αφειδώς υπουργεία και κρατώντας δι’ εαυτούς μόνο τον τομέα της Παιδείας –αφού εκεί καθορίζεται το μέλλον -, καταφέρνουν σε χρόνο ρεκόρ, με απολύτως ειρηνικά μέσα, να περιορίσουν την εγκληματικότητα, να παροπλίσουν ιδεολογικά τόσο τον τζιχαντισμό όσο και τον ταυτοτισμό της Ακρας Δεξιάς, να διαλύσουν τις εστίες βίας στα προάστια, να χτυπήσουν την ανεργία, να προσελκύσουν άφθονα πετροδολάρια και να επεκτείνουν τη ζώνη επιρροής της Γαλλίας –και κατ’ επέκταση της κουρασμένης υπέργηρης Ευρώπης –προς τον Νότο, τη Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή. Ο υπερφιλόδοξος Μπεν Αμπές δεν στοχεύει σε τίποτε λιγότερο από την ανασύσταση ενός πολυθρησκευτικού ιμπέριουμ που θα θυμίζει Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.

Αυτό είναι το πολιτικό πλαίσιο αλλά και η κεντρική αφηγηματική γραμμή του τελευταίου δυστοπικού βιβλίου του Μισέλ Ουελμπέκ και προτού φωνάξετε επηρεασμένοι και από τα πρόσφατα γεγονότα στο Παρίσι, μα τι αντιδραστικές απιθανότητες είναι αυτές, διαβάστε το. Ετσι κι αλλιώς πρόκειται για προφητεία και οι προφητείες, όπως έχω ξαναπεί, καλούν την κοινωνία σε αυτοδιάψευσή τους. Αλλωστε αυτό που προέχει εδώ είναι το διανοητικό παιχνίδι που μας προτείνεται με βάση τα υπάρχοντα δεδομένα και αυτά δεν είναι άλλα από τη διάχυτη αμηχανία μπρος στις μεταναστευτικές εισροές, την αστική βία, το στρεβλωμένο πολιτικό – μιντιακό παιχνίδι που ομνύει στις δημοκρατικές αρχές, την αποπνευματοποίηση, τον χυδαίο υλισμό/καταναλωτισμό, την κατάρρευση του κράτους πρόνοιας, τη διάλυση των κοινωνικών πυρήνων. Λίγοι θα διαφωνούσαν στις πιο πάνω διαπιστώσεις και όμως οι ιδέες για έξοδο από την κρίση (την ευρωπαϊκή, την ελληνική, διαλέγετε και παίρνετε) είναι απελπιστικά φτωχές, ανειλικρινείς και αδιέξοδες. Η έννοια της προόδου, λέει ο Ουελμπέκ, κείται θρυμματισμένη στο έδαφος, ο Διαφωτισμός και ο ορθολογισμός εξέπνευσαν, η βία θριαμβεύει παντού και η δυτική κοινωνία συρρικνώνεται δημογραφικά. Και χρησιμοποιώντας τον συνήθη του συγγραφικό δόλο καταλήγει να διερωτηθεί: μήπως λοιπόν φθάνει η ώρα του Ισλάμ;

Tαλαίπωρος ανθρωπάκος

Εχουμε μπροστά μας ένα δύσκολο βιβλίο που κάθε σελίδα του θα γεννήσει μια αντίδραση, έναν καγχασμό, ένα λυτρωτικό γέλιο, μια επίσκεψη στη βιβλιοθήκη μας για να αναζητήσουμε κάτι, μια διανοητική ή σωματική φαγούρα. Ο κεντρικός ήρωας και αφηγητής είναι ο συνήθης μέσος ταλαίπωρος ανθρωπάκος του Ουελμπέκ. Διδάσκων στη Σορβόννη, είναι πετυχημένος μελετητής του Ζορίς Καρλ Ουισμάνς –νατουραλιστή και συμβολιστή συγγραφέα του ύστερου 19ου αιώνα που μεταστράφηκε στον καθολικισμό –με τον οποίο και συνομιλεί σε όλη την έκταση του βιβλίου πιστεύοντας ότι μόνο διά της λογοτεχνίας μπορεί να υπάρξει επαφή με το πνεύμα κάποιου άλλου. Ζει μόνος, χωρίς φίλους, με περιοδικές ερωμένες που αντλεί από τον χώρο των φοιτητριών του και οι οποίες, όλες απαρεγκλίτως, τον εγκαταλείπουν στη διάρκεια των καλοκαιρινών διακοπών με μια πανομοιότυπη επιστολή που περικλείει τη φράση «λυπάμαι αλλά γνώρισα κάποιον». Ο Φρανσουά δεν κατανοεί την τάση των νέων για πλουτισμό με κάθε μέσον, ούτε το γιατί ο πολιτικός και πολιτισμικός διάλογος έχει καταντήσει τόσο ρηχός. Δεν κατανοεί την απίστευτη γραφειοκρατία (τη «διοικητική απειλή» που στοιχειώνει τις ζωές μας). Καταφεύγει ενίοτε σε σάιτ συνοδών, τρώγει μόνος τα αποψυγμένα ετοιματζίδικα γεύματά του, παρακολουθεί τις πολιτικές συζητήσεις στην τηλεόραση περισσότερο από συνήθεια και αναρωτιέται τι πήγε στραβά μ’ αυτόν τον δυτικό πολιτισμό, ρίχνοντας την κύρια ευθύνη στην πολιτισμική κόπωση, την αξιακή σχετικοποίηση, τη χωρίς όρια ελευθερία και στο πρακτικό επίπεδο, τη διάλυση της οικογένειας. Ο τελευταίος του έρωτας, η Εβραία Μυριάμ, που επιμένει σώνει και καλά να τον σώσει, μεταναστεύει στο Ισραήλ με την οικογένειά της υπό την απειλή της μουσουλμανικής ανόδου και αργότερα τον χωρίζει οριστικά. Ο Φρανσουά ξεσπά σε κλάματα όταν η μοναξιά γίνεται αφόρητη, αρχίζει να εξετάζει το ενδεχόμενο της αυτοκτονίας, αποδρά από το Παρίσι και καταφεύγει (σε δύο διαφορετικά σημεία του βιβλίου) σε θρησκευτικούς τόπους μήπως και λυτρωθεί, όπως ακριβώς είχε κάνει και ο μέντοράς του Ουισμάνς: στη Ροκαμαντούρ, όπου και το άγαλμα της Μαύρης Παρθένου, και στο Λιγκιζέ, σ’ ένα μοναστικό τάγμα σιωπής. Πουθενά δεν θα βρει τη φώτιση ή έστω την ανακούφιση, υπερφορτωμένος καθώς είναι με άφθονη παιδεία και διαλεκτική σκέψη. Οι μυστικιστικές εμπειρίες δεν είναι γι’ αυτόν –ακόμη και ο θάνατος των χωρισμένων γονιών του που έχει να τους δει μια δεκαετία δεν τον αγγίζει. Οταν επιστρέφει κάποτε στο Παρίσι, βρίσκει μια επιστολή πλουσιοπάροχης συνταξιοδότησής του από τον νέο πρύτανη της ήδη εξισλαμισθείσας Σορβόννης, την ίδια στιγμή που στους δρόμους και στα εμπορικά κέντρα, λίγο – πολύ αυθορμήτως, οι πάντες ακολουθούν τους νέους ενδυματολογικούς, συμπεριφορικούς και διατροφικούς κώδικες, σαν για να στρέψουν την πλάτη στο αγχωτικό σεξουαλικό και καταναλωτικό παζάρι που ο Ουελμπέκ τόσο ανατριχιαστικά περιγράφει στα βιβλία του.

O εξισλαμισμός προχωρεί

Παράλληλα με όλα τούτα, μαθαίνουμε ότι μουσουλμανικά κόμματα συγκυβερνούν σχεδόν παντού στην Ευρώπη και εν μέσω μιας περίεργα παθητικής διαδικασίας ο εξισλαμισμός προχωρεί. Αντιδράσεις –συνδικαλιστικές, κινηματικές ή άλλες -, δεν υπάρχουν προς το παρόν, οι Κροίσοι του Κόλπου αγοράζουν τα πάντα και το υπόρρητο γεωπολιτικό σχέδιο του Μοχάμεντ Μπεν Αμπές για μια μεγάλη ευρω-ισλαμική Αυτοκρατορία καλά κρατεί. Το πρώην υπερχρεωμένο κράτος ανθεί οικονομικά, καθώς οι κοινωνικές δαπάνες έχουν μειωθεί δραστικά με το κόστος περίθαλψης, φροντίδας των παιδιών, υγείας κ.λπ. να το έχουν αναλάβει οι ίδιες οι οικογένειες, πολυγαμικές πλέον σε μεγάλο βαθμό. Η συνάντηση του Φρανσουά με τον νέο πρόεδρο του πανεπιστημίου, έναν αθλητικό τύπο, πρώην ακτιβιστή της Ακρας Δεξιάς που έχει ασπασθεί το Ισλάμ γράφοντας εκλαϊκευτικά βιβλία για την πίστη, θα οδηγήσει σταδιακά στη μεταστροφή του, όσο σοκαριστικό κι αν μοιάζει το Ισλάμ σε έναν άνθρωπο της παιδείας του. Αυτός ο τύπος λοιπόν που ζει με στυλ και άφθονα χρήματα, του κάνει μια επίδειξη των πλεονεκτημάτων της κατάστασής του με επιχειρήματα γεμάτα σοφιστείες και απλοϊκές θεολογικές ή νεοδαρβινικές αναφορές: Το Σύμπαν είναι απέραντο, άρα υπάρχει Θεός. Το Ισλάμ αποδέχεται τον κόσμο όπως είναι και δεν θέλει να τον αλλάξει. Το Ισλάμ είναι κατά βάθος ειρηνικό. Ο εκκοσμικισμός της Δύσης πνέει τα λοίσθια. Ο ίδιος ο Δαρβίνος με τη θεωρία του περί φυσικής επιλογής θα προήγε την ανδρική πολυγαμία καθώς μόνο οι πλούσιοι μπορούν να συντηρήσουν πολλές γυναίκες και οι πλούσιοι είναι, ως γνωστόν, οι κατ’ εξοχήν ικανότεροι. Η επιστήμη δεν αντιφάσκει με τη θρησκεία. Και ούτω καθεξής, μέχρι ο Φρανσουά να κλονισθεί, αργοπίνοντας ένα εξαίσιο μερσό και μπανίζοντας τη δεκαπεντάχρονη τρίτη σύζυγο του προέδρου του να τους υπηρετεί σερβίροντας θαυμάσιους μεζέδες.

Ετσι ο μοναχικός, αποθαρρημένος, απελπισμένος και απαξιωμένος ήρωάς μας θα βαδίσει αργά αλλά σταθερά τον δρόμο προς τη Μέκκα. Θα βαπτισθεί στο μεγάλο τζαμί του Παρισιού, θα επαναπροσληφθεί στο πανεπιστήμιο, θα αναλάβει να διευθύνει ένα μεγάλο πνευματικό εγχείρημα με επανέκδοση του έργου του Ουισμάνς. Τώρα πια ονειρεύεται μια ζωή γεμάτη ευλάβεια και υποταγή (η αποκορύφωση της ανθρώπινης ευτυχίας). Απαρνείται την ελευθερία την οποία αναγνωρίζει ως πηγή δυστυχίας. Και προσβλέπει –αν και άτονα, χωρίς πολύ ενθουσιασμό –σε μια νέα ζωή, με τις νόμιμες τέσσερις συζύγους τις οποίες θα του βρουν προξενήτρες (ο σοφότερος θεσμός, μιας και η ελευθερία επιλογής έχει δείξει τα όριά της), οι οποίες θα τον υπηρετούν ποικιλοτρόπως κάθε βράδυ στο πλαίσιο της οικογενειακής εστίας.
Παραδοχές

Ηρωάς του ο απελπισμένος δυτικός άνθρωπος

Το βιβλίο καλύπτει την μακροπερίοδη ιστορία, όπως πάντα σχεδόν στον Ουελμπέκ. Μπορεί να διαβαστεί σαν μελλοντολογική παρωδία, σαν απλή διανοητική πρόκληση, σαν χάραξη μιας ορατής δυστοπίας, ακόμη και σαν ευφάνταστο πολιτικό θρίλερ. Κατά τη συνήθη συγγραφική τακτική του, ο Ουελμπέκ έχει στόχο να προκαλέσει (και το δηλώνει ρητά υπό το προσωπείο του Ουισμάνς). Οι ήρωές του είναι με μονότονη επαναληπτικότητα ο ίδιος απελπισμένος άνθρωπος σε αναζήτηση αγάπης και στοργής. Η ευφυΐα και ευρυμάθειά του υπήρξαν ανέκαθεν καταφανείς, ο σαρκασμός του ανελέητος, αλλά είναι η προσωπική και υπαρξιακή μοναξιά που δίνει τον τόνο. Οι παραδοχές πάνω στις οποίες δομείται η ελάχιστη δράση είναι γενικά αξιόπιστες, αν και η αναίμακτη επικράτηση του Ισλάμ δεν πείθει ιδιαίτερα. Πολλά σημεία είναι ανεπεξέργαστα (φέρ’ ειπείν, θα δεχθούν τόσο εύκολα οι αποκαμωμένες ευρωπαίες γυναίκες να πάνε σπίτι τους; Μπορεί το Ισλάμ να αποδειχθεί τόσο σοφά ειρηνικό αποδεχόμενο ταυτόχρονα τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και περιθωριοποιώντας τους τζιχαντιστές; Θα εκχωρήσουν τόσο εύκολα οι ευρωπαίοι πολίτες τις ελευθερίες τους;), ωστόσο η γενική αίσθηση της κοινωνικής αποτυχίας που αποπνέει το βιβλίο θα μας αγγίξει, ειδικά εδώ στην Ελλάδα. Η ταύτιση Δεξιάς – Αριστεράς είναι δοσμένη με ανατριχιαστική ευγλωττία και το κοινωνικό περίγραμμα που κατασκευάζει διαθέτει έξοχες αιχμές και άφθονο χιούμορ το οποίο πάντως συχνά εκτρέπεται σε σκανταλιάρικες άνευ λόγου χυδαιότητες.

Ας θυμηθούμε ότι η κυκλοφορία τηςΥποταγήςστη Γαλλία συνέπεσε με τη δολοφονική επίθεση από γαλλοθρεμμένους μουσουλμάνους στο περιοδικό «Σαρλί Εμπντό» και τον θάνατο μεταξύ άλλων του Μπερνάρ Μαρί (συγγραφέα του ευφυούςΟΟυελμπέκ Οικονομολόγος, ΕΣΤΙΑ). Γεγονός που –μετά και τα πρόσφατα τραγικά γεγονότα που συνέπεσαν σημαδιακά με την έκδοση του βιβλίου στην Ελλάδα –αποδυναμώνει το επιχείρημα περί σώφρονος Ισλάμ, αναστρέφει τη σπενγκλεριανής έμπνευσης αντιδυτική διάθεση και μας καλεί επειγόντως σε μια επανεφεύρεση του ευρωπαϊκού ορθολογισμού και ανθρωπισμού πριν αποδειχθεί πως είναι πολύ αργά. Πριν δηλαδή η υποταγή υλοποιηθεί. Σε ό,τι αφορά αυτό το τελευταίο, το βιβλίο τα έχει καταφέρει έστω και διά της τεθλασμένης. Το Ισλάμ δεν διαλύεται στο νερό σαν τη ζάχαρη. Και ο όποιος Θεός θα παραμείνει τόσο απόμακρος όσο ήταν ανέκαθεν.

Michel Houellebecq

Υποταγή

Mτφ. Λίνα Σιπητάνου

Εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας 2015, Σελ. 312

Τιμή: 17 ευρώ