Πάντα ψυλλιαζόμουν το υψηλόφωνο σκεπτικό της επιτροπής Νομπέλ που κάθε χρόνο κάτι πομπώδες ή ακατανόητο βρίσκει να πει για τις επιλογές της. Στην περίπτωση Μοντιανό, ωστόσο, «η τέχνη της μνήμης» που επικαλούνται οι σοφοί της Στοκχόλμης έχει κυριολεκτική σημασία. Αν και η λογοτεχνία στο σύνολό της ασχολείται εν πολλοίς με τη μνήμη, αν και, ως καταστατική αρχή, ο αφηγητής κάτι θυμάται ή ανακαλεί σε κάθε σχεδόν βιβλίο που έχουμε πιάσει στα χέρια μας (ακόμη κι αν αυτό δεν αναφέρεται ρητά), στην περίπτωση Μοντιανό η μνήμη γίνεται το πρωταρχικό προς πραγμάτευση ζήτημα. Με άλλα λόγια, ο πραγματικός ήρωας της αφήγησης δεν είναι ο κάθε φορά πρωταγωνιστής ή αφηγητής αλλά η μνήμη του, ένα σκόρπιο παζλ εντυπώσεων, σκιωδών αναμνήσεων, αναδυόμενων τραυμάτων, θαμμένων αισθημάτων κ.λπ. που στο τέλος του καθενός από τις τρεις δωδεκάδες βιβλίων του μένει ασυμπλήρωτο, εκκρεμές και αντιφατικό όπως περίπου και οι αναμνήσεις του καθενός μας (η προσωπική μας ιστορία). Μάλιστα, στην περίπτωση Μοντιανό το υλικό που ανασκάπτεται συστηματικά είναι εντελώς προσωπικό. Η Κατοχή και οι απόηχοί της ώς τον Πόλεμο της Αλγερίας και τον Μάη του ’68, η εμπλοκή του εβραϊκής καταγωγής πατέρα του με την Γκεστάπο, η αρχετυπική σκηνογραφία του Παρισιού που θυμίζει νουβέλ βαγκ, εν τέλει η ίδια η ταυτότητά του.

Ταυτότητα

Το παρόν τελευταίο βιβλίο του που εκδόθηκε μόλις πέρυσι –χρονιά που του απονεμήθηκε το Νομπέλ –είναι χαρακτηριστικό για τις πιο πάνω σκέψεις. Ενα καλοκαιριάτικο απομεσήμερο, ο μονήρης ηλικιωμένος συγγραφέας Ζαν Νταραγκάν, αποκοιμισμένος στον καναπέ του, ξυπνά από το κουδούνισμα του τηλεφώνου. Εκπληκτος ακούει έναν άγνωστο να του λέει ότι βρήκε τη χαμένη του ατζέντα και θέλει να του την παραδώσει. Λίγο απρόθυμα –μια και η ατζέντα δεν περιέχει ενεργούς φίλους ή χρήσιμες πληροφορίες –ο Νταραγκάν θα δεχτεί να τον συναντήσει μαζί με τη σύντροφό του. Αποδεικνύεται ότι ο άγνωστος θέλει να τον ανακρίνει για κάποιο όνομα που περιέχεται στην ατζέντα, για το οποίο ο Νταραγκάν δεν θυμάται τίποτα. Αργότερα θα συναντήσει την κοπέλα που θα του παραδώσει φωτοτυπημένες σελίδες από το πρώτο του ξεχασμένο πια βιβλίο, τη φωτογραφία ενός παιδιού (που είναι ο ίδιος ο Νταραγκάν) και σειρά σημειώσεων που οδηγούν μεταξύ άλλων σε κάποιο έγκλημα στον υπόκοσμο του Παρισιού και που αρχίζουν να δημιουργούν ρωγμές στη μνήμη του ήρωά μας. Ώς εδώ η ατμόσφαιρα είναι μυστηριώδης, περίπου νουάρ, και ο Μοντιανό μοιάζει να μας προετοιμάζει για το κυρίως μενού του βιβλίου με αποκαλύψεις για την ταυτότητα των αγνώστων, για τα κίνητρά τους και για πιθανή εμπλοκή του Νταραγκάν σε σκοτεινές ιστορίες του παρελθόντος.

Καταβύθιση

Ομως όχι. Οι άγνωστοι θα εξαφανιστούν ως διά μαγείας από τις σελίδες και δεν θα επανεμφανιστούν ποτέ. Ολο αυτό το ανέμελα δομημένο πρώτο μέρος του βιβλίου απλώς θέλει να φτιάξει, λίγο χονδροειδώς, τους όρους και τις προϋποθέσεις για την καταβύθιση του Νταραγκάν στις απωθημένες, τραυματικές μνήμες των παιδικών του χρόνων, που καταλαμβάνουν και τον κύριο όγκο του βιβλίου. Εδώ ο Μοντιανό, περιδιαβαίνοντας στο παρελθόν, βρίσκεται στο στοιχείο του, παράγοντας σκιές, αμφιβολίες και μικρές αλληλοτεμνόμενες νοσταλγικές ιστορίες. Μαθαίνουμε εν τέλει αποσπασματικά και όχι χωρίς αναγνωστικές δυσκολίες –με τη βοήθεια της εξαιρετικής μετάφρασης της Ρούλας Γεωργακοπούλου –ότι ο Νταραγκάν είχε εγκαταλειφθεί ως παιδί από τους γονείς του, ότι εν πολλοίς τον μεγάλωσε ένα κορίτσι των καμπαρέ με τη στήριξη του προαγωγού της σ’ έναν κύκλο τζογαδόρων και καλόκαρδων μικρομαφιόζων, ότι ο τρόμος της εγκατάλειψης τον κατείχε από τα παιδικά του μετακατοχικά χρόνια, ότι τελικά βρέθηκε μόνος όταν η προστάτιδά του συνελήφθη για ένα αδιευκρίνιστο έγκλημα. Μαθαίνουμε ακόμη σε έναν εγκιβωτισμό της αφήγησης σε άλλο κέλυφος ότι ο Νταραγκάν έγινε συγγραφέας σε μια προσπάθεια ερμηνείας των γεγονότων της παιδικής του ηλικίας και ότι μέσω του πρώτου του βιβλίου έστειλε ένα μήνυμα στην προστάτιδά του χάρη στο οποίο εκείνη τον ανακάλυψε για να του παράσχει την αναδρομική ερωτική της φροντίδα. Μαθαίνουμε και άλλα πολλά για το Παρίσι των 60s, για την ατμόσφαιρα της εποχής, για τους μετασχηματισμούς του αστικού τοπίου, σε μια σκηνογραφία που ενώ σε προδιαθέτει για ένα θρίλερ σε αφήνει στις αγκάλες προυστικών αποήχων.

Τελικά όλα παραμένουν εκκρεμή. Η αναζήτηση ταυτότητας του ήρωα δεν καταλήγει πουθενά, σαν η λήθη να έχει θριαμβεύσει επί της μνήμης. Οι αρχικοί πρωταγωνιστές χάνονται αναίτια και δεν ξαναβρίσκονται. Το έγκλημα της προστάτιδος που οδήγησε στη φυγή και τη φυλάκισή της δεν ξεκαθαρίζεται. Ακόμη και το πού μεγάλωσε και πώς ανδρώθηκε το απορφανισμένο παιδί δεν απαντιέται. Ομως, όσο κι αν η έλλειψη απαντήσεων θα ξενίσει πολλούς αναγνώστες, το σημαντικό εδώ (όπως και στα άλλα βιβλία του Μοντιανό) είναι οι επιστημολογικοί ή ψυχαναλυτικοί όροι συγκρότησης μιας προσωπικής ιστορίας από θραύσματα, ρανίδες και ψίχουλα και ακόμη καλύτερα οι απωθήσεις της μνήμης που μας προστατεύουν από τη θλίψη του παρελθόντος. Με άλλα λόγια, μας λέει ο Μοντιανό, πρωταγωνίστρια στη ζωή μας είναι η λήθη. Η γνώση του παρελθόντος είναι περίπου αδύνατη και είμαστε αναγκασμένοι να πορευόμαστε με τον φακό στο χέρι, αναζητώντας μια αιτιακή αλυσίδα, πολλοί κρίκοι της οποίας θα παραμείνουν ανεύρετοι.

Το μεγάλο παζλ

Αυτό το παιχνίδι ξέρει να το παίζει αριστοτεχνικά και σχεδόν εμμονικά. Νομίζω ότι σπανίως ένας συγγραφέας που εμφανίζεται αδιάλειπτα επί μισό αιώνα έχει αναγάγει την αναζήτηση νοήματος της προσωπικής του ιστορίας σε μια απολύτως ομοιογενή αφήγηση όπου προστίθενται κάθε φορά και κάποια νέα κομμάτια. Δεν νομίζω ωστόσο πως το παζλ θα ολοκληρωθεί ποτέ γιατί αυτό δεν είναι στις προθέσεις του. Είναι πάντως βέβαιο ότι μικρά κομμάτια θα προστίθενται όσο ζει και παράγει, εμπλουτίζοντας όχι την πραγματικότητα αλλά τη σκιά των γεγονότων κατά τη ρήση του Σταντάλ που προτάσσεται στο βιβλίο. Ετσι κι αλλιώς, όπως έχει γράψει και η κριτικός της «Μοντ» Ζοζιάν Σαβινιό, ο λεπταίσθητος αυτός συγγραφέας ασφαλώς δεν παράγει συμφωνίες ή όπερες, είναι όμως εξαίρετος πιανίστας.

Patrick Modiano

Για να μη χάνεσαιστη γειτονιά

Mτφ. – επίμετρο Ρούλα Γεωργακοπούλου

Εκδ. Πόλις 2015,

σελ. 196

Τιμή: 14 ευρώ