Ο Μαρκ Τουέιν διέθετε, ως γνωστόν, και βιτριολικό χιούμορ αλλά και εγρήγορση για τα πολιτικά τεκταινόμενα της εποχής του. Σε ένα όχι και πολύ γνωστό αφήγημά του, με τίτλο «Υποψήφιος Κυβερνήτης», που μεταφράστηκε προ διετίας στα ελληνικά μαζί με άλλα του διηγήματα (εκδ. Νάρκισσος) βάζει τον εαυτό του πρωταγωνιστή, ως υποψήφιο κυβερνήτη της Νέας Υόρκης! Πρόκειται ταυτόχρονα για αυτοσαρκασμό αλλά και για ανελέητη κριτική της διεφθαρμένης αμερικανικής πολιτικής σκηνής του 19ου αιώνα (τόσο των Ρεπουμπλικανών όσο και των Δημοκρατικών) που βάσιζε την πολιτική αντιπαράθεση στη συκοφαντία και στα χτυπήματα κάτω από τη ζώνη. Στη φανταστική αυτή προεκλογική εκστρατεία του ο Τουέιν υποχρεώνεται να παραιτηθεί της υποψηφιότητας, καθώς αδυνατούσε να τα βάλει με τον ορυμαγδό υποτιθέμενων σκανδάλων που του καταμαρτυρούσαν οι εφημερίδες, με την γκεμπελική μέθοδο (πριν από τον Γκέμπελς) του «πες, πες, κάτι θα μείνει». Ας δούμε μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα:

Πριν από λίγους μήνες έλαβα το χρίσμα του υποψήφιου κυβερνήτη για τη μεγάλη πολιτεία της Νέας Υόρκης, προκειμένου να κατέβω στις εκλογές αντίπαλος του κυρίου Τζον Τ. Σμιθ και του κυρίου Μπλανκ Τ. Μπλανκ, ως ανεξάρτητος. Ενιωθα κατά κάποιον τρόπο να έχω ένα σημαντικό πλεονέκτημα απέναντι σε αυτούς τους αξιότιμους κυρίους, και αυτό ήταν το εξής: καλός χαρακτήρας. Εύκολα καταλάβαινε κανείς από τις εφημερίδες ότι, αν ποτέ είχαν μάθει τι σήμαινε να έχεις καλό όνομα, εκείνη η εποχή ανήκε πια στο παρελθόν. Ηταν φανερό ότι τα τελευταία χρόνια είχαν εξοικειωθεί με κάθε είδους επονείδιστα εγκλήματα. Ομως, την ίδια στιγμή που επαιρόμουν για το πλεονέκτημά μου και χαιρόμουν κρυφά γι’ αυτό, υπήρχε ένα βορβορώδες υπόγειο ρεύμα στενοχώριας που θόλωνε τα βάθη της ευτυχίας μου, και αυτό ήταν: έπρεπε να ακούω να διασύρεται το όνομά μου φιλικά συνδεόμενο με τα ονόματα τέτοιων ανθρώπων. Αυτό με ενοχλούσε όλο και πιο πολύ. Τελικά έγραψα στη γιαγιά μου γι’ αυτό. Η απάντησή της ήρθε γρήγορη και οξεία. Μου έγραψε: «Δεν έκανες ποτέ στη ζωή σου κάτι που να ντρέπεσαι γι’ αυτό –ούτε ένα πράγμα. Δες τις εφημερίδες –δες τις και κατάλαβε τι σόι χαρακτήρες είναι του λόγου τους οι κύριοι Σμιθ και Μπλανκ, και μετά δες αν πράγματι θέλεις να πέσεις στο επίπεδό τους και ν’ αρχίσεις να ψαρεύεις κι εσύ ψήφους όπως αυτοί». (…)

Πίσσα και πούπουλα

Εγραψε η «Γκαζέτα»:

ΘΑ ΘΕΛΑΜΕ ΝΑ ΜΑΘΟΥΜΕ

Θα καταδεχτεί άραγε ποτέ ο υποψήφιος κυβερνήτης να εξηγήσει σε κάποιους από τους συμπολίτες του (που με πόνο ψυχής τον ψηφίζουν!) το ασήμαντο περιστατικό με τους συν-κατασκηνωτές του στη Μοντάνα, οι οποίοι έχαναν κάθε τρεις και λίγο μικρά τιμαλφή, ωσότου εν τέλει, και αφού τα αντικείμενα αυτά βρέθηκαν όλα ανεξαιρέτως στην κατοχή του κυρίου Τουέιν ή μέσα στο «σεντούκι» του (την εφημερίδα με την οποία τύλιγε τα προσωπικά του είδη), αναγκάστηκαν να τον νουθετήσουν φιλικά για το δικό του καλό, κι έτσι τον κάλυψαν με πίσσα και πούπουλα, τον έβαλαν καβάλα σε έναν φράχτη και έπειτα τον συμβούλεψαν να αφήσει μονίμως κενό το μέρος που ο ίδιος καταλάμβανε συνήθως στην κατασκήνωση. Θα το κάνει;

Μπορούσε να υπάρξει μεγαλύτερη κακοήθεια από αυτή; Γιατί ποτέ στη ζωή μου δεν ήμουν στη Μοντάνα. [Κατόπιν αυτού, ετούτη η φυλλάδα συστηματικά αναφερόταν στο πρόσωπό μου ως «Τουέιν, ο Κλέφτης της Μοντάνα».]

Εφτασα στο σημείο να φυλλομετρώ φοβισμένος τις εφημερίδες –περίπου όπως θα σήκωνε κάποιος μια ζεστή κουβέρτα που κάτι του έλεγε πως μπορεί να κρύβει έναν κροταλία από κάτω.

Πήρατε μια ιδέα. Θα μπορούσα να συνεχίσω μέχρι κορεσμού του αναγνώστη, αν ήταν επιθυμητό.

Λίαν συντόμως η βασική εφημερίδα των Ρεπουμπλικανών με «καταδίκασε» για χοντρό λάδωμα, ενώ η κορυφαία των Δημοκρατικών με «κάρφωσε» για μια εξοργιστική περίπτωση εκβιασμού. [Με τον τρόπο αυτόν απέκτησα δύο ακόμα ονόματα: «Τουέιν, ο Βρωμερός Θιασώτης της Διαφθοράς» και «Τουέιν, ο Σιχαμερός Δωροδόκος Ενόρκων».]

Φαρμάκωσα τον θείο μου

ΙΔΕ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Ο ανεξάρτητος υποψήφιος τηρεί ακόμη σιγήν ιχθύος. Γιατί δεν τολμά να μιλήσει. Ολες οι κατηγορίες που τον βαρύνουν έχουν στοιχειοθετηθεί πανηγυρικά, και έχουν επικυρωθεί και επανεπικυρωθεί από την ίδια την εύγλωττη σιωπή του έτσι ώστε μέχρι σήμερα να είναι ες αεί καταδικασμένος στη συνείδηση του λαού. Δείτε τον υποψήφιό σας, Ανεξάρτητοι! Δείτε τον Αχρείο Ψευδομάρτυρα! Τον Κλέφτη της Μοντάνα! Τον Τυμβωρύχο! Κοιτάξτε ενσαρκωμένο το Τρομώδες Παραλήρημά σας! Τον Βρωμερό σας Θιασώτη της Διαφθοράς! Τον Σιχαμερό σας Δωροδόκο Ενόρκων! Ατενίστε τον –μελετήστε τον καλά –και μετά πείτε αν μπορείτε να δώσετε τις τίμιες ψήφους σας σε ένα πλάσμα που κέρδισε αυτή τη ζοφερή παρέλαση τίτλων με τα ειδεχθή εγκλήματά του, και δεν τολμά να ανοίξει το στόμα του και να αρνηθεί έστω ένα από αυτά!

(…) Το επόμενο ακριβώς πρωί μια φυλλάδα βγήκε με μια καινούργια φρίκη, μια φρέσκια σπαρταριστή κακεντρέχεια, και με κατηγορούσε σοβαρότατα ότι πυρπόλησα ένα τρελοκομείο μαζί με όλους τους τροφίμους του, μόνο και μόνο γιατί εμπόδιζε τη θέα από το σπίτι μου. Αυτό με έριξε σε ένα είδος πανικού. Επειτα ήρθε η κατηγορία ότι φαρμάκωσα τον θείο μου για να του φάω την περιουσία, συνοδευόμενη με το επιτακτικό αίτημα να ανοιχτεί ο τάφος του.

Και στο τέλος, ως το οφειλόμενο και ταιριαστό αποκορύφωμα του αναίσχυντου κατατρεγμού που μου προξένησε η κομματική έχθρα, εννιά παιδάκια που μόλις είχαν αρχίσει να μπουσουλάνε, κάθε χρώματος και κουρελοντυμένα, τα δασκάλεψαν να τρέχουν πάνω στην εξέδρα μιας δημόσιας συγκέντρωσης, να με γραπώνουν απ’ τα πόδια και να με φωνάζουν σπαραχτικά ΜΠΑΜΠΑ – ΜΠΑΜΠΑ!

Τα βρόντηξα. Υπέστειλα τη σημαία και παραδόθηκα. Δεν ήμουν αντάξιος των απαιτήσεων της κυβερνητικής εκστρατείας στην πολιτεία της Νέας Υόρκης (…)