Οι γραμμές που ακολουθούν είναι αφιερωμένες στη μνήμη του Μηνά Χρηστίδη που έφυγε πρόσφατα από τη ζωή και τη διακονία της τέχνης και με τον οποίο συμπορευτήκαμε με αλληλέγγυο σεβασμό στο πεδίο της θεατρικής κριτικής και συνάμα με βαθιά φιλία.

Και θέλω σήμερα με την ευκαιρία που μου δίνει η εκδημία του να μιλήσω για το «κερατένιο επάγγελμά μας» που έλεγε και ο Εζρα Πάουντ. Γιατί τον Μηνά Χρηστίδη που διακόνησε την κριτική του θεάματος, αρχικά ως ο πρώτος στην Ελλάδα τηλεοπτικός κριτικός, τον οδήγησε στην έξοδο λόγω των αυστηρών κριτηρίων του και της τεράστιας πείρας του, αφού είχε γνωρίσει σε βάθος και τη σκληρότερη τηλεοπτική βιομηχανία στην Ολλανδία τον καιρό της δικής μας χούντας, τον οδήγησε, λέω, στην έξοδο το οργανωμένο συνδικάτο των τηλεοπτικών συμφερόντων που, εκτός των άλλων, διαχειριζόταν και διέθετε διαφημιστικό υλικό προς τα έντυπα.

Ο Χρηστίδης προσήλθε τότε στη θεατρική κριτική και την υπηρέτησε με πάθος, γνώση και συνέπεια κριτηρίων έως την εποχή που εμφανίστηκαν κάτι μικροαγέλες νεοφώτιστων ρεπόρτερ που ένιωθαν πως το ιερό διακόνημα του ρεπόρτερ τούς έπεφτε λίγο και όρμησαν να καταλάβουν με νύχια, δόντια και δόλο στήλες που απαιτούσαν βαθιά ενημέρωση και θεατρολογική αρματωσιά! Ετσι άρχισαν να υπονομεύουν τον έμπειρο κριτικό, να βαφτίζουν το ρεπορτάζ της ίδιας σελίδας κριτική και να υπονομεύουν, αφού κολάκευαν τα μεταμοντέρνα κυρίως τερατίδια, την αυστηρή γνώμη του Χρηστίδη. Ετσι, με τη συνέργεια διευθυντικών στελεχών που γοητεύονταν από καλλιτεχνικούς κύκλους εξώθησαν στο περιθώριο και εν συνεχεία στη σιωπή έναν επαγγελματία και ευσυνείδητο κριτικό νου.

Η κριτική θεάτρου στον τόπο μας ασκήθηκε κατά καιρούς από ποικίλες εστίες προέλευσης της θεατρικής γνώσης. Από λόγιους δημοσιογράφους, από συγγραφείς και δοκιμιογράφους και από πρακτικούς προερχόμενους από τον θεατρικό επαγγελματικό χώρο. Ο Ξενόπουλος και ο Μελάς άσκησαν κριτική ενώ ήταν θεατρικοί συγγραφείς, ο ιστορικός του θεάτρου και δάσκαλός μου, φιλόλογος Γιάννης Σιδέρης, ο Μ. Καραγάτσης, ο Αγγελος Τερζάκης, ο Τάσος Λιγνάδης, ο Γιάννης Βαρβέρης, ο Κώστας Κουλουφάκος, ο Αλκης Θρύλος, ο Αιμίλιος Χουρμούζιος, ο Κλάρας, ο Δρομάζος, ο Δόξας, ο Παγκουρέλης, ο Νικολόπουλος προέρχονταν από την κριτική εν γένει, την πεζογραφία, την ποίηση, την ιστορία και τη δημοσιογραφία.

Θεατρολογικές σπουδές στην Ελλάδα έως το 1990 όταν ιδρύθηκε το πρώτο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών δεν υπήρχαν, άρα η κριτική, γενναία και γόνιμη και με ευπρόσδεκτες διαφορές σε αισθητική και θεατρολογική γνώση, ασκήθηκε από μανικούς του είδους, όπως ο μέγας δάσκαλος όλων μας Φώτος Πολίτης, συγγραφέας, σκηνοθέτης και κριτικός καταλυτικός, για τον οποίον ο Μινωτής έλεγε πως «ήρθε στο θέατρό μας και το ηθικοποίησε»!

Κριτική άσκησαν, και θα μείνω σήμερα μόνο στους απελθόντας, ο Νίκος Χουρμουζιάδης, ο Παπανούτσος, η Ειρήνη Καλκάνη, ο Χειμάρας, ο Κλέων Παράσχος, ο Πέτρος Χάρης, ο μέγας Μάριος Πλωρίτης, άρα κριτικοί προερχόμενοι από τη λογιότητα, τη λογοτεχνία και τη μετάφραση όπως ο Ρώτας και ο Καρθαίος.

Αν αναζητηθεί κάποτε η μέθοδος και το οπλοστάσιο, η περιουσία που έλεγε ο Λιγνάδης, του καθενός θα διαπιστωθεί πως η κριτική του θεάτρου στον τόπο μας ανήκει στις πλέον μεστές και συνεπείς και υφολογικά καίριες προσφορές στη σύνολη πνευματική μας ιστορία.

Κάνω μόνο μια παραχώρηση για να αναφερθώ στην κριτική καίρια ματιά και τη δημοσιογραφική, θεατρολογική με το μοναδικό του «Θέατρο», στον Κώστα Νίτσο που κατόρθωσε να αυτονομήσει και να εξάρει τα θεατρικά φαινόμενα και τα δεδομένα μιας πεντηκονταετίας στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο.

Ο Μηνάς Χρηστίδης προσήλθε στην κριτική του θεάτρου και της τηλεόρασης από το θεατρικό πάλκο ως γνωστόν για τους παροικούντες την θεατρική μας Ιερουσαλήμ. Ο Χρηστίδης υπήρξε ένας ιδιοφυής ηθοποιός. Ακόμη ως μαθητής της Σχολής Κάρολου Κουν, μέσα στο ενιαίο υποκριτικό ύφος που καλλιέργησε εκείνος ο μάγος – δάσκαλος, ο Χρηστίδης κατόρθωσε σχεδόν συστηματικά να διαφοροποιείται. Ο Κουν καλλιέργησε εκτός των άλλων στην υποκριτική ένα λαϊκό ήθος, μια αμεσότητα στο συναίσθημα και μια κινησιολογική φυσικότητα. Γι’ αυτό και στα πρώτα χρόνια του Θεάτρου Τέχνης αφοσιώθηκε στον ρωσικό και αμερικανικό ρεαλισμό και στον ελληνικό νατουραλισμό.

Πλησίασε τον Τσέχοφ και τον Πιραντέλο με το φορτίο που τους πρόσθεσε η γαλλική σχολή, αργοί χρόνοι και μεταφυσικό φεγγίο αντίστοιχα.

Ο Χρηστίδης συχνά, σαν τη μύγα μες στο γάλα, σημείωνε τη διαφορά του. Ενα ερευνητικό κλειδί που μόνο αυτός χρησιμοποιούσε έδινε στους ρόλους μια σημαντική δόση ειρωνείας, σαρκασμού και επιφύλαξης. Είναι ο πρώτος στο μεταπολεμικό μας θέατρο που άσκησε την υποκριτική με εργαλείο τη θεατρολογική μελέτη που χωρίς να αρνείται την ψυχολογία που κυριαρχούσε έβαζε στην ερμηνεία των ρόλων και την κριτική, την πλάγια όψη και τη λοξή ματιά. Η υποκριτική μέθοδος του Χρηστίδη ήταν προσέγγιση των ρόλων με αστερίσκους. Οταν λοιπόν κατέβηκε στον στίβο της κριτικής αφού είχε διακονήσει και τη σκηνοθεσία συνεργαζόμενος με τον φίλο του Δημήτρη Χορν και αφού πρωτοπαρουσίασε στην Ελλάδα με κύρος τον πλέον δύσκολο να προσεγγιστεί στα ελληνικά υποκριτικά ήθη φλεγματικό και μεταμοντέρνο άγγλο συγγραφέα Εϊκμπορν, έφερε στη θεατρική κριτική την οπτική γωνία του ηθοποιού. Από την εποχή του Ξενόπουλου, αλλά κυρίως με τον Φ. Πολίτη, τον Τερζάκη, τον Χουρμούζιο, τον Λιγνάδη, τον Βαρίκα, τον Βαρβέρη η κριτική έριχνε και συνεχίζει να ρίχνει το βάρος στην ανάλυση του κειμένου, στα ιδεολογικά, τα ψυχολογικά, τα κοινωνιολογικά και βέβαια τα αισθητικά προβλήματα που οφείλουν να λύσουν η σκηνοθεσία και η υποκριτική, ο θεατρίνος με τη γερή όμως ερμηνεία Χρηστίδης έριξε το βάρος στην υποκριτική. Προσέγγιζε την παράσταση ως συνάδελφος, ως σκηνοθέτης και ως δάσκαλος.

Στους πολύ συστηματικούς επαγγελματικούς θιάσους κυρίως στο εξωτερικό, οι σκηνοθέτες μετά την πρεμιέρα και κάθε λίγο και λιγάκι όταν διαπιστώνουν πως η παράσταση χαλαρώνει συγκεντρώνουν τον θίασο και κάνουν γενικές και εξατομικευμένες παρατηρήσεις.

Ετσι λειτουργούσε, αλλά βέβαια εξωθεσμικά, ο Χρηστίδης. Εστίαζε τις παρατηρήσεις του θετικές ή αρνητικές και ανέλυε γιατί ο σκηνοθέτης ή ο ηθοποιός πέτυχε να εμβαθύνει και να πείσει ή γιατί πρόδωσε τον συγγραφέα ή και συχνά γιατί σε μια ορθή σκηνοθετική σχεδίαση κάποιος ηθοποιός αλλοίωσε το σχέδιο ή αυτονομήθηκε από τον αισθητικό κανόνα του σκεπτικού ή γιατί λόγω έλλειψης πείρας ή λόγω αλαζονείας και συχνά φτηνού βεντετισμού μουντζούρωσε και τον ρόλο και έβλαψε την παράσταση.

Ηταν φυσικό αυτή η κριτική επιλογή του Χρηστίδη να ενοχλεί το σινάφι. Πάντα ο δάσκαλος που μας εντοπίζει τα λάθη είτε στην τάξη είτε στη ζωή είτε στην τέχνη και κυρίως όταν αποκαλύπτει ραθυμίες, παραναγνώσεις, καραμπινάτα λάθη άγνοιας ή αδιαφορίας μάς αγανακτεί. Βέβαια αντιδράμε συχνά και βίαια, αλλά οι ψαγμένοι στη μοναξιά τους την ώρα της ευφρόνης που έλεγε ο Ηράκλειτος (τη νύχτα των αντεξομολογήσεων μόνοι ενώπιοι ενωπίοις) δικαιώνουμε συνήθως τον αυστηρό αλλά παιδαγωγό κριτή.

Τέτοιος κριτής των θεατρικών μας πραγμάτων υπήρξε ο Χρηστίδης, γι’ αυτό και κάποιοι δεν το άντεξαν, επειδή λειτουργούσε σαν τον καθρέπτη τους. Ο Γκόγκολ έλεγε: «Μη σπάζεις τον καθρέπτη, τα μούτρα σου φταίνε»!!