Οταν βγήκε ο Σαλβαδόρ Αλιέντε πρόεδρος της Χιλής, ο Κάστρο έκανε επίσκεψη στη χώρα. Και αποφάσισαν οι Χιλιανοί να του δωρίσουν ένα ζευγάρι νεαρούς κόνδορες για τον ζωολογικό κήπο της Αβάνας. Ενώ όμως τους πήγαιναν στο αεροδρόμιο, ο ένας ξέφυγε και τον κυνηγούσαν στις ταράτσες –ίσα που ήξερε να πετάει –για να τον βρουν τελικά σε έναν κήπο ξεπουπουλιασμένο από μια γριά που τον πέρασε για γαλοπούλα. Τον αντικατέστησαν με άλλον και οι δύο κόνδορες δεν έκαναν αβγό παρά είκοσι πέντε χρόνια μετά. Και τον μικρό κόνδορα που γεννήθηκε τον έβγαλαν Τσε και τον απελευθέρωσαν, με έναν δορυφορικό πομπό πάνω του, αφήνοντάς τον να κατακτήσει τις Ανδεις. Το τέλος του δεν ήταν καλό, αλλά αυτό εν πάση περιπτώσει δεν είναι παρά μια ιστορία («Ο άλλος θάνατος του Τσε»), μια ιστορία όπως τις αφηγείται ο Λουίς Σεπούλβεδα με το γνώριμο άμεσο, στρατευμένο, ευαίσθητο ύφος.

Η συλλογή διηγημάτων «Ο μουγκός Ουζμπέκος και άλλες ιστορίες παρανομίας» εστιάζει ακριβώς στις δεκαετίες του 1960 και του 1970 αποδίδοντας το επαναστατικό, ελευθεριακό και κάποιες φορές αφελές κλίμα στους κύκλους των πολύ νέων ανθρώπων, μαθητών και φοιτητών που σχεδίαζαν πρόχειρα επαναστάσεις και επαναστατικές ενέργειες σε κάθε δεύτερο τετράγωνο του Σαντιάγο.

Σε μια άλλη ιστορία («Η θαυμαστή επιχείρηση») μια ομάδα νέων αιχμαλωτίζει προσωρινά τους ιδιοκτήτες ενός μοτέλ και κάνει διάρρηξη, από τη μεσοτοιχία, στο διπλανό οπλοπωλείο. Στο «Blue Velvet» τέσσερις νεαροί (ο χοντρός, ο λιγνός, ο μικρός και ο γρουσούζης) φτιάχνουν μια «οργάνωση ένοπλου αγώνα» έναν χρόνο πριν από την εκλογική νίκη του Αλιέντε και ως πρώτη ενέργεια πάνε να κλέψουν μια τράπεζα για να ενισχύσουν οικονομικά την οργάνωσή τους. Τελικά τα καταφέρνουν παρά το γεγονός ότι τα όπλα τους είναι άχρηστα (το ένα είναι ξύλινο) και ο λιγνός παίζει κιθάρα (το «Blue Velvet») μέσα στην τράπεζα μέχρι να ανοίξει το χρηματοκιβώτιο που κατά λάθος, από τον τρόμο του, σφράγισε ο υπάλληλος με μια λάθος κίνηση.

Υπάρχουν και ιστορίες εκτός Σαντιάγο, όπως η συγκινητική ιστορία μιας παρέας Νοτιοαμερικανών διαφόρων εθνικοτήτων που είχαν ενταχθεί στη Διεθνή Ταξιαρχία Σιμόν Μπολίβαρ που σχηματίστηκε για να πολεμήσει στο πλευρό των Σαντινίστας στη Νικαράγουα. Πολλά χρόνια μετά τον πόλεμο, κάποιοι από αυτούς πηγαίνουν στη Σουηδία να αναζητήσουν το παιδί ενός συντρόφου τους που, ξεψυχώντας, είπε ότι θέλει το ρολόι του να καταλήξει στο παιδί του. Για τον συμπολεμιστή τους ήξεραν ελάχιστα πράγματα –ούτε καν το πραγματικό του όνομα -, κατάφεραν όμως να βρουν τη σουηδέζα σύντροφό του στην πόλη που παράγει τα Scania, όπου δούλευε πριν ο αντάρτης.

Οσο για το διήγημα που δίνει το όνομά του στη συλλογή, πρόκειται για μια απολαυστική ιστορία ενός Περουβιανού, που με τα πιστοποιητικά του καλού κομμουνιστή πήγε να σπουδάσει στη Ρωσία (στο Πανεπιστήμιο Πατρίς Λουμούμπα της Μόσχας) και καταλήγει να σπουδάζει Γεωλογία και Ορυκτολογία στην Τασκένδη, όπου τον πιάνει κατάθλιψη από την απομόνωση. Επειδή χρειαζόταν ειδική άδεια για να επιστρέψει στη Μόσχα, ένας γεωργιανός παπάς βρήκε μια πολύ πρωτότυπη λύση για να τον μεταμφιέσει και να τον βάλει στο τρένο. Με το χιούμορ και τη συγκίνηση να εναλλάσσονται, με την επανάσταση και τον έρωτα να μπερδεύονται γλυκά και με τη μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη να βοηθά το αβανταδόρικο κείμενο να ρέει, ο Σεπούλβεδα μας γυρίζει στα χρόνια της μεγάλης ριζοσπαστικοποίησης της Λατινικής Αμερικής, βρίσκοντας ταυτόχρονα την ευκαιρία να φτιάξει έναν ύμνο στα νιάτα και την αποκοτιά τους.