Παραδεισένιος κήπος με γλυπτά ή μήπως γη της Επαγγελίας για τον Δήμο Αθηναίων; Κληρονομιά ή δώρο για την πόλη; Τόπος μνήμης ή λήθης; Χώρος που έχει καταγράψει την Ιστορία ή μήπως ένας παραμορφωτικός καθρέφτης που θέλησε να αντικατοπτρίσει όσα εξυπηρετούσαν την εξουσία που τον διαχειριζόταν κρύβοντας ή εξαφανίζοντας όσα ήθελε να ξεχάσει;

Το βέβαιο είναι ότι το Α’ Νεκροταφείο δεν είναι απλώς ένα κοιμητήριο με 769 γλυπτά –ανάμεσά τους και τη διάσημη «Κοιμωμένη» -, 12.000 τάφους, 157 διάσημους νεκρούς ενταφιασμένους στον χώρο του κι άγνωστο συνολικό αριθμό νεκρών που έχει υποδεχθεί στα 181 χρόνια της ιστορίας του. Και αυτές τις άλλες, αθέατες ίσως με την πρώτη ματιά στον ανυποψίαστο επισκέπτη, πλευρές του, τις φορτισμένες ιδεολογικά και συχνά εκπορευόμενες από ιστορικές συγκυρίες και εξαρτώμενες από οικονομικά κριτήρια, εντοπίζει, επιχειρεί να παρουσιάσει και να σχολιάσει η Ιωάννα Παρασκευοπούλου στη μελέτη της «Το Α’ Νεκροταφείο της Αθήνας. Ιστορικά Οράματα 1834-2013».

Κατάφυτο, διακοσμημένο με γλυπτά –για να θυμίζει τη χάρη της κοσμικής ζωής –και χωροθετημένο αρχικά εκτός του κέντρου για να μην ενοχλεί τους ζωντανούς, το Α’ Νεκροταφείο είναι γέννημα των βιομηχανικών αστικών κοινωνιών, όπως άλλωστε όλα τα κοιμητήρια με τη σημερινή τους μορφή. Κατά συνέπεια, η ιστορία τους έχει βάθος περί τους δύο αιώνες ως προϊόντα της εντατικοποίησης της εκβιομηχάνισης των πόλεων και των αστικών επαναστάσεων, καθώς η πρώτη οδηγεί στην απομάκρυνση του νεκροταφείου από τα αστικά κέντρα και οι δεύτερες στην περαιτέρω απομάκρυνση από τις θρησκευτικές πρακτικές.

Τι γύρευε όμως ένα νεκροταφείο με ευρωπαϊκή φινέτσα στα συντρίμμια μιας πρώην τουρκοκρατούμενης πόλης, που ώς τότε έθαβε τους νεκρούς της δίπλα σε εκκλησίες στον ευρύτερο χώρο της Ακρόπολης; Πίσω από την «επανάσταση στην τάξη των νεκρών» που φέρνει το βασιλικό διάταγμα του 1834 –το πρώτο κείμενο με ισχύ νόμου που αναφέρεται στα νεκροταφεία του νεοελληνικού κράτους –βρίσκονται οι Βαυαροί. Το διάταγμα απαγορεύει την ταφή εντός των πόλεων. Ορίζει τον δήμο υπεύθυνο για το νεκροταφείο. Το χωροθετεί κι αναφέρει ότι πρέπει να περικλείεται από τοίχο, τάφρο ή φράκτη. Και κάπως έτσι από το 1836 εγκαθιδρύεται στην περιοχή του παλιού νεκροταφείου του Αγίου Λαζάρου, σε έναν χώρο συμβολικό, στην πλάτη του παλατιού, πίσω δηλαδή από το κέντρο της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής δράσης των ζώντων.

Κλοπές και γαϊδούρια

Φρίκη από τις εικόνες των σορών που μεταφέρονταν σε φορεία μετά τη νεκροψία, κίνδυνοι για τη δημόσια υγεία, γαϊδουράκια που έβοσκαν πάνω σε μνήματα πολιτικών, αλλά και η κλοπή τεσσάρων αγαλμάτων ήταν αρκετοί λόγοι για να ξεκινήσει η διαδικασία της περίφραξης του Α’ Νεκροταφείου δυο δεκαετίες μετά τη λειτουργία του. Εργο που σε πληρέστερη μορφή –μετά και τις επεκτάσεις –θα χρηματοδοτηθεί στο πλαίσιο των Ολυμπιακών Αγώνων. Ευτυχώς, όχι εκείνων του 2004, αλλά των πρώτων, του 1896.

Ενας τοίχος όμως δεν προστατεύει μόνο, αλλά και κρύβει τα κακώς κείμενα ή όσα χρήζει να λησμονηθούν. Κι έτσι μια ακόμη περιτείχιση έρχεται να προστεθεί το 1898 έναν χρόνο μετά τον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο για την ταφή των στρατιωτικών. Κίνηση με την οποία «επιχειρείται η απόκρυψη της ήττας, του ταπεινωτικού διεθνούς οικονομικού ελέγχου που επιβάλλεται εξαιτίας της, μαζί και η εμπλοκή του παλατιού», σημειώνει η συγγραφέας.

Εθνική πολιτική όμως ασκείται κι αργότερα. Το 1914, όταν το προτεσταντικό νεκροταφείο θα μετακομίσει στο Α’ με βασιλικό διάταγμα μετά τους νικηφόρους Βαλκανικούς Πολέμους, καθώς οι προτεστάντες ξένοι «αφού συνεισέφεραν στον εθνικό θρίαμβο, δύνανται τώρα να ενσωματωθούν και στο έθνος και να μεταφερθούν εντός του ορθόδοξου νεκροταφείου».

Κι αν μια ένδοξη σελίδα της ελληνικής Ιστορίας βρίσκει θέση στο με αυτόνομη διοίκηση και φιλελεύθερα οράματα προτεσταντικό τμήμα του νεκροταφείου –έτσι ερμηνεύεται η εκεί διάθεση φτηνών τάφων (1.000 ευρώ για 25 χρόνια) –, στον ίδιο χώρο φιλοξενείται και μια άλλη, εξαφανισμένη από το ορθόδοξο τμήμα: εκείνη της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Το προτεσταντικό είναι έτσι το μόνο προσφυγικό τμήμα –οι μόνοι Σμυρνιοί που είναι θαμμένοι στο Α’ είναι ξένοι, αφού οι έλληνες σμυρνιοί πρόσφυγες δεν μπορούσαν να συντηρήσουν τάφο εκεί –με αποτέλεσμα να αποσιωπάται ένα σημαντικό κομμάτι της νεότερης ιστορίας, απουσία που «συντελεί στην επιλεκτική ανάγνωση της εθνικής ιστορίας στο Α’ Νεκροταφείο».

Ανδρών επιφανών

Ο συγκεκριμένος χώρος δεν θα πάψει να αποτελεί πεδίο προβολής των επιλογών των ζωντανών. Ούτε όταν το 1946 αποφασίστηκε για πρώτη και τελευταία φορά η κατεδάφιση του μαυσωλείου της οικογένειας Αλβανοπούλου ως συνεργατών των κατοχικών δυνάμεων, κάτι που δεν συνέβη ποτέ τελικά. Ούτε το 1955 όταν φτιάχτηκε το πρώτο θεματικό μαυσωλείο για τους πεσόντες πολέμου με σκοπό την τόνωση του εθνικού αισθήματος επί πρωθυπουργίας Παπάγου.

Ούτε όταν την ίδια χρονιά τίθεται θέμα αν η Μαρίκα Κοτοπούλη θα ταφεί στην κεντρική πλατεία πλάι στους εξέχοντες άνδρες. Οι αντιρρήσεις ότι θα είναι η μοναδική γυναίκα ανάμεσα σε τόσους σημαντικούς πολιτικούς άνδρες αίρονται ως προς τη θεωρητική τους βάση επειδή τρία χρόνια πριν είχε δοθεί το δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες και υπήρχε μια φεμινιστική διάθεση στην κοινωνία. Ουσιαστικά όμως η έγκριση δίνεται όταν γίνεται γνωστό ότι ο σύζυγός της είναι πρόθυμος να ανεγείρει ένα δαπανηρό μαυσωλείο. Και ο όποιος φεμινισμός θα μείνει ως επίφαση, καθώς έκτοτε καμία άλλη γυναίκα δεν κρίθηκε άξια να μπει στη συγκεκριμένη συντροφιά.

Βεβαίως δεν έλειψαν ποτέ και οι κοινωνικές διακρίσεις. Διότι μπορεί το 1950 να ορίζεται χώρος τριετών ταφών επιφανών προσώπων, όταν έναν χρόνο αργότερα όμως πεθαίνει αιφνιδίως ο εν ενεργεία δήμαρχος Κοτζιάς δεν θάβεται στον συγκεκριμένο χώρο, αλλά στη ζώνη πολυτελείας (κεντρική πλατεία) και ο δήμος δαπανά 8 εκατ. δρχ. για τον καλλωπισμό του τάφου και 5 εκατ. δρχ. για την ταρίχευση της σορού!

«Πάλκο» καλλιτεχνών

Περισσότερα από 22 εκατ. δρχ. δαπανήθηκαν και για τη δημιουργία μαυσωλείου καλλιτεχνών το 2002, για εκείνους, δηλαδή, στους οποίους είχαν παραχωρηθεί τιμής ένεκεν τάφοι. Το μαυσωλείο κατασκευάστηκε, όμως ούτε η σορός της Αλίκης Βουγιουκλάκη ούτε άλλου λαοφιλούς καλλιτέχνη μετακινήθηκε. Οπότε μπορεί κάποιος εύκολα να καταλάβει γιατί δεν προχώρησε η πρόταση για κατασκευή μαυσωλείου επιφανών Αθηναίων που προοριζόταν για προσωπικότητες όπως ο βουλευτής Ανδρέας Λεντάκης και ο ιστορικός ηγέτης του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης. Είναι επειδή κανένας δεν αναλάμβανε την ευθύνη να μετακινήσει σε αυτό πρωθυπουργούς (λ.χ. τον Ανδρέα Παπανδρέου), υπουργούς (όπως τον Αντώνη Τρίτση ή τον Γιώργο Γεννηματά) και αρχιεπισκόπους.

Ιωάννα Παρασκευοπούλου

Το Α’ Νεκροταφείο της Αθήνας

Ιστορικά Οράματα 1834-2013

Εκδ. Πόλις 2015, σελ. 175

Τιμή: 15 ευρώ