«Είπα στη μαμά μου τι μου είχε πει ο θείος μου την ώρα που το αεροπλάνο έπαιρνε ύψος και βλέπαμε την πόλη να πνίγεται σιγά σιγά στις Ανδεις. Μου φάνηκε κουρασμένη. Ακουμπούσε την παλάμη της στο μάγουλο και τα χείλη της ήταν χλωμά γιατί είχε ξεχάσει να βάλει κραγιόν το πρωί. Κούνησε το κεφάλι της, είπε ότι ο Εμίλιο πάντα το παράκανε προσπαθώντας να είναι ποιητικός κι ότι έπρεπε να πετάω στη θάλασσα τα μισά απ’ όσα μου ‘λεγε. Δεν πήρε τα μάτια της απ’ το παράθυρο ούτε όταν τα βουνά έλιωσαν κάτω απ’ τα πυκνά σύννεφα και το αεροπλάνο έπιασε να γλιστράει σε μια θάλασσα γαλακτερού ουρανού. Κι εγώ ένιωσα χαζή γιατί έστω και για μία στιγμή τον είχα πιστέψει».Αυτή είναι η καταληκτήρια πρόταση του βιβλίου της Πατρίσια Ενχελ, αλλά κάλλιστα θα μπορούσε να είναι η εναρκτήρια. Μιλά η ενήλικη πλέον αφηγήτρια Σαμπίνα ανακαλώντας μια οικογενειακή επίσκεψη από το Νιου Τζέρσεϊ των ΗΠΑ όπου έχει γεννηθεί στην Μπογκοτά της Κολομβίας όταν ήταν μόλις επτάχρονη. Και τι ήταν αυτό που της είχε πει ο θείος της στην προηγούμενη μόλις παράγραφο; Ας την ακούσουμε: «Ο Εμίλιο με πήρε από το χέρι και με τράβηξε λίγο παράμερα. «Αυτή είναι η πατρίδα σου», μου είπε. «Καλώς ή κακώς έχεις το αλάτι της στο αίμα σου»».

Προερχόμενη από μεσοαστική κολομβιανή οικογένεια η Ενχελ μεγάλωσε στην Αμερική, όπου είχαν μεταναστεύσει οι γονείς της. Το ίδιο ισχύει και για την αφηγήτρια και alter ego της Σαμπίνα, η οποία σε εννέα κεφάλαια κατασκευάζει οικογενειακά πορτρέτα ή αποδίδει στιγμιότυπα από τη διαδικασία ένταξης και ενηλικίωσής της σε μια κοινωνία όπου η πολυεθνικότητα δεν οδηγεί αναγκαστικά σε ανεκτικότητα. Είναι γι’ αυτό που όταν στα 14 της την πλησιάζει ο 16χρονος συμμαθητής της Λούτσο, ο γόης του σχολείου, γίνεται αίφνης ορατή. Ατυχώς ο Λούτσο θα σκοτωθεί λίγο αργότερα οδηγώντας το αυτοκίνητο του πατέρα του και η Σαμπίνα θα την έχει γλιτώσει παρά τρίχα καθώς δεν είχε δεχτεί την πρότασή του για μια νυχτερινή βόλτα.

Η κηδεία

Η Σαμπίνα ανακαλεί: «Ακολούθησε η κηδεία. Είναι απίστευτο πόσο αρέσουν οι κηδείες στα παιδιά όταν πρόκειται για κάποιον δικό τους. Φοράνε μαύρα, τα κορίτσια σφιχταγκαλιάζονται και κλαίνε, κλαίνε, κλαίνε σαν μωρά. Ηρθαν και όλοι οι γονείς, δήλωσαν συμπαράσταση κι έδειχναν στενοχωρημένοι, αν και όλοι στ’ αρχίδια τους». Ο τόνος αυτός της αυτοϋπονόμευσης διατρέχει και άλλα σημεία του βιβλίου σώζοντάς μας από τις συνήθεις κοινοτοπίες. Λ.χ., στο κεφάλαιο «Στα πράσινα» περιγράφεται η λεγομένη χρονιά των αυτοκτονιών, όπου τα παιδιά του σχολείου παίρνουν χάπια και πίνουν βότκα κατά τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου προκειμένου να περάσουν στον άλλο κόσμο, ή μάλλον για να γίνουν θέμα συζήτησης τη Δευτέρα. Στην πραγματικότητα κανείς δεν πεθαίνει, παρά μόνο η μαμά που έδωσε και το έναυσμα στη μόδα, για άσχετους προφανώς λόγους. Οι επιρροές από τις Αυτόχειρες Παρθένους του Τζέφρι Ευγενίδη είναι εδώ εμφανείς.

Με παρόμοιους τρόπους, η συγγραφέας αποστασιοποιείται από τις κοινοτοπίες της ενηλικίωσης που τόσο έχουν ταλαιπωρήσει τη λογοτεχνία (θα θυμάστε ίσως τον ήρωα του Τζούλιαν Μπαρνς να λέει στο περίφημό του Ο παπαγάλος του Φλομπέρ ότι τα μυθιστορήματα ενηλικίωσης πρέπει να απαγορευτούν για κάνα δυο δεκαετίες, μέχρι να περάσει η μάστιγα). Η Ενχελ αποφεύγει ταυτόχρονα τους κινδύνους της πρωτοπρόσωπης αφήγησης που είναι αναγκασμένη να διερωτάται διαρκώς γιατί είναι άξια λόγου τα όσα μας συμβαίνουν –ιδίως αν συμβαίνουν σε όλο τον κόσμο. Γιατί, λ.χ., είναι άξιος αφήγησης ο θάνατος μιας γηράσκουσας θείας από καρκίνο ή μιας παλιάς υπηρέτριας της οικογένειας σε αυτοκινητικό; Γιατί να είναι άξιοι αφήγησης οι έρωτες μιας νεαρής γυναίκας που ελκύεται από μάλλον περιθωριακούς τύπους αν δεν ήταν για να αυτοϋπονομευτείς; Βάλλοντας ευθέως κατά του αντικειμένου της η Ενχελ, αν και χρησιμοποιεί ένα ανεπεξέργαστο «Εγώ», καταφέρνει να ξεφύγει από τους κινδύνους της αναζήτησης πρωτοτυπίας. Ολα μπορούν να συμβούν σε όλους, μοιάζει να μας λέει. Ακούστε λοιπόν τώρα τι συνέβη σε μένα και γιατί τράβηξε την προσοχή μου, ενώ τόσα και τόσα πρόσωπα και πράγματα καταπίνονται από τη λήθη.

Τα πορτρέτα

Δίπλα στους αναπόφευκτους θανάτους και στους εξίσου αναπόφευκτους χλιαρούς έρωτες, έχουμε μια κολομβιανή πρώην βασίλισσα της ομορφιάς που ερχόμενη στην Αμερική μεταβάλλεται σε πόρνη. Εναν θείο δολοφόνο που αγωνίζονται να τον απελευθερώσουν οι πρώην γκόμενές του. Μια ανορεκτική συμμαθήτρια που βασάνιζε συστηματικά τη Σαμπίνα στο σχολείο και η οποία λίγο προ του θανάτου της αναζητά απεγνωσμένα βοήθεια. Βαποράκια και εμπόρους ναρκωτικών στο Μαϊάμι όπου όλοι μοιάζουν να βρίσκονται στον προθάλαμο μιας απροσδιόριστης καλλιτεχνικής επιτυχίας. Μια δυσπροσάρμοστη μαμά που μονίμως νοσταλγεί την παλιά πατρίδα γιατί «μόνο εκεί ήταν κάποια». Εναν εραστή μουσικό που την έχει κοπανήσει και επανεμφανίζεται ταυτόχρονα με την κατάρρευση των Δίδυμων Πύργων στη Νέα Υόρκη. Τους απόηχους –αλλά μόνο τους απόηχους –του διαιωνιζόμενου επί δεκαετίες κολομβιανού αντάρτικου. Και ούτω καθεξής, αλλά όλα από θέση ασφαλείας και σε ένα μεγαλοαστικό περιτύλιγμα, όπου η αναζήτηση ταυτότητας της ηρωίδας μοιάζει περισσότερο με αναζήτηση της προσωπικής της καταξίωσης.

Προϊούσας της ανάγνωσης και παρά το ότι η γραφή δεν είναι απαστράπτουσα, ο αρχικός σκεπτικισμός του αναγνώστη έχει υποχωρήσει παντελώς και η ανεπιτήδευτη γραφή τον έχει κερδίσει. Η Πατρίσια Ενχελ τα καταφέρνει τελικά να μετατρέψει το προσωπικό της ημερολόγιο σε ελπιδοφόρα λογοτεχνία επιτιθέμενη ευθέως στο αντικείμενό της, που δεν είναι παρά η ίδια η ζωή του τίτλου. Η μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη καταφέρνει όπως πάντα να προσθέσει σε ζωή και πλαστικότητα.

Patricia Engel

Ζωή

Μτφ. Αχιλλέας Κυριακίδης

Εκδ. Opera, 2014, σελ. 159

Τιμή: 14 ευρώ