Ο Ηλίας Μιχόπουλος εγκατέλειψε την Ελλάδα, μέσω Αλβανίας και Γιουγκοσλαβίας, όταν ήταν δέκα ετών. «Ημουν ένα από αυτά τα παιδιά» λέει. «Ογδόντα παιδιά από το χωριό μας, το Γλυκονέρι, πήραμε τον δρόμο για τα αλβανικά σύνορα. Η πορεία μας κράτησε πέντε μέρες. Είναι περίπου τριάντα πέντε χιλιόμετρα. Πηγαίναμε μπουλούκι, πεζή. Στα πρώτα πέντε χιλιόμετρα μας συνόδευαν οι μανάδες μας. Οι πατεράδες μας ήταν αντάρτες. Οσο ήμασταν μαζί τους, ήμασταν χαρούμενα. Ελπίζαμε ότι θα γλιτώναμε από τον πόλεμο. Οταν όμως μας άφησαν, άρχισαν τα δύσκολα. Στέγνωσαν τα δάκρυά μας. Τα μικρότερα παιδιά ξεθεώθηκαν, δεν μπορούσαν πια ούτε να κλάψουν. Εμείς τα πιο μεγάλα, εννιά και δέκα ετών, καταλάβαμε ότι δεν έχει νόημα το κλάμα. Μαζευόμασταν μπουλούκι για να ξεπεράσουμε τον φόβο. Σιγά σιγά σώνονταν και τα τρόφιμα που μας τύλιξαν οι γονείς μας. Μας έκοψε η πείνα».

Παρόμοιες σκηνές εκτυλίχθηκαν πολλές, γύρω στο 1948, στη Βόρεια και Βορειοδυτική Ελλάδα. Ο Εμφύλιος έγερνε προς τη μεριά του Εθνικού Στρατού και ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας, ελεγχόμενος από το ΚΚΕ, έπαιζε τα ρέστα του. Τα παιδιά έφευγαν επισήμως για λόγους ασφαλείας –και δεν ήταν ψέμα το πρόβλημα της ασφάλειας: η Βασιλική Αεροπορία βομβάρδιζε ενώ οι Αμερικανοί χρησιμοποίησαν για πρώτη φορά τις περίφημες βόμβες ναπάλμ. Ωστόσο υπήρχαν και άλλοι λόγοι γι’ αυτή τη φυγή που επέβαλλαν οι αντάρτες: η απελευθέρωση των μανάδων τους που θα μπορούσαν έτσι να μπουν και αυτές στο αντάρτικο, μια έμμεση πίεση προς αυτές τις οικογένειες που δεν είχαν πια τον έλεγχο πάνω στα παιδιά τους, αλλά και η διατήρηση ενός εφεδρικού σώματος ούτως ώστε, αν ο πόλεμος διαρκούσε, τα παιδιά μεγαλώνοντας να έμπαιναν και αυτά στη μάχη. Ηδη, άλλωστε, στις μάχες έπαιρναν μέρος και δεκαπεντάχρονα ακόμα που στρατολογούνταν με αμφίβολες μεθόδους.

Είτε μόνα τους είτε συνοδευμένα, τα παιδιά αυτά αλλά και ενήλικοι αντάρτες περνούσαν στην Αλβανία, τη Γιουγκοσλαβία, τη Βουλγαρία που παρείχαν, στο μέτρο των δυνατοτήτων τους, στέγη και τροφή, για να διοχετευθούν σταδιακά και σε άλλες ανατολικές χώρες: στη Σοβιετική Ενωση (κυρίως Τασκένδη), τη Ρουμανία, την Ουγγαρία, την Πολωνία, την Τσεχία. Μερικοί μάλιστα έφευγαν από την πάμφτωχη Αλβανία με πολωνικά πλοία για την Πολωνία μέσω των στενών του Γιβραλτάρ, υπό τον φόβο βρετανικών βομβαρδισμών. Και συνέβαινε κάποια Ελληνόπουλα να γεννηθούν κιόλας πάνω στο πλοίο –περιγραφές που θυμίζουν και σημερινές σκηνές σύρων προσφύγων που γεννιούνται πάνω σε καρυδότσουφλα στο Αιγαίο.

Δεκάδες συνεντεύξεις πραγματοποιήθηκαν από το 2009 μέχρι το 2011 στο πλαίσιο ερευνητικού προγράμματος και το αποτέλεσμα αποτυπώνεται σήμερα και στα ελληνικά (η αρχική έκδοση ήταν στα τσεχικά) με το βιβλίο «Στέγνωσαν τα δάκρυά μας. Ελληνες πρόσφυγες στην Τσεχοσλοβακία», που επιμελήθηκαν δύο πανεπιστημιακοί, η Κατερίνα Κράλοβα και Κώστας Τσίβος, επίκουροι καθηγητές και οι δύο στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου της Πράγας. Εχει να κάνει με τους πρόσφυγες που κατέληξαν στην Τσεχοσλοβακία και που είναι σήμερα εν ζωή, δηλαδή παιδιά, εφήβους και νεαρούς ενηλίκους τότε. Οι συνεντευξιαζόμενοι μιλούν για όλα τα στάδια της περιπέτειας: τον πόλεμο και τα χωριά τους που άφησαν πίσω, το ταξίδι, την άφιξή τους στις χώρες υποδοχής, τη ζωή τους εκεί, την εκπαίδευσή τους, την επαγγελματική τους διαδρομή. Στην Τσεχοσλοβακία πήγαν συνολικά 12.000 Ελληνες και σήμερα ζουν ακόμη εκεί 2.500. Κοντά στους 3.000, ανάμεσά τους, ήταν Σλαβομακεδόνες.

Υποτίθεται ότι η παραμονή τους στη χώρα θα ήταν προσωρινή, μέχρι να κερδηθεί ο πόλεμος από τον ΔΣΕ. Το ΚΚΕ είχε ζητήσει να τους πάνε σε μέρη που έμοιαζαν με τα δικά τους, έτσι τους πήγαν σε βουνίσια χωριά εκδιωχθέντων Γερμανών, στη Σουδητία, όμως σταδιακά οι Ελληνες έφυγαν από εκεί για τις βιομηχανικές πόλεις που πρόσφεραν καλύτερη εργασία. Τα παιδιά στην αρχή χωρίστηκαν από τους γονείς τους και μαζεύτηκαν όλα μαζί σε παιδικούς σταθμούς, κάτι που για πολλά από αυτά αποτέλεσε βαθύ τραύμα. Αργότερα, ιδίως όταν έγινε αντιληπτό ότι η παραμονή στον ξένο τόπο δεν θα ήταν προσωρινή, οι οικογένειες επανενώθηκαν και οι παιδικοί σταθμοί σταδιακά έκλεισαν.

«Ποιος θα ζωγραφίσει τον πιο ωραίο Στάλιν;»

Οι μαρτυρίες περιγράφουν γλαφυρά τη ζωή και την προπαγάνδα στους παιδικούς σταθμούς (λ.χ. σε έναν παιδικό σταθμό έκαναν διαγωνισμό ποιος θα ζωγραφίσει τον πιο ωραίο Στάλιν), αλλά και την ένταξη κατόπιν στο τσεχικό εκπαιδευτικό σύστημα που ήταν καλό και τους επέτρεψε να κάνουν σπουδές και επαγγέλματα που δεν θα είχαν διανοηθεί εάν έμεναν στα χωριά της Ηπείρου ή του Κιλκίς. Ιστορίες τραυμάτων από παιδιά ελλήνων ανταρτών ή Σλαβομακεδόνων που τα «μάζευαν», παιδιά που είδαν πρώτα φρικαλεότητες στη γενέτειρά τους (κάποιοι θυμούνται μαυροντυμένες «ομάδες θανάτου» που έκαιγαν σπίτια και αντάρτες κρεμασμένους σε δέντρα) και μετά γνώρισαν την προσφυγιά – οι συγκεκριμένοι, μάλιστα, που τη γνώρισαν στην Τσεχία ίσως να ήταν κάπως πιο τυχεροί από άλλους.