Ο συγγραφέας του «Λυκόφωτος των ιδεολογιών» χρησιμοποιεί ένα απλό σχήμα: επινοεί μια γαλλική οικογένεια, από τον πατριάρχη της Ζαν Ολέν, ταπετσέρη τον 18ο αι. στην αυλή του Λουδοβίκου ΙΣτ’ και της Μαρίας Αντουανέτας, και παρακολουθεί την πορεία της, από πατέρα σε γιο: πώς μετατρέπονται σε επαναστάτες, ακολουθούν τον Ναπολέοντα, μετά προσαρμόζονται στα χρόνια της Παλινόρθωσης, γίνονται (από ανάγκη) ξανά βασιλικοί, έπειτα μετριοπαθείς εκδότες εφημερίδων και εν τέλει στυγνοί επιχειρηματίες –πανίσχυροι τραπεζίτες –φθάνοντας μέχρι τις ημέρες μας, όπου πάλι ένας Ζαν Ολέν κλείνει τον κύκλο.

Θέμα του μυθιστορήματος είναι οι ιδεολογίες: αυτές που ξεκίνησαν –μαζί με την επινόηση του ίδιου του όρου «ιδεολογία» –από τη Γαλλική Επανάσταση, αβγάτισαν σε δεκάδες εκδοχές και σήμερα ζουν την παρακμή τους, μέσα σε ένα κλίμα στο οποίο οι πολίτες αδιαφορούν γι’ αυτές, ασχολούνται μόνο με την καθημερινότητά τους και αφήνουν στους διευθυντές των επιχειρήσεων τη συγκέντρωση δύναμης και πλούτου, με τον κόσμο να κατευθύνεται οργανωμένα σε ένα βολικό για τους ισχυρούς χάος. Ο Απόστολος Αλλαμανής δείχνει να πιστεύει ότι οι ιδεολογίες απέτυχαν, με την έννοια ότι δεν κατάφεραν να υλοποιήσουν αυτά που επαγγέλλονταν, δηλαδή την κοινωνική δικαιοσύνη, την ισότητα ευκαιριών κ.λπ. Και θα μπορούσε το βιβλίο να γίνει μια λογοτεχνική εκδοχή του «Τέλους της Ιστορίας», αν το τέλος αυτό, αντίθετα με τον Φουκουγιάμα, δεν το εμφάνιζε δυστοπικό, σκοτεινό, κάπως σαν την επιστροφή της απόλυτης μοναρχίας από άλλον δρόμο, μέσω δηλαδή της υπερσυγκέντρωσης επιχειρηματικής δύναμης και της παντοκρατορίας του χρήματος. Επιχειρηματίας και ο ίδιος, ο Απόστολος Αλλαμανής, ο οποίος έχει γράψει τέσσερα μυθιστορήματα, μοιάζει να ταλαντεύεται ανάμεσα σε έναν ακραίο πραγματισμό και μια νοσταλγία για την ιδεολογία. Λέει σε ένα σημείο του βιβλίου: «Κάθε ιδεολογία που παρουσιαζότανε διατεινόταν από μόνη της πως ο ερχομός της θα έφερνε δικαιοσύνη στη μοιρασιά του πλούτου, μα τελικά τίποτα τέτοιο δεν συνέβαινε πέρα από το να στήνονται γκιλοτίνες, να οργανώνονται σφαγές και εκτελεστικά αποσπάσματα (…). Το μόνο που πετύχαιναν καμιά φορά ήταν ένα ξύπνημα του απλού πολίτη που μάθαινε πως η ζωή του ήταν ένα παιχνίδι για σκληρούς παίχτες και πως αυτός δεν ήταν ένας από αυτούς».

Και προς το τέλος, περιγράφοντας τις σημερινές συνθήκες διαρκούς κρίσης υπονοεί ότι είναι οργανωμένες: «Από καιρό ήταν που οι ιδεολογίες ζούσαν σ’ ένα γλυκόχρωμο λυκόφως. Τίποτα δεν μπόρεσε να τις σώσει. Μαζί τους χάθηκαν και οι τελευταίες ελπίδες πως θα μπορούσε κάποια από αυτές να χαρίσει μια λύση στα μυριάδες προβλήματα που μαστίζανε την ανθρωπότητα».

Στην πεσιμιστική, οπωσδήποτε, αυτή θέαση των πραγμάτων θα μπορούσε κανείς να αντιπαραβάλει ότι στις συνεχείς αυτές μεταλλάξεις της ισχύος, από τον βασιλιά Ηλιο μέχρι τη βασιλεία του χρήματος, η πλευρά των αδυνάτων κάνει το δικό της αντάρτικο, απαιτώντας δικαιώματα και θεσμούς ελέγχου, έχοντας μάλιστα φθάσει σε αξιοσημείωτες επιτυχίες. Το αν τώρα το χρηματιστηριακό κεφάλαιο αποδειχθεί υπερόπλο ισχύος, οδηγώντας σε νέες αιωνόβιες εξουσιαστικές δομές, μένει να αποδειχθεί. Πάντως όσο ουτοπικές έχουν αποδειχθεί κάποιες ιδεολογίες, άλλο τόσο ουτοπική έχει αποδειχθεί ώς τώρα και η διαιώνιση μιας και μοναδικής μορφής εξουσίας.