Βερολίνο, δεκαετία του 1930. Λάμψη και βούρκος. Λίγο πριν οι Nαζί αρχίσουν να σφάζουν, Eβραίοι, κομμουνιστές, ομοφυλόφιλοι, αστοί, εργάτες, πλούσιοι και φτωχοί, παρθένες και πόρνες, ζουν τη ζωή τους. Το κακό σφυρίζει πάνω απ’ τα κεφάλια τους, η καταστροφή παραμονεύει.

Στο «Αντίο Βερολίνο» βασίστηκε το θρυλικό «Καμπαρέ» με τη Λάιζα Μινέλι (1972). Ο Κρίστοφερ Iσεργουντ έζησε από κοντά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία στη Γερμανία του Μεσοπολέμου παραδίδοντας μαθήματα αγγλικών. Δύο βιβλία του, το «Ο κύριος Νόρις αλλάζει τρένα» (που μόλις επανεκδόθηκε και αυτό) και το «Αντίο Βερολίνο», αποτυπώνουν τις εμπειρίες του από τη μητρόπολη του ναζισμού.

Το «Αντίο Βερολίνο» αποτελεί ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα με φόντο την προχιτλερική γερμανική πρωτεύουσα. Στους δρόμους της περιδιαβάζουν η Σάλι Μπόουλς, η φροϊλάιν Σρέντερ, αλλά κι ο Κρίστοφερ Ισεργουντ. Ο συγγραφέας ξεκαθαρίζει στην πρώτη σελίδα: «Το γεγονός ότι έχω δώσει στο πρώτο πρόσωπο της αφήγησης το όνομά μου δεν πρέπει ασφαλώς να εκληφθεί από τους αναγνώστες ως λόγος να θεωρήσουν ότι οι σελίδες του μυθιστορήματος είναι καθαρά αυτοβιογραφικές».

Η αφήγηση αρχίζει το φθινόπωρο του 1930. Η χρεοκοπημένη γερμανική μεσαία τάξη περιφέρει τα οξειδωμένα της τιμαλφή και ζει σε σπίτια φορτωμένα με έπιπλα από δεύτερο χέρι. Ο αφηγητής συγχρωτίζεται με ξεπεσμένες αστές, γυναίκες ελευθέρων ηθών, πλούσιες κληρονόμους που ξεσκονίζουν τα αγγλικά τους για τρία μάρκα την ώρα, αγόρια που ξεπουλιούνται για ένα καινούριο κοστούμι, κομμουνιστές που δρουν συνωμοτικά, φυματικές σπιτονοικοκυρές που αποσύρονται σε σανατόρια, ναζιστές που φροντίζουν οι πλούσιοι Εβραίοι να πεθαίνουν από «καρδιακή προσβολή».

Το κλίμα του τρόμου χτίζεται σιγά σιγά, ώσπου στο τέλος τα στρατόπεδα συγκέντρωσης κάνουν την εμφάνισή τους. Είναι η εποχή που ο Γκέρινγκ επινοεί καθημερινά ποικιλίες εσχάτης προδοσίας και οι εφημερίδες δημοσιεύουν «καινούργιους κανόνες, καινούργιες τιμωρίες και λίστες με ανθρώπους που «κρατούνται»» (σελ. 316). Κανείς δεν πιστεύει ότι η χιτλερική κυβέρνηση θα αντέξει, όμως ο φόβος σκέπει την πόλη. Ώς τότε, το κακό έχει αποσοβηθεί αρκετές φορές. Λίγο καιρό πριν, οι ψηφοφορίες στη Βουλή γίνονταν ολοένα και κρισιμότερες. Μάλιστα, σε κάποια από τις τελευταίες πριν από την επικράτηση των ναζιστών, ο αφηγητής παραβρίσκεται σε ένα πάρτι. Παρατηρεί τους ανθρώπους γύρω του και σημειώνει: «Οσες φορές και να αναβληθεί η απόφαση, οι άνθρωποι αυτοί είναι όλοι καταδικασμένοι. Τούτη η βραδιά είναι η γενική πρόβα μιας καταστροφής. Μοιάζει με την τελευταία νύχτα μιας εποχής».

Καμπαρέ, παρενδυτικοί, καταγώγια. Μια κοινωνία που μυρίζει στον αέρα το μπαρούτι, όμως σιωπά. Συνεχίζει να διασκεδάζει στη διαπασών. Πλούσιοι και φτωχοδιάβολοι εστιάζουν στα μικρά και καθημερινά, γιατί δεν αντέχουν να αναμετρηθούν με τα μεγάλα. Κι ενώ οι άνθρωποι πεθαίνουν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης από «καρδιακή προσβολή», ένας Αυστριακός σχολιάζει: «Είναι κακό για το εμπόριο» (σελ. 286). Γιατί, κάτω από αυτές τις συνθήκες «ποτέ δεν ξέρεις με ποιον κάνεις δουλειές. (…) Μπορεί να έχει και το ένα πόδι στον λάκκο».

Το «Αντίο Βερολίνο» είναι το μυθιστόρημα μιας πόλης και μιας εποχής. Ενα καλειδοσκόπιο στιγμών και προσώπων: συναντιούνται, συνομιλούν και προσπερνούν ο ένας τον άλλο, προσπαθώντας να επιβιώσουν. Τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους, αλλά και τόσο ίδιοι, τόσο ανθρώπινοι όταν σφίγγει ο κλοιός γύρω τους. Η μετάφραση αποδίδει την υπόκαυστη θέρμη της αφήγησης και τα επίπεδα ύφους των επιμέρους προσώπων.

Ο αφηγητής Κρίστοφερ προέρχεται από έναν άλλον πολιτισμό. Γι’ αυτό και παρατηρεί με ενδιαφέρον τα εξωτικά πουλιά, τους Γερμανούς, γύρω του: «Εσύ, Κρίστοφερ, με τους αιώνες αγγλοσαξονικής ελευθερίας πίσω σου, με τη Μεγάλη Χάρτα χαραγμένη στην καρδιά σου, δεν μπορείς να καταλάβεις ότι εμείς οι φτωχοί βάρβαροι έχουμε ανάγκη την αυστηρότητα μιας στολής να μας κρατάει ορθούς», αποφθέγγεται ο Μπέρνχαρντ (σελ. 250).

Το βιβλίο είναι γεμάτο ανθρώπους: νέοι και μεγαλύτεροι, πλούσιοι και φτωχοί προσπαθούν να επιβιώσουν σε μια χώρα που βυθίζεται όλο και πιο βαθιά στον ζόφο. Κάνουν πως δε βλέπουν. Υποκρίνονται πως δεν ακούν. Και όταν σφίγγει ασφυκτικά ο κλοιός, μιλάνε ψιθυριστά και περιμένουν να έρθει η σειρά τους.

«Το πολιτικό επιμύθιο είναι καταθλιπτικό: Τούτοι οι άνθρωποι θα μπορούσαν να πιστέψουν οποιονδήποτε και οτιδήποτε», σχολιάζει ο αφηγητής (σελ. 296). Το «Αντίο Βερολίνο» είναι ένα βιβλίο πολιτικό: δείχνει τη ρίζα του κακού στρέφοντας τον φακό στους ανθρώπους. Δεν θεωρητικολογεί, δεν αποφαίνεται. Δεν υψώνει το δάχτυλο. Μπορεί να περιγράφεις ένα σπασμένο παράθυρο ή ένα κατσιασμένο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Μια αποικία φυματικών γυναικών ή ένα καφέ όπου συναντιούνται οι κομμουνιστές. Ενα πλούσιο εβραίικο σπίτι ή μια συζήτηση για το πώς το σεξ αγοράζει ρούχα ή καριέρα. Αλλωστε, στο Βερολίνο τον Μεσοπόλεμο όλοι προέβλεπαν και κανείς δεν πίστευε αυτό που τελικά ακολούθησε. Ετσι είναι η Ιστορία. Δυστυχώς δεν διδάσκει. Πρέπει να πάθεις για να μάθεις. Οσο κι αν την κρύβεις κάτω απ’ το χαλάκι, θα βρει τρόπο να βγει, να σε κοιτάξει στο πρόσωπο.