Ο Νταμιάν Ταμπαρόφσκι ήταν από τις πιο ενδιαφέρουσες ξένες παρουσίες στη 12η Διεθνή Εκθεση Θεσσαλονίκης που πραγματοποιήθηκε την προηγούμενη εβδομάδα. Είναι 48 ετών, έχει γράψει οκτώ μυθιστορήματα καθώς και ένα δοκίμιο, το «Λογοτεχνία της Αριστεράς», που προκάλεσε μεγάλες συζητήσεις και διαμάχες στη χώρα του, την Αργεντινή. Ο λόγος είναι ότι αμφισβήτησε την αριστεροσύνη κάποιων προβεβλημένων, ως αριστερών, συγγραφέων κάνοντας κριτική ουσίας στα γραπτά τους.

Στην Ελλάδα έχει κυκλοφορήσει μόλις ένα βιβλίο του, η αξιοσημείωτη «Ιατρική αυτοβιογραφία», από τις εκδ. Πάπυρος που προτίθενται τώρα να συνεχίσουν με κάποιο ακόμη μυθιστόρημά του.

«Υπάρχει παράδοση πολιτικού μυθιστορήματος στην Αργεντινή» λέει στο «Βιβλιοδρόμιο». «Ηδη το βιβλίο «El Matadero» (Το σφαγείο), που θεωρείται το πρώτο μυθιστόρημα της Αργεντινής και δημοσιεύτηκε γύρω στα 1840, μιλούσε για την πολιτική κατάσταση της εποχής του. Ομως το πολιτικό μυθιστόρημα δεν το κάνει το θέμα του. Ο τρόπος που γράφεται είναι πιο σημαντικός. Το πώς χρησιμοποιεί κανείς τις λέξεις. Ποιες λέξεις διαλέγεις. Μπορεί να είσαι αριστερός και να γράφεις σαν ακροδεξιός. Μπορεί το μυθιστόρημα να μιλάει για μια δικτατορία αλλά να μην είναι αυθεντικά πολιτικό. Και να μιλάει για κάτι εντελώς άλλο και να είναι πραγματικά πολιτικό. Είναι πολλά τα «πολιτικά» μυθιστορήματα που δεν έχουν καμία απολύτως αξία. Και, φυσικά, εκτός από τον λαϊκισμό της πολιτικής υπάρχει και ο λαϊκισμός της λογοτεχνίας. Κατά τη γνώμη μου, ο Γκαλεάνο λ.χ. διακρινόταν από έναν λαϊκισμό, μια ευκολία. Γι’ αυτό λέω ότι μπορεί με αρκετούς αριστερούς λογοτέχνες να πηγαίνουμε στις ίδιες διαδηλώσεις, αλλά οι λογοτεχνίες μας δεν είναι καθόλου ίδιες».

Ο ίδιος στην «Ιατρική αυτοβιογραφία» έγραψε για την κρίση που σημάδεψε την Αργεντινή, με την πτώχευση του 2001 και την είσοδο του ΔΝΤ στη χώρα, με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο. Είχε ήρωα έναν απολιτίκ κοινωνιολόγο της αγοράς, που το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να εκμεταλλευθεί οικονομικά την εμμονή της μεσαίας τάξης σε παλιές καταναλωτικές συνήθειες, την ώρα που κατρακυλούσε στην τάξη των νεόπτωχων. Ο ήρωάς του είχε όμως ένα πρόβλημα. Παρέλυε από διάφορες ασθένειες. Με τον τρόπο αυτό ο Ταμπαρόφσκι έκανε μια μεταφορά όπου όλες οι εμπειρίες της κρίσης, ανεργία, ασθένεια, αδράνεια, γίνονται ένα είδος συμβολικού θανάτου.

Ο Νταμιάν Ταμπαρόφσκι ασκεί παράλληλα το επάγγελμα του εκδότη σε έναν από τους νεότερους και δημιουργικότερους εκδοτικούς οίκους του Μπουένος Αϊρες. «Δεν θα έλεγα ότι υπάρχει στην Αργεντινή μια λογοτεχνία της κρίσης» εξηγεί. «Πιο πολύ έχουμε γράψει για τη δικτατορία παρά για την κρίση. Ομως η κρίση γέννησε πολλούς καινούργιους εκδοτικούς οίκους. Νέους μικρούς και μεσαίους εκδότες, σοβαρούς, με πολύ καλούς καταλόγους. Βέβαια πολύς κόσμος δούλευε χωρίς αμοιβή, αλλά με την ίδια σοβαρότητα που θα το έκανε και αν πληρωνόταν. Βγάζουμε ένα βιβλίο που πάει καλά, μετά τον συγγραφέα τον παίρνει ένας μεγάλος εκδοτικός οίκος κι εμείς αναζητούμε τον επόμενο που θα πάει καλά. Κάπως έτσι βγάζουμε πολλά καινούργια πράγματα. Και το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται στη Χιλή και στο Μεξικό».

Για την κρίση στη χώρα του λέει ότι πολλοί πίστευαν πως η Αργεντινή θα εξαφανιστεί. «Οι 23 από τις 24 επαρχίες είχαν εκδώσει δικό τους νόμισμα και σε κάποιες περιοχές κυκλοφορούσαν τρία νομίσματα ταυτόχρονα. Τώρα βέβαια τα πράγματα είναι καλύτερα. Αλλά κάθε δέκα χρόνια παράγεται μια νέα κρίση. Κάτι δυσεξήγητο, αφού και υψηλό μορφωτικό επίπεδο υπάρχει, και πλουτοπαραγωγικές πηγές. Ισως φταίει η απουσία μιας πραγματικής Αριστεράς. Ο κυρίαρχος περονισμός αποτελεί μια μηχανή αναπαραγωγής της φτώχειας –το ένα τρίτο του πληθυσμού είναι φτωχοί. Και καλύπτει όλο το πολιτικό φάσμα. Οσον αφορά την περονιστική Αριστερά, παράγει έναν εργατικό λαϊκισμό και δεν δίνει καθόλου χώρο για μια αληθινή Αριστερά. Για την Ελλάδα υπάρχει μεγάλη συμπάθεια, παλιά δεν μιλούσε κανείς γι’ αυτήν, τώρα όλοι μιλούν συνεχώς». Οσο για την άνοδο αριστερών κυβερνήσεων στη Λατινική Αμερική, ο Ταμπαρόφσκι λέει ότι κάθε τέτοια κυβέρνηση είναι διαφορετική, δεν είναι όλες ίδιες. «Μια πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση είναι η Βολιβία», λέει, «αλλά και η Βραζιλία, όπου ο Λούλα έφτιαξε μια μεσαία τάξη».