Είναι γνωστό ότι αρκετοί σημερινοί δημοσιογράφοι ξεκίνησαν την καριέρα τους από αριστερά έντυπα, μερικοί μάλιστα από τον ίδιο τον «Ριζοσπάστη». Αυτό όμως δεν είναι καινούργιο. Η αριστερή δημοσιογραφία υπήρξε πάντοτε σχολείο, τόσο γι’ αυτούς που παρέμειναν αριστεροί όσο και για εκείνους που «αλλαξοπίστησαν». Ο προπολεμικός «Ριζοσπάστης» λ.χ. έβγαλε πολλούς που σταδιοδρόμησαν στον λεγόμενο «αστικό» Τύπο, χωρίς απαραίτητα αυτό να σημαίνει ότι άλλαξαν προσωπικές απόψεις: ο Αιμίλιος Χουρμούζιος αλλά και ο Γιώργος Νίκολης (σπάνια περίπτωση τότε δημοσιογράφου που γνώριζε και από τυπογραφία) έγιναν αρχισυντάκτες στην «Καθημερινή», ο Γιώργης Ανδρουλιδάκης στην «Ελευθερία», ο Ευάγγελος Ανδρουλιδάκης στα «ΝΕΑ» και στη «Ναυτεμπορική», ο Μπάμπης Κλάρας, αδελφός του Αρη Βελουχιώτη, στη «Βραδυνή» (από τους πρώτους που καθιέρωσαν στήλες βιβλίου και θεατρικής κριτικής), ο Κώστας Αθάνατος στον «Ελεύθερο Ανθρωπο» και πολλοί άλλοι.

Η εποχή, τόσο προπολεμικά όσο βέβαια και στη διάρκεια της Κατοχής αλλά και τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, επέτρεπε ωσμώσεις ανάμεσα στην Αριστερά και μερίδα του Κέντρου καθώς υπήρχαν αρκετοί κοινοί στόχοι –λ.χ. η κατάργηση της βασιλείας, οι αγώνες κατά της αναχρονιστικής Δεξιάς της εποχής και, βέβαια, η αντίσταση στη ναζιστική κατοχή μέσω του ΕΑΜ που συνένωσε διαφορετικές δυνάμεις. Κάπως έτσι ο ήρωας της εαμικής αντίστασης, εκτελεσμένος από τους Γερμανούς, Χρήστος Χωμενίδης (παππούς του συγγραφέα) μπορούσε προπολεμικά να συζητά τη συμπόρευση με τον Γεώργιο Παπανδρέου. Και κόμματα όπως η σοσιαλιστική ΕΛΔ των Τσιριμώκου, Σβώλου και Στρατή Σωμερίτη (και η εφημερίδα της, η «Μάχη»), μπορούσαν να αποτελούν τη γέφυρα σε μια εποχή κατά την οποία, λόγω και της πρόσφατης Ρωσικής Επανάστασης, κόχλαζαν κινήματα και ιδέες.

Με αυτή την οπτική γωνία θα πρέπει να δούμε σήμερα, που υπάρχουν μάλλον πολύ περισσότερα στεγανά ανάμεσα στην Αριστερά και στο Κέντρο σε σχέση με τότε, πώς ένας βετεράνος της δημοσιογραφίας, ο Γιώργος Λεονταρίτης, μπορεί να κινείται με μεγάλη άνεση και στους δύο χώρους, γράφοντας και κυκλοφορώντας ταυτόχρονα δύο βιβλία όπως το «Η δημοσιογραφία και η λογοτεχνία της Αριστεράς» (Αγρα) και το «Πώς και γιατί έσβησε το Κέντρον» (Καστανιώτης).

Ο Λεονταρίτης δούλεψε σε πολλά, διαφορετικά ρεπορτάζ και έντυπα και είχε την τύχη να γνωρίσει πολιτικούς και διανοουμένους και των δύο χώρων. Από τον Μάρκο Αυγέρη και τον Τάσο Βουρνά μέχρι τον (στενό του φίλο) Γιάννη Μαρή και τον Σοφοκλή Βενιζέλο. Επίσης, έχει συγκροτήσει σημαντικό αρχείο με έγγραφα και φωτογραφικό υλικό που του επιτρέπει να φέρνει στην επιφάνεια πολύ ενδιαφέρουσες, πλην ξεχασμένες ιστορίες. Και που δικαιώνει τον ρόλο τέτοιων δημοσιογραφικών βιβλίων που ενδεχομένως παίζουν και αυτά ρόλο γέφυρας, αυτή τη φορά ανάμεσα στον ιστορικό και το πρωτογενές υλικό του, καθώς οδηγούν την έρευνα σε πηγές που δεν είναι αυτονόητο ότι θα τις σκεφτεί ο μελλοντικός ερευνητής.

Και όσον αφορά το βιβλίο του για το προδικτατορικό Κέντρο, βασικός στόχος του είναι –μέσα από την εξιστόρηση διαδοχικών ενωτικών πρωτοβουλιών και διασπάσεων και από μια ελάχιστα φιλοπαπανδρεϊκή οπτική –να δείξει πώς κατά την άποψή του η χώρα οδηγήθηκε στα τανκς και το (βενιζελικό) Κέντρο στη διάλυση.

Στο βιβλίο του όμως για τον λογοτεχνικό και δημοσιογραφικό κόσμο της Αριστεράς το υλικό είναι περισσότερο ατόφιο και λιγότερο «στρατευμένο», είναι μάλιστα αποκαλυπτικό ενός κόσμου πολύμορφου και ηρωικού, για τον οποίο ελάχιστος λόγος γίνεται στη δημόσια σφαίρα.

Ετσι μπορεί κανείς να διαβάσει για τον «επικό» (χαρακτηρισμός του Τάσου Βουρνά) θάνατο του ηγετικού στελέχους του Αγροτικού Κόμματος και εαμίτη Κώστα Γαβριηλίδη στη διάρκεια της εξορίας του στον Αϊ-Στράτη, με τους εξόριστους να εναλλάσσονται ως νυχτερινή φρουρά στο φέρετρο στην εκκλησία του νησιού και το Αιγαίο να λυσσομανά απέξω, ή για τον Ζαν-Πολ Σαρτρ που ήρθε στην Αθήνα και τον πήγαν για ψάρι στο Τουρκολίμανο. Για τον σοβιετικό συγγραφέα Ιλιά Ερεμπουργκ (αυτόν τον πήγαν για φαγητό στα Πετράλωνα) αλλά και για την παραλίγο εκτέλεση του Μιχάλη Κύρκου (πατέρα του Λεωνίδα), διευθυντή της εφημερίδας «Ελεύθερη Ελλάδα» με κυβέρνηση Σοφούλη – Τσαλδάρη. Για τους τροτσκιστές και τη βόμβα στο καφενείο Πανελλήνιον. Για τον Λουντέμη και τον Κορδάτο. Για τον Βάρναλη, τον Θεοτόκη, τον Πικρό, τον Παρορίτη αλλά και τον Καρυωτάκη, αυτόν τον αυτόχειρα «επαναστατημένο στοχαστή». Για τις δεκάδες εφημερίδες του χώρου της Αριστεράς που άνοιγαν και έκλειναν (απαγορεύονταν) συνεχώς.

Η ταμπέλα του «Ριζοσπάστη»

«Πόλισμεν με τσάπες στα χέρια»

Για να ξαναγυρίσουμε στον «Ριζοσπάστη», η κυβέρνηση Σοφούλη – Τσαλδάρη τον έκλεισε στις 18 Οκτωβρίου του 1947. Τα γεγονότα περιγράφει σε ένα πολύ γλαφυρό κείμενο ο χρονογράφος της εφημερίδας Απόστολος Σπήλιος. Αφού λέει αναλυτικά για την εισβολή της Αστυνομίας στα γραφεία της Εδουάρδου Λω 8, για την καταγραφή (δηλαδή κατάσχεση) επίπλων και σκευών («Γράφε γραμματεύ: Μια τράπεζα ορθογώνιος μεγάλου σχήματος μετά συρταρίων… είκοσι καθέκλαι»), φτάνει στην τελική φάση της διαδικασίας:

«Το “τέλος” έπρεπε να ‘ναι κάτι το εντυπωσιακό, κάτι το αντάξιο των εντολοδόχων κ. Ρέντη και Λαδά. Κάτι που να το ‘βλεπε, να το ‘παιρνε χαμπάρι όλος ο κόσμος. Ώς τώρα η τελετή είχε γίνει “ιντέρνα κόρπορις”. Από κάτω όμως η οδός Σταδίου έπρεπε να δει κι αυτή. Εστω και προς τιμήν – διάβολε! – του καινούργιου της ονόματος Ουίνστων Τσώρτσιλ…

Δυο πόλισμεν με… τσάπες στα χέρια κάναν την εμφάνισή τους μες στην αίθουσα. Πρόκειται να δούμε μήπως πρόχειρη αναπαράσταση της σκηνής των Νεκροθαπτών στον “Αμλέτο” του Σαίξπηρ; (…) Κάτι τέτοιο προετοιμάζεται… Οι τσάπες βγαίνουν στο μπαλκόνι της εφημερίδας, ακολουθούμενες κι από άλλους πόλισμεν. (…)

Στο μπαλκόνι υπάρχει πράγματι η “λεπτομέρεια” της ταμπέλας του Ριζοσπάστη – “η αιτία του κακού σημαδεμένη”… Πόσα στομάχια δεν είχε αναποδογυρίσει τρία χρόνια τώρα!.. Πόσα μάτια δεν είχε αλληθωρίσει… Προχθές ακόμα ο Παύλος κατεβαίνοντας με την κίτρινη ανοιχτή κούρσα του την οδό Εδουάρδου Λω, πηγαίνοντας για τον “Παρνασσό”, είχε σηκώσει το κεφάλι του και κοίταξε εμφανέστατα κι επίμονα το κτίριο του Ριζοσπάστη – σαν κάτι που δεν περίμενε να το δει… (…)

Η συναυλία των τσαπιών συνεχίζεται με εκνευριστικό “κρεσέντο”. Η ταμπέλα παρουσιάζει “αντίσταση”, όπως λέν. Καταραμένη έκφραση, καταραμένη ταμπέλα! Αντίσταση, ε; Δεν εννοείς να πέσεις; Γκαπ! Γκουπ! Γκαπ! Γκουπ! Κι η ταμπέλα έπεσε… Επεσε, κυριολεκτικά, κάτω στον δρόμο».