Ο Δημοσθένης Κούρτοβικ γράφει λογοτεχνική κριτική επί τριάντα χρόνια. Είναι από τους πλέον καίριους, διεισδυτικούς και «διαβαστερούς» κριτικούς που διαθέτει η χώρα, με εξαιρετική ικανότητα σύνθεσης και αναγωγής του επιμέρους στο γενικό, ακόμη και στο παγκόσμιο.

Ευτυχώς κάθε περίπου δέκα – δώδεκα χρόνια εκδίδει έναν τόμο με κείμενά του. Είχε ξεκινήσει με την «Ημεδαπή εξορία» (Opera, 1991) και συνέχισε με τη «Θέα πέρα από τον ακάλυπτο» (Εστία, 2002). Τώρα έρχεται ο τρίτος συγκεντρωτικός τόμος, «Η νοσταλγία της πραγματικότητας» (Εστία), του οποίου τα κείμενα είναι όλα δημοσιευμένα σε αυτό το λογοτεχνικό ένθετο. Ο Δημοσθένης Κούρτοβικ έκανε μία επιλογή –τα κριτήρια τα εξηγεί στην εισαγωγή του –συμπεριλαμβάνοντας περίπου πενήντα κριτικές βιβλίων ελληνικής λογοτεχνίας και πάνω από είκοσι δοκιμιακά κείμενα που έχουν, στην πλειοψηφία τους, σχέση με τη λογοτεχνία, όχι όμως και με συγκεκριμένο βιβλίο.

Τις δύο κατηγορίες τις παραθέτει χωριστά και έτσι ο αναγνώστης έχει τη δυνατότητα να δει το γενικότερο πλαίσιο σκέψης του συγγραφέα και κριτικού, πριν μπει περιπτωσιολογικά στις εκδόσεις της τελευταίας δωδεκαετίας που εκείνος έκρινε ότι άξιζαν μια κριτική αποτίμηση αλλά και μια αποτύπωση της αποτίμησης αυτής σε βιβλίο.

Το «Βιβλιοδρόμιο», στο οποίο φιλοξενήθηκαν αρχικά τα κείμενα αυτά, θέτει προς τον Δημοσθένη Κούρτοβικ, στην πρώτη του συνέντευξη μετά την κυκλοφορία του βιβλίου, ερωτήματα που υποθέτει ότι και οι αναγνώστες θα ήθελαν να του θέσουν:

Πότε αρχίσατε την κριτική λογοτεχνίας και από ποια έντυπα; Από ποιους σας δόθηκαν οι πρώτες ευκαιρίες;

Τη δεκαετία του 1980 συνεργαζόμουν με τον «Σχολιαστή», ένα περιοδικό που άφησε εποχή γιατί συνδύαζε την πολιτική ριζοσπαστικότητα με το χιούμορ και με μια μοντέρνα, νεανική αισθητική, πράγμα πρωτόγνωρο τότε. Εγραφα εκεί για πολιτισμικά θέματα, με έμφαση στην κοινωνικοπολιτική, ας την πούμε έτσι, διάστασή τους. Κάποια στιγμή, ήταν το 1985, με εκνεύρισαν δύο πρόσφατα εκδομένα ή επανεκδομένα βιβλία του Βασίλη Βασιλικού, τον οποίο κατά τα άλλα εκτιμούσα και εκτιμώ ως συγγραφέα, και αποφάσισα να γράψω μια κριτική γι’ αυτά. Το δημοσίευμα φαίνεται πως έκανε αίσθηση και ο διευθυντής του περιοδικού, ο Δημήτρης Ψαρράς, μου πρότεινε να ανοίξω τακτική στήλη βιβλιοκριτικής. Ετσι ξεκίνησα.

Επηρεαστήκατε από παλαιότερους κριτικούς; Ποιους θα ξεχωρίζατε;

Με είχαν εντυπωσιάσει οι κριτικές του Δημήτρη Ραυτόπουλου στην «Επιθεώρηση Τέχνης», που τις γνώρισα βέβαια αργότερα, όταν τις έβγαλε σε τόμο. Αν υπάρχει κάποιος παλαιότερος κριτικός που με επηρέασε στα πρώτα βήματά μου, είναι αυτός.

Προς ποια κατεύθυνση αισθανθήκατε –αν αισθανθήκατε –ότι θα θέλατε να ανανεώσετε την παλαιότερη κριτική;

Δεν είχα πρόθεση να ανανεώσω ή να συνεχίσω κάποια κριτική παράδοση. Ούτε άλλωστε είχα διαβάσει τότε τόσο πολύ ελληνική λογοτεχνία. Λειτουργούσα περισσότερο ως περιστασιακός δοκιμιογράφος, ένα είδος ελεύθερου σκοπευτή στον χώρο του πολιτισμού, με ευαισθησίες που αργότερα, καθώς προχωρούσε παράλληλα και η πεζογραφική δουλειά μου, συμπληρώθηκαν ίσως από μια εμβάθυνση σε ζητήματα αισθητικής.

Εχει παράδοση η λογοτεχνική κριτική στην Ελλάδα; Υστερεί σε σχέση με άλλες χώρες;

Με όσα ξέρω σήμερα, μπορώ να πω άφοβα ότι και παράδοση και ποιότητα έχει η κριτική στην Ελλάδα. Η κύρια διαφορά από άλλες χώρες είναι το χαμηλό status της και, συνακόλουθα, η σχετικά μικρή απήχησή της. Θα ήταν, π.χ., αδιανόητο να γίνει μπεστ σέλερ η αυτοβιογραφία ενός έλληνα λογοτεχνικού κριτικού, όπως συνέβη στη Γερμανία με τον Μαρσέλ Ράιχ-Ρανίτσκι.

Πόσο συνδέεται η ανάπτυξη της λογοτεχνικής κριτικής με την ποιότητα της λογοτεχνικής παραγωγής;

Αυτό είναι ένα ενδιαφέρον ζήτημα. Αληθεύει βέβαια, σε γενικές γραμμές, ότι η σημαντική λογοτεχνία ωθεί και προς μια ανάλογου επιπέδου κριτική, γιατί θέτει κάθε τόσο καινούργιες προκλήσεις στην κριτική σκέψη. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις που μια κριτική λέει πιο ενδιαφέροντα, πιο πρωτότυπα πράγματα από το βιβλίο που πραγματεύεται. Αυτό συμβαίνει συνήθως όταν ο κριτικός έχει ευρύτερο ορίζοντα από τον συγγραφέα ή όταν είναι και ο ίδιος συγγραφέας.

Η λογοτεχνική κριτική, τουλάχιστον τις τελευταίες δεκαετίες, επικεντρώνεται στην πεζογραφία. Δεν θα μπορούσε να έχει το μερίδιό της στην κριτική και η ποίηση;

Θα μπορούσε και θα έπρεπε, φυσικά. Το πρόβλημα είναι ότι στην Ελλάδα οι περισσότερες κριτικές για την ποίηση θέλουν να είναι και οι ίδιες ποιητικά κείμενα, ποιητικίζουν, με αποτέλεσμα να γίνονται ασυνάρτητες. Εχουν μια θολούρα, μέσα στην οποία οι κριτικοί τυλίγουν μια αμήχανη ευμένεια γι’ αυτό που υποτίθεται πως κρίνουν. Η συνέπεια είναι ότι το κοινό δεν ασχολείται με τέτοιες κριτικές, που περιορίζονται έτσι στα πολύ μικρής κυκλοφορίας λογοτεχνικά περιοδικά. Των οποίων οι εκδότες ή διευθυντές είναι ποιητές οι ίδιοι.

Ποιο είναι το τίμημα που πληρώνει ένας κριτικός ο οποίος δεν διστάζει να πει ακριβώς τη γνώμη του για ένα έργο, χωρίς να λογαριάζει την αντίδραση του κρινόμενου;

Δεν θα το περιγράψω γιατί δεν μου αρέσει να κλαίγομαι. Εκανα από νωρίς τις επιλογές μου και δεν μετανιώνω γι’ αυτές. I did it my way, που τραγουδούσε και ο Σινάτρα.

Πόσο συχνά φτάσατε να διαρρήξετε σχέσεις εξαιτίας μιας αυστηρής κριτικής; Πόσους φίλους διατηρήσατε στον χώρο της λογοτεχνίας και πόσους εχθρούς δημιουργήσατε;

Ξέρω ότι έκανα περισσότερους εχθρούς παρά φίλους, τουλάχιστον στη λογοτεχνική κοινότητα. Αλλά και οι φιλίες διαρκούσαν συνήθως ώς την πρώτη αρνητική κριτική μου ή ώς τη στιγμή που ο συγγραφέας έχανε την υπομονή του επειδή δεν ερχόταν η κριτική που περίμενε. Ο Σεραφείμ Φυντανίδης μου έλεγε, τον καιρό που εργαζόμουν στην «Ελευθεροτυπία», ότι στην κηδεία του αμερόληπτου κριτικού πηγαίνει μόνο ο παπάς. Πάντως, τις χειρότερες συγκρούσεις δεν τις είχα με συγγραφείς αλλά με άλλους κριτικούς. Και όχι απαραίτητα λόγω διαφορετικών αισθητικών κρίσεων.

Οι κακόπιστοι κρινόμενοι εκτοξεύουν διάφορες κατηγορίες προς στους κριτικούς. Για κατάχρηση, λ.χ., μιας θέσης εξουσίας ή μέχρι και για συμπλέγματα του κριτικού. Ωστόσο, ακόμη και αυτοί συνήθως επιζητούν την κριτική. Είναι μια σχέση αγάπης και μίσους; Είναι ανθρώπινες, ακόμη και οι πιο βίαιες αντιδράσεις στην κακή κριτική;

Ναι ανθρώπινες είναι. Και δεν υπάρχουν κακόπιστοι κρινόμενοι, υπάρχουν μόνο κακόπιστοι κριτές. Από εκεί και πέρα, κάποιοι συγγραφείς μαθαίνουν από τις αρνητικές κριτικές που εισέπραξαν, ακόμη και αν τις θεωρούν άστοχες, ενώ άλλοι μένουν προσκολλημένοι στη συναισθηματικά βολική βεβαιότητά τους ότι έπεσαν θύματα πλεκτάνης, προκατάληψης ή αμβλύνοιας του κριτικού. Οχι βέβαια πως δεν υπάρχουν και περιπτώσεις τέτοιων κριτικών.

Ιστορικά έχουμε δει σημαντικούς λογοτέχνες, πριν ακόμη ενδιαφερθούν για την ευρεία κυκλοφορία του έργου τους, να προσπαθούν να βρουν τον κριτικό τους. Αλλοι, πάλι, θεωρούν τον κριτικό κάτι σαν παρασιτικό παράγοντα. Ποια είναι η αληθινή θέση και η δύναμη ενός κριτικού;

Οι λογοτέχνες έχουν την τάση να θεωρούν την κριτική παρασιτική όσο τους ψέγει και αναντικατάστατη όσο τους επαινεί. Αλλά η δύναμη ενός κριτικού δεν εξαρτάται από αυτούς. Δεν εξαρτάται μακροπρόθεσμα ούτε από τη θεσμική θέση του. Εξαρτάται από την εμβέλεια, την πειστικότητα και την ενδιαφέρουσα ή μη ανάπτυξη των απόψεών του. Θέλω να πω ότι δεν έχουν όλοι οι κριτικοί τον ίδιο βαθμό επιρροής και αντοχής στον χρόνο.

Πόσο κακό έχει κάνει η ιδιότητά σας ως κριτικού στο δικό σας πεζογραφικό έργο; Υπάρχουν παραδείγματα διεθνώς κριτικών που να κατόρθωσαν να γίνουν αποδεκτοί από το σινάφι και ως λογοτέχνες;

Επειδή έβγαζα το ψωμί μου κυρίως ως κριτικός, δεν μπορούσα να αφιερώσω όσο χρόνο θα ήθελα στο δικό μου πεζογραφικό έργο. Από την άλλη, αυτό μου έκανε και καλό γιατί δούλευα τα βιβλία μου στο μυαλό μου για πολύ καιρό πριν τα γράψω, για ολόκληρα χρόνια, και αυτό νομίζω πως με προστάτεψε από την προχειρότητα και την αυτοεπανάληψη. Τώρα, το πόσο η λειτουργία του κριτικού Κούρτοβικ επηρέασε την πρόσληψη του πεζογράφου Κούρτοβικ από το λογοτεχνικό κύκλωμα είναι ένα άλλο θέμα, που θα προτιμούσα να το αφήσουμε.

Εσείς, πόσο νιώθετε ότι μπορείτε να κρίνετε – ως κριτικός – το δικό σας πεζογραφικό έργο;

Θα ήταν πολύ εύκολο να πω ότι είμαι σε θέση να κρίνω τα βιβλία μου καλύτερα από άλλους κριτικούς. Αλλά δεν θα έπειθα κατά βάθος ούτε τον εαυτό μου. Οχι λοιπόν, έχω τις αδυναμίες κάθε συγγραφέα απέναντι στο έργο του. Θα παρατηρήσω μόνο, για τα βιβλία της ώριμης φάσης μου, ότι επειδή, όπως είπα, δούλευα πολύ καιρό στο μυαλό μου τη δομή και τις λεπτομέρειές τους πριν τα γράψω, τα έλεγχα ταυτόχρονα ως κριτικός όσο μπορούσα πιο αποστασιοποιημένα. Δεν αφηνόμουν σε κάθε παρόρμησή μου.

Σήμερα, διεθνώς μάλιστα, η κριτική δίνει συχνά τη θέση της σε παρουσιάσεις ελάχιστα άξιες προσοχής ή απλώς διαφημιστικές. Νιώθετε να δέχεται επίθεση το επάγγελμά σας;

Οχι γιατί δεν αισθάνθηκα ποτέ επαγγελματίας κριτικός και δεν έχω συντεχνιακή συνείδηση, κι ας ζούσα από αυτή τη δουλειά. Αλλά με θλίβει, φυσικά, η εξέλιξη που περιγράφετε, γιατί σημαίνει την αντικατάσταση της γόνιμης συζήτησης από το μάρκετινγκ. Οι βιβλιοπαρουσιάσεις είναι μέρος της promotion των βιβλίων από τους εκδότες και η κυριαρχία τους είναι ένα από τα πολλά συμπτώματα της σημερινής μονοκρατορίας των αγορών.

Εχετε παρακολουθήσει και μελετήσει την ελληνική λογοτεχνία στη διαχρονία της. Στη συνείδηση του μέσου αναγνώστη η γενιά του ‘30 είναι αυτή που κατέχει δεσπόζουσα θέση στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας. Εσείς ποια περίοδος νομίζετε ότι υπήρξε η πιο δημιουργική, κυρίως στον τομέα της πεζογραφίας;

Για μένα, η καλύτερη περίοδος για την ελληνική πεζογραφία ήταν το δεύτερο μισό του δέκατου ένατου αιώνα. Ισως επειδή οι προικισμένοι συγγραφείς διαμορφώνονταν τότε στο περιβάλλον ενός ευρύτερου, πιο ανοιχτού ελληνισμού και όχι μέσα στα στενά όρια ενός μίζερου κράτους και μιας εσωστρεφούς κοινωνίας, όπως συνέβη αργότερα. Συγγραφείς όπως τον Γρηγόριο Παλαιολόγο, τον Ροΐδη, τον Βιζυηνό, τον Μητσάκη, βεβαίως τον Παπαδιαμάντη, τους διαβάζω και τους ξαναδιαβάζω με μεγάλο ενδιαφέρον και ανακαλύπτοντας κάθε φορά καινούργια πράγματα. Δεν είναι τυχαίο ότι μετά την παρακμή του ελληνικού μοντερνισμού οι νεότεροι πεζογράφοι, αλλά νομίζω και οι μελετητές, ελκύονται περισσότερο από εκείνη την περίοδο.

«Η ελληνική λογοτεχνίαπροανήγγειλε την κατάρρευση»

Πώς κρίνετε σε γενικές γραμμές την ελληνική λογοτεχνική παραγωγή των δύο – τριών τελευταίων δεκαετιών; Τι θα αφήσουν, πιστεύετε, στην ιστορία της λογοτεχνίας;

Αυτό το θέμα έχει πολλές όψεις. Σε γενικές γραμμές, η λογοτεχνία της Μεταπολίτευσης εκφράζει έναν πεσιμισμό, μια μελαγχολία για τη δύση των μεγάλων συλλογικών πίστεων, μια στροφή προς το ιδιωτικό, αλλά και μια δυσφορία για μια κοινωνία που γινόταν ολοένα πιο ανερμάτιστη, ματεριαλιστική και αμοραλιστική. Καθώς η διάθεση αυτή ερχόταν σε αντίθεση με την πολιτική και οικονομική ευφορία που επικρατούσε στο μεγαλύτερο μέρος αυτής της περιόδου, μπορεί να πει κανείς ότι έμμεσα η ελληνική λογοτεχνία προανήγγειλε την κατάρρευση που επακολούθησε. Αυτό όμως δεν αρκεί για να της δώσει διαχρονική αξία. Χρειάζεται μια ανάταση, μια οραματική υπέρβαση της επικαιρότητας, ένας αναστοχασμός που να δείχνει στην ψυχή κάποιο δρόμο. Από αυτή την άποψη, η λογοτεχνία των τελευταίων δεκαετιών πάσχει, αν τη δούμε ως σύνολο.

Υπάρχουν ονόματα που θα ξεχωρίζατε κυρίως στις νεότερες γενιές της ελληνικής λογοτεχνίας; Στην παραγωγή, ας πούμε, της τελευταίας δεκαετίας;

Θα ξεχώριζα για την τελευταία δεκαετία τη Βασιλική Ηλιοπούλου και τον Χρήστο Οικονόμου. Από αυτούς που εμφανίστηκαν πέντε ώς δεκαπέντε χρόνια νωρίτερα, μου αρέσουν ιδιαίτερα η σκοτεινή αλλά διεισδυτική Ελένη Γιαννακάκη, ο μεγαλόθεμος και πρωτότυπα στοχαστικός Βασίλης Γκουρογιάννης, ο Μισέλ Φάις, η λεπταίσθητα στακάτη γραφή της Σοφίας Νικολαΐδου, τα διηγήματα του Σκαμπαρδώνη, τα μυθιστορήματα του Τηλέμαχου Κώτσια που δεν είναι «μολυσμένα» από τη ζωή του στην Ελλάδα.