Η δημοσιογραφία είναι κυρίως η τέχνη του εφήμερου. Υπάρχουν όμως φορές που η ίδια η δημοσιογραφική ύλη πηδάει το σκάμμα της καθημερινότητας και πετυχαίνει μια λογοτεχνική αυτοτέλεια. Το παράδειγμα αυτό ήταν συχνό στον 20ό αιώνα αλλά τελεί σχεδόν υπό εξαφάνιση την τελευταία εικοσαετία. Μιλώ για τη φόρμα του χρονογραφήματος που ευδοκίμησε και υπήρξε ανθηρή για δεκαετίες, αιμοδότησε τον Τύπο και άφησε περίφημα κείμενα. Ας θυμηθούμε ονόματα όπως ο Νιρβάνας ή ο αριστοκράτης Παύλος Παλαιολόγος στο «Βήμα». Ας θυμηθούμε –οι νεότεροι ανατρέχοντας –τον μέγα Δημήτρη Ψαθά στα «ΝΕΑ» ή τα «Κοιτάσματα» του Γιώργου Ιωάννου στην «Πρωινή Ελευθεροτυπία». Ας υπομνηματίσουμε τις γεμάτες ευαισθησία αλλά και ακρίβεια «Ματιές» του Λευτέρη Παπαδόπουλου εδώ στα «ΝΕΑ». Συχνά, ρεπόρτερ ή πεπειραμένοι δημοσιογράφοι επιδίδονταν σε αυτόν τον τρόπο. Και όχι τυχαία, ένα καλό χρονογράφημα συχνά ενσωμάτωνε και ένα καλό ρεπορτάζ. Αλλες φορές πάλι, δοκιμασμένοι λογοτέχνες αιμοδοτούσαν τις σελίδες του Τύπου με χρονογραφήματά τους. Η λοξή ή αποστασιοποιημένη ματιά τους αποτελούσε την καλύτερη μεταβλητή στη δοσολογία της ύλης. Πλάι σε πολιτική θεματολογία, κοινωνικά θέματα, αστυνομικό δελτίο η χρονογραφία έμοιαζε πάντα με τη λοξή θέαση ή την πιο υψηλή τέχνη της παρατήρησης.

Σχεδόν ηρωικό

Σήμερα που ζούμε την κατακερματισμένη εποχή του Ιντερνετ και τον εκδημοκρατισμό της σχολιογραφίας μέσω των κοινωνικών δικτύων, το χρονογράφημα στον έντυπο Τύπο μοιάζει σχεδόν ηρωικό. Ετσι οι σελίδες των «ΝΕΩΝ» κοσμούνται από τουλάχιστον δύο τέτοιες περιπτώσεις. Μιλώ για τα κείμενα των Θανάση Θ. Νιάρχου και Σταμάτη Φασουλή. Επιφυλλίδες, ακριβέστερα, θερμόμετρα καθημερινότητας με διυλισμένη την ξεχωριστή ματιά καθενός. Ο Νιάρχος, ακάματος επιμελητής βιβλίων, συνεκδότης του λογοτεχνικού περιοδικού «Η Λέξη», ψυχοβιογράφος του Τσαρούχη και ζυμωμένος για παραπάνω από 40 χρόνια στον κόσμο των γραμμάτων, έχει τακτική παρουσία στα «ΝΕΑ». Και τώρα μια σειρά επιφυλλίδων του στην εφημερίδα, από το 2008 έως το 2012, συγκεντρώθηκαν και μεταπλάστηκαν σε βιβλίο με τίτλο «Ανταπόκριση απ’ το πεζοδρόμιο» (εκδ. Ιωλκός). Ομως εδώ ο Νιάρχος, παρά την αυστηρή γεωμετρία που προϋποθέτει μια μάχιμη επιφυλλιδογραφία, ανασύρει τη βασική του ιδιότητα για να γράψει: αυτήν του ποιητή. Και είναι απόλυτα εύστοχο αυτό που επισημαίνει ο συγγραφέας και ακαδημαϊκός Θανάσης Βαλτινός στον πρόλογο του βιβλίου: «Ο Νιάρχος υπογραμμίζει αενάως, έμμεσα πάντα, σχολιάζει διακριτικά. Καμιά φορά ξεχνιέται και τότε ρίχνει λάδι ζεματιστό. Ο Νιάρχος τροφοδοτείται από την πόλη. Δεινός παρατηρητής και αθεράπευτα πεζός, μπορεί να μεταποιήσει σε χρονογράφημα την εικόνα ενός ηλικιωμένου που κραυγάζει στην οδό Πανεπιστημίου έχοντας μόλις βγει από μια δημόσια υπηρεσία, μια διαδρομή του με ταξί στον Χολαργό ή έναν οργισμένο πολίτη που παρακαλάει τη Μέρκελ να τιμωρήσει τους «παράνομους» συνανθρώπους του με μείωση μισθών και συντάξεων. Και ο τρόπος με τον οποίο ο Νιάρχος ψάχνει επιείκεια ακόμη και για την πιο φρικτή όψη της πόλης είναι νομίζω η μεγάλη του αρετή, μια σχεδόν αναστοχαστική ψηλάφηση στο τρέχον και σχεδόν δευτερεύον που μας περιβάλλει».

Κι αν η τροφοδότηση των ερεθισμάτων για τον Νιάρχο είναι σχεδόν αυτονόητη λόγω της ζύμωσής του σε θυλάκους προφορικότητας και καθημερινό τρέξιμο στο Κέντρο, η ματιά τού οξυδερκούς Σταμάτη Φασουλή είναι που αιφνιδιάζει. Τα δικά του κείμενα –που επίσης συγκεντρώνονται σε τόμο με τίτλο «Ενα βότσαλο στη λίμνη» (εκδόσεις Ιωλκός) –είναι αμιγώς χρονογραφικά και ανατέμνουν ή φωτίζουν ευρύτερες κοινωνικές τάσεις. Και εδώ το χιούμορ και το επιθεωρησιακό φλέγμα του Φασουλή μαζί με την προφανή αλλά και συγκαλυμμένη του ευαισθησία –που μπορεί να την πυροδοτήσει ένα δεντράκι που το λένε κουτσουπιά ή ένας στίχος σε τοίχο –είναι οι μεγάλες αρετές των δικών του χρονογραφημάτων. Εχοντας θητεύσει στη μεγάλη της επιθεώρησης σχολή αλλά και ως κεντρικό πρόσωπο στον νεότερο μετασχηματισμό του είδους ο συγγραφέας – σκηνοθέτης σού δίνει την εντύπωση πως γράφει «νούμερα» τσέπης με τα κείμενά του είτε με αφορμή την αιφνίδια εξαφάνιση των οχημάτων τύπου καγιέν είτε με τις ενστάσεις του για τον ΣΥΡΙΖΑ ή τον συνωμοσιολόγο ταξιτζή που συνομίλησε. Τόσο εύστοχα, συχνά, και παρά τις κάποιες συντηρητικές του αναδιπλώσεις που κάνει ακόμη πιο εύστοχη την παρατήρηση του γελοιογράφου Κώστα Μητρόπουλου στον πρόλογο του βιβλίου τού Φασουλή: «Κάποιες χρονιές δεν φαίνεται τίποτα στον ορίζοντα. Γίνεται τζακπότ και ξαφνικά πετάγεται ένας Φασουλής».

Μελωδικές μονογραφίες

Στόρι με μπόλικο συναίσθημα αλλά και αυτοσυγκράτηση

Αν κάτι που ενοποιεί τα βιβλία των Νιάρχου και Φασουλή είναι η τρέχουσα δεξαμενή της καθημερινότητας ως πρώτη ύλη για στοχαστικές επιφυλλίδες, το τρίτο βιβλίο της ίδιας σειράς έχει σε πρώτη ανάγνωση διαφορετική αφετηρία αλλά επίσης χρονογραφικό τρόπο. Ο Παύλος Ηλ. Αγιαννίδης στο «Με μουσικές εξαίσιες, με φωνές» –με ωραίο πρόλογο του Μάνου Ελευθερίου –συγκεντρώνει μια σειρά δημοσιευμάτων του με άξονα τη μουσική (και όχι μόνον). Για την ακρίβεια μεταπλάθει σε ιστορίες μια σειρά κομματιών που ο ίδιος έχει γράψει στα «ΝΕΑ», μονογραφίες για προσωπικότητες όπως ο μαέστρος Κάραγιαν, ο συνθέτης Βαγγέλης Παπαθανασίου ή η Τζένη Βάνου και ο ινδός συνθέτης και μουσικός Ραβί Σανκάρ. Οι μονογραφίες –με δεκάδες άγνωστες πληροφορίες –είναι είτε αποτέλεσμα συνεντεύξεων του συναδέλφου είτε έρευνας για πρόσωπα που πολλές φορές ήταν το ξόδι και ο αποχαιρετισμός για τον θάνατό τους. Αν και το μυστικό εδώ είναι η γλαφυρή γραφή – στόρι, με μπόλικο συναίσθημα, θερμοκρασία, αλλά και με την αυτοσυγκράτηση που προϋποθέτει ένα δημοσιογραφικό κείμενο που εδώ αποκαθαρμένο πια από την επικαιρότητα που το διέτρεχε αποτελεί βάση και έδαφος για αναστοχασμό πάνω σε πρόσωπα (είτε ο Λου Ριντ είναι αυτός είτε ο Λευτέρης Βογιατζής είτε ο αξέχαστος Μητροπάνος).

Θανάσης

Θ. Νιάρχος

Ανταπόκριση απ’ το πεζοδρόμιο

Εκδ. Ιωλκός, 2015, σελ. 232

Τιμή: 12 ευρώ

Σταμάτης Φασουλής

Ενα βότσαλο στη λίμνη

Εκδ. Ιωλκός, 2015, σελ. 280

Τιμή: 14 ευρώ

Παύλος Ηλ. Αγιαννίδης

Με μουσικές εξαίσιες, με φωνές

Εκδ. Ιωλκός, 2015, σελ. 280

Τιμή: 14 ευρώ