«Χίλιες φορές καλύτερα να είχε καρκίνο. Θα αντάλλασσε το Αλτσχάιμερ με τον καρκίνο χωρίς δεύτερη σκέψη. Ντράπηκε που ευχόταν κάτι τέτοιο. […] Και ενώ ένα φαλακρό κεφάλι και μια σταυρωτή κορδέλα θεωρούνταν σύμβολα θάρρους και ελπίδας, το σκάλωμα της ομιλίας και η σταδιακή εξαφάνιση των αναμνήσεών της προμήνυαν νοηματική αστάθεια και επικείμενη παράνοια. Οι καρκινοπαθείς μπορούσαν να προσβλέπουν στη στήριξη της κοινότητάς τους. Η Αλις αντιμετώπιζε τον παραγκωνισμό.[…] Δεν ήθελε να καταλήξει μια γυναίκα την οποία οι άνθρωποι απέφευγαν και φοβούνταν». (σελ.150-151).

Η παραπάνω σύγκριση ακούγεται σε κάποιους ανίερη, αλλά αποτελεί κομβικό σημείο του βιβλίου της Λίζα Τζενόβα «Κάθε στιγμή μετράει» και της ομότιτλης ταινίας που βασίστηκε σε αυτό (αγγλικός τίτλος: «Still Alice») με πρωταγωνίστρια την Τζούλιαν Μουρ. Ο καρκίνος μπορεί να σου παίρνει αρκετά πράγματα, όμως σου επιτρέπει να διατηρείς την αξιοπρέπειά σου. Την ικανότητά σου να θυμάσαι, να σκέφτεσαι αναλυτικά και λογικά, να είσαι ο εαυτός σου. Αυτό σου το κλέβει το Αλτσχάιμερ.

Υπάρχει μια σκηνή στο βιβλίο, μια δευτερεύουσα, ασήμαντη σκηνή. Η πρωταγωνίστρια Αλις μουγκρίζει και αντιμετωπίζει σαν εχθρό το αθλητικό σουτιέν της. Γιατί δεν μπορεί να θυμηθεί πώς ακριβώς φοριέται. «Δεν μπορώ να θυμηθώ πώς να φορέσω ένα σουτιέν, Τζον! Δεν μπορώ να φορέσω το ίδιο μου το σουτιέν!» (σελ. 244). Πικρή και την ίδια στιγμή κωμική στιγμή, αποτυπώνει με τον καλύτερο τρόπο την κατάσταση στην οποία περιέρχεται σιγά σιγά η πρωταγωνίστρια.

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Η Αλις είναι καθηγήτρια στο Χάρβαρντ. Μια επιστημονική διασημότητα στον τομέα της Γλωσσολογίας. Εχει εργαστεί σκληρά για να οικοδομήσει την καριέρα της και να φτιάξει την οικογένειά της. Είναι παντρεμένη με τον Τζον, επίσης διακεκριμένο βιολόγο που ασχολείται με τη μελέτη καρκινικών κυττάρων. Εχει τρία παιδιά: την πρωτότοκη Αννα (καριέρα δικηγόρου), τον δευτερότοκο Τομ (καριέρα γιατρού) και τη Λίντια (που επιμένει να γίνει ηθοποιός, παρά τις αντιρρήσεις της μητέρας της). Η ζωή της κυλά ομαλά. Το μόνο πρόβλημά της είναι οι σπουδές της Λίντια, ώσπου ενσκήπτει αυτό: η Αλις αρχίζει να ξεχνά. Τα περιστατικά αμνησίας πυκνώνουν, επισκέπτεται νευρολόγο, φοβάται τα πάντα, έως και όγκο στον εγκέφαλο, αλλά δεν είναι έτοιμη να ακούσει αυτό που άκουσε: Αλτσχάιμερ.

Το μυθιστόρημα εκτυλίσσεται από τον Σεπτέμβριο του 2003 έως τον Σεπτέμβριο του 2005. Από το πρώτο σύμπτωμα μέχρι το προχωρημένο στάδιο της νόσου. Πώς αντιδρά η Αλις; Τι σκέφτεται; Πώς ζει τη ζωή της όλο αυτό το διάστημα; Πώς αντιδρούν οι άλλοι γύρω της;

Και πρώτα πρώτα ο Τζον. Ο σύζυγος που στην αρχή αρνείται να παραδεχθεί το πρόβλημα, γιατί την αγαπάει. Στη συνέχεια προσπαθεί να βρει επιστημονική επιβεβαίωση και, φυσικά, λύση. Οσο ζορίζουν τα πράγματα: «Αρνούνταν να τη βλέπει να παίρνει τα φάρμακά της. Ακόμη κι αν έλεγε κάτι εκείνη την ώρα, αν βρισκόταν εν μέσω μιας συζήτησης, έτσι και εμφάνιζε η Αλις την πλαστική θήκη των χαπιών ο Τζον έφευγε από το δωμάτιο. Τέρμα η κουβέντα» (σελ.118). Στο τέλος «όλο και περισσσότερο ο Τζον έδειχνε πως δεν άντεχε να την κοιτάζει. Και όταν το έκανε το βλέμμα του είχε μια χροιά επιστημονική, λες και η Αλις ήταν ένα από τα πειραματόζωά του» (σελ. 170).

Αμείλικτο δίλημμα

Οταν η Αλις καταλαβαίνει ότι δεν της μένει παρά, στην καλύτερη περίπτωση, ένας χρόνος κανονικής ζωής, προτού το μυαλό της την προδώσει, ζητεί από τον Τζον να πάρει ακαδημαϊκή άδεια. Το δίλημμα είναι αμείλικτο: «Ο ένας από τους δύο θα έπρεπε να θυσιάσει τα πάντα» (σελ.275). Αυτός όμως δεν είναι ο Τζον, ο οποίος αποδέχεται μια σπουδαία θέση σε ένα ερευνητικό κέντρο μακριά από το έως τότε σπίτι τους. Κι όταν ο σύζυγος εξηγεί: «Δεν αντέχω να σε βλέπω να μην ξέρεις πώς να ντυθείς και να μη θυμάσαι πώς δουλεύει η τηλεόραση. […] Με σκοτώνει», η Αλις θα απαντήσει με σκληρή ειλικρίνεια: «Οχι, Τζον, εμένα σκοτώνει, όχι εσένα. […] Εγώ έχω Αλτσχάιμερ. Εσύ τι δικαιολογία έχεις;» (σελ. 286).

Η συγγραφέας του μυθιστορήματος Τζενόβα είναι πτυχιούχος Βιοψυχολογίας και κάτοχος διδακτορικού στη νευροεπιστήμη από το Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ. Ταξιδεύει στον κόσμο και μιλάει σε συνέδρια με θέμα την νόσο Αλτσχάιμερ. Το μυθιστόρημά της δεν διακρίνεται για τις εξέχουσες γλωσσικές ή αφηγηματικές αρετές του. Ομως αποτυπώνει με ενάργεια και κατασταλαγμένη ανθρωπογνωσία –πράγμα που αποδίδεται και στη μετάφραση -, τα στάδια της ασθένειας, τον πόνο, την απόγνωση που γεννά η αίσθηση του τετελεσμένου αλλά και τη δύναμη που δίνει η φόρα της ζωής.

Πιο δυνατοί αυτοί που σπάνε τις νόρμες

Δεν είναι τυχαίο που η Λίντια, η κόρη που αποτελούσε το απολωλός πρόβατο για τη μάνα της, αποδεικνύεται εντέλει το πιο ισχυρό στήριγμά της. Ισως γιατί η τέχνη αποδεικνύεται πιο συμπονετική από την επιστήμη. Ισως γιατί αυτοί που σπάνε τις νόρμες και κάνουν το δικό τους είναι οι πιο δυνατοί. Ή ίσως γιατί απλώς η ζωή είναι γεμάτη εκπλήξεις.

Οταν το σκοτάδι πέφτει πάνω της η Αλις βγαίνει να φάει ένα παγωτό χωνάκι στον ήλιο. Εκείνη τη στιγμή δενσκέφτεται την επιστήμη της ή τα επιτεύγματά της. «Κι όταν το βάρος της αρρώστιας ξεπερνούσε την απόλαυση εκείνου του παγωτού, ήθελε να πεθάνει» (σελ. 152). Ισως αυτή είναι μια ζυγαριά που εξηγεί, με τον πιο απλό τρόπο, το πιο βασικό ανθρώπινο ερώτημα που αφορά τη ζωή.

Lisa Genova

Κάθε στιγμή μετράει

Μτφ: Χρήστος Καψάλης

Εκδ. Λιβάνη 2015, Σελ. 352

Τιμή: 17,70 ευρώ