Μετά το «Ο άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά», ένα ιστορικό μυθιστόρημα με πολλές αναφορές στη σταλινική περίοδο, την εξορία και τη δολοφονία του Τρότσκι, ο Λεονάρδο Παδούρα επιστρέφει με ένα ακόμη ογκώδες, χορταστικό μυθιστόρημα, τους «Αιρετικούς», όπου αναμειγνύει τα δύο είδη με τα οποία καταπιάνεται και τα οποία συνήθως διαχωρίζει: το ιστορικό μυθιστόρημα και το νουάρ.

Ο 60χρονος κουβανός συγγραφέας φτιάχνει τώρα μια ιστορία που κινείται σε τρεις διαφορετικούς ιστορικούς χρόνους: ο ένας είναι ο 17ος αιώνας, όταν ένας νεαρός Εβραίος του Αμστερνταμ αποφασίζει να μαθητεύσει δίπλα στον Ρέμπραντ, πηγαίνοντας κόντρα στους κανόνες της θρησκείας του. Ενας άλλος ιστορικός χρόνος είναι η τέταρτη δεκαετία του 20ού αιώνα, για την ακρίβεια το 1939, όταν συμβαίνει ένα πολύ γνωστό επεισόδιο στην ιστορία των διώξεων των Εβραίων: ένα πλοίο, το «Σεντ Λούις», στο οποίο επιβαίνουν κάπου 900 Εβραίοι που δραπέτευσαν από τη ναζιστική Γερμανία, ψάχνει λιμάνι. Κανένα όμως λιμάνι της αμερικανικής ηπείρου δεν το δέχεται και επιστρέφει στην Ευρώπη, όπου οι περισσότεροι επιβάτες βρίσκουν τον θάνατο.

Οταν το πλοίο βρισκόταν έξω από την Αβάνα, και εδώ μπαίνει το μυθοπλαστικό στοιχείο, ένας μικρός Πολωνοεβραίος της Αβάνας, γεννημένος στην Κρακοβία, ο Ντανιέλ Καμίνσκι, θα περίμενε μάταια στην προβλήτα μαζί με τον θείο του, με τον οποίο μεγάλωνε, να το δει να πιάνει στο λιμάνι ώστε να κατεβούν οι γονείς του που επέβαιναν σε αυτό. Οι γονείς του μικρού δεν κατέβηκαν ποτέ, φαίνεται όμως ότι με κάποιον τρόπο κατέβηκε ένας σημαντικός πίνακας, ίσως Ρέμπραντ, που είχαν μαζί τους για να αντιμετωπίσουν τα έξοδα της μετανάστευσης.

Και να που σε τρίτο χρόνο, το 2007, στη σύγχρονη Αβάνα, ο ήρωας των αστυνομικών ιστοριών του Παδούρα, ο Μάριο Κόντε, αναλαμβάνει να εξερευνήσει την (κουβανέζικη;) προέλευση ενός πίνακα που βγαίνει σε δημοπρασία στο Λονδίνο.

«Ηθελα από χρόνια να γράψω ένα μυθιστόρημα που να εμφανίζεται ένας πολωνός Κουβανοεβραίος. Που να γεννήθηκε δηλαδή στην Πολωνία και να νιώθει Κουβανοεβραίος» λέει στο «Βιβλιοδρόμιο» ο Λεονάρδο Παδούρα. «Είχα στο μυαλό μου μια τέτοια φιγούρα, ένα τέτοιο μυθιστορηματικό πρόσωπο, αλλά δεν το είχα ώς τώρα γράψει. Μου αρέσει να πραγματεύομαι τα μείγματα που έχει δημιουργήσει η κουβανέζικη κουλτούρα. Εχω γράψει λ.χ. στην “Ουρά του φιδιού” για Κινεζοκουβανούς και για το πώς αυτοί οι Κινέζοι επηρεάστηκαν από τις αφρικανικές θρησκείες που έφτασαν στην Κούβα».

Ως προς την ιστορία του εβραϊκού στοιχείου στην Κούβα, εξηγεί: «Σημαντική εβραϊκή κοινότητα αρχίζει να υπάρχει από τις αρχές του 20ού αιώνα. Υπήρχαν και πριν Εβραίοι, όσο η Κούβα ήταν ισπανική αποικία, αλλά έκρυβαν την καταγωγή τους. Στις αρχές του 20ού αιώνα, μαζί με τον στρατό και τους επιχειρηματίες των Ηνωμένων Πολιτειών φτάνουν και οι πρώτοι Εβραίοι. Ηταν κυρίως Ασκενάζι με κάποια οικονομική άνεση. Κατόπιν φθάνουν και άλλα μεταναστευτικά κύματα. Τα πρώτα έχουν να κάνουν με Σεφαραδίτες από την Τουρκία που έρχονται για να ξεφύγουν από την επανάσταση των Νεοτούρκων. Μετά το 1930 και κυρίως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο έρχονται Εβραίοι από την Πολωνία, την Αυστρία και τις χώρες που συγκροτούν την Σοβιετική Ενωση. Διαμορφώνεται μια εβραϊκή κοινότητα αρκετά ετερογενής. Ο κόσμος τούς αποκαλεί όλους Πολάκος, Πολωνούς. Ηταν αρκετές χιλιάδες στην Κούβα, Σεφαραδίτες, Ασκενάζι, πλούσιοι και φτωχοί, ορθόδοξοι και φιλελεύθεροι, κομμουνιστές ή σιωνιστές και ζούσαν σε καθεστώς μεγάλης ελευθερίας. Ζούσαν τόσο καλά που, όταν το 1959-60 άρχισαν να φεύγουν λόγω του κομμουνισμού, μετακόμισαν όλοι σχεδόν ως κοινότητα στη Φλόριδα. Και παρ’ όλο που πολλοί από αυτούς δεν γεννήθηκαν καν στην Κούβα, μιλούσαν για τον «χαμένο παράδεισο» της Κούβας και θεωρούσαν τους εαυτούς τους Κουβανοεβραίους. Μετά την κουβανική επανάσταση το 80% της κοινότητας έφυγε. Σήμερα παραμένει μια μικρή κοινότητα ελάχιστα ορθόδοξων Εβραίων».

Κεντρική θέση στο μυθιστόρημα κατέχει το ζήτημα της αναζήτησης της ελευθερίας. «Οι άνθρωποι συχνά πληρώνουν μεγάλο τίμημα γι’ αυτή την ελευθερία» λέει. «Πάντοτε πίστευα ότι ο άνθρωπος, σε όλες τις εποχές, είναι σκλάβος κάποιων –διαφορετικών κάθε φορά –εξουσιών που δεν του επιτρέπουν να πραγματοποιήσει με ελευθερία τις επιλογές του. Αυτός είναι και ο λόγος που άνοιξα και το πλαίσιο του βιβλίου σε διαφορετικές εποχές, διαφορετικούς τόπους και διαφορετικές συγκρούσεις. Για να μην είναι η ανάγνωση μόνο πολιτική, μόνο θρησκευτική ή μόνο κοινωνική. Σε όλη μου τη λογοτεχνία υπάρχει η έγνοια για την ελευθερία του ατόμου. Σε αυτό το βιβλίο όμως έγινε κεντρικός άξονας».

Στο ερώτημα αν βρίσκει αναλογίες σήμερα με τη δεκαετία του ’30, ο Λεονάρδο Παδούρα σχολιάζει: «Το ’30 ο κόσμος ήταν πολύ πολωμένος. Ησουν είτε αριστερός είτε δεξιός. Δεν υπήρχε κάτι ενδιάμεσο, ενώ ταυτόχρονα σοβούσε μια μεγάλη οικονομική κρίση. Κάτι που έκανε και την Αριστερά και τη Δεξιά όλο και πιο ριζοσπαστικές και που οδήγησε στο δίπολο σταλινισμού – φασισμού. Σήμερα φοβάμαι ότι η κρίση μπορεί να δημιουργήσει απόλυτη πόλωση. Μεγάλη ευθύνη έχει η αποτυχία τόσο της κομμουνιστικής όσο και της νεοφιλελεύθερης ουτοπίας. Ζούμε σε έναν κόσμο που έχει χάσει την πυξίδα του. Λέγαμε στ’ αστεία με φίλους στη Μαδρίτη ότι αντί για ένα «Ποδέμος» (Μπορούμε), θα έπρεπε να δημιουργηθεί ένα «Κερέμος» (Θέλουμε)». Και το εξηγεί: «Τα «Σκυλιά» μιλούν για την αποτυχία της (κομμουνιστικής) ουτοπίας της ισότητας. Πιστεύω όμως ότι ο κόσμος πρέπει να επινοήσει μια νέα ουτοπία ισότητας. Χωρίς τα λάθη της προηγούμενης απόπειρας. Το μόνο που έχει νόημα να υπάρξει είναι μια κοινωνία ισότητας με τη μέγιστη ελευθερία και τη μέγιστη δημοκρατία. Αυτό χρειάζεται ο κόσμος. Αυτό «θέλουμε» όλοι. Βέβαια, εγώ δεν είμαι πολιτικός ούτε πρόκειται να ιδρύσω κόμμα. Και αυτό που λέω μπορεί να είναι μια μεγάλη ανοησία. Εκφράζω απλώς την επιθυμία ενός απλού πολίτη που δουλειά του είναι να γράφει βιβλία».

Ο Μάριο Κόντε

Ο Λεονάρδο Παδούρα έχει γράψει οκτώ αστυνομικά μυθιστορήματα με ήρωα τον Μάριο Κόντε και τρία ακόμη ιστορικά. Ο Μάριο Κόντε στα πρώτα βιβλία του Παδούρα ήταν αστυνομικός, αλλά κάποια στιγμή πήρε σύνταξη. «Οταν αποφάσισα ότι ο Κόντε θα φύγει από την αστυνομία, δεν σκεφτόμουν ότι θα ξαναέγραφα βιβλίο με τον ίδιο πρωταγωνιστή. Οταν όμως έγραφα το «Αντίο Χέμινγουεϊ», ένιωσα ότι αυτός ήταν ο τέλειος χαρακτήρας για να πρωταγωνιστήσει».

Μπροστά στο δίλημμα, όπως κάνει πάντα όταν σκαλώνει, συζήτησε με τη σύζυγό του, τη Λουσία Λόπεζ Κολ. «Κουβεντιάσαμε πολύ μαζί τι επάγγελμα θα μπορούσε να κάνει πλέον ο Κόντε. Και αποφασίσαμε να είναι πωλητής βιβλίων, κυρίως παλιών βιβλίων, γιατί αυτό τον έφερνε κοντά και στη λογοτεχνία και στην πιάτσα, στον δρόμο. Μπορεί αυτό να μην είναι κάτι πιθανό να συμβεί στην κουβανέζικη πραγματικότητα –ένας πρώην αστυνομικός να εμπορεύεται βιβλία -, ωστόσο αποτελεί μια μεταφορά αυτής της κουβανέζικης πραγματικότητας. Είναι η σύνοψη της ζωής μιας ολόκληρης γενιάς στην Κούβα (άλλωστε ο Κόντε δρα πάντα μαζί με την παρέα των φίλων του), μιας γενιάς που μεγάλωσε τα χρόνια της επανάστασης, που απέκτησε πρόσβαση στο πανεπιστήμιο και μορφώθηκε, που έφτασε στο αποκορύφωμα των δυνατοτήτων της τη δεκαετία του 1980 και που το ’90 τής έπεσε στο κεφάλι η μεγάλη κρίση που ταλάνισε την Κούβα. Ενα κομμάτι της μετανάστευσε. Ενα άλλο προσπάθησε να διατηρήσει τον χώρο της, ένα άλλο αφέθηκε να νικηθεί από την πραγματικότητα. Τώρα που είναι πάλι εποχή αλλαγών στην Κούβα, η γενιά αυτή είναι υπερβολικά μεγάλης ηλικίας για να ανακυκλωθεί. Το νεαρό λιοντάρι πάντα νικά το γερασμένο».

Πέρα από τους «Αιρετικούς», και στα παλιότερα βιβλία του ο ίδιος θεωρεί ότι οι κατηγοριοποιήσεις δεν ήταν ξεκάθαρες. «Πιστεύω ότι τα ιστορικά μου βιβλία έχουν περισσότερο μια αστυνομική δομή από τα αυθεντικά αστυνομικά μου» λέει. «Και ότι στα αστυνομικά μου η βασική μου έγνοια είναι το κοινωνικό πλαίσιο και λιγότερο η ίντριγκα, η πλοκή και η εξεύρεση του ενόχου. Τώρα, μαζί με τη σύζυγό μου γράφουμε τα σενάρια τεσσάρων μυθιστορημάτων με κεντρικό ήρωα τον Κόντε, τα οποία πρόκειται να γίνουν τηλεταινίες. Και ανακαλύψαμε ότι σε κάθε μυθιστόρημα υπάρχει μόνο ένας νεκρός. Σε οποιαδήποτε αστυνομική σειρά, το πρώτο τέταρτο έχεις τουλάχιστο πέντε – έξι νεκρούς. Επρεπε λοιπόν να στήσουμε σενάριο με τους κώδικες του αστυνομικού, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για κοινωνικό μυθιστόρημα. Γι’ αυτό λέω συνήθως ότι τα αστυνομικά μου είναι ψευδοαστυνομικά και τα ιστορικά μου ψευδοϊστορικά μυθιστορήματα. Πλέον έχω πεισθεί απόλυτα γι’ αυτό».

Για τον ΣΥΡΙΖΑ

Η Ελλάδα χρειαζόταν την αλλαγή

«Στην αρχή της ελληνικής κρίσης στην Κούβα μιλούσαν πολύ γι’ αυτή ως παράδειγμα αποτυχίας του νεοφιλελεύθερου και του ευρωπαϊκού μοντέλου. Τώρα μιλούν λιγότερο για την Ελλάδα» λέει ο κουβανός συγγραφέας. «Αλλά η Ελλάδα δεν είναι μια άγνωστη χώρα για τους Κουβανούς. Και πιστεύω ότι αν ήξεραν οι Κουβανοί τι ακριβώς συμβαίνει στην Ελλάδα θα παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον. Πρέπει πάντως να έχουμε στο μυαλό μας ότι τα μεγάλα ΜΜΕ χειραγωγούν την πληροφόρηση που φτάνει εκεί για την Ελλάδα. Και έξω από την Ελλάδα δεν μπορείς να κάνεις σωστή ανάγνωση του τι συμβαίνει σε αυτή. Προσωπικά πιστεύω ότι έτσι όπως ήταν η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να συνεχίσει για πολύ. Είναι προφανές ότι χρειαζόταν αλλαγή. Και θα ήθελα ο ΣΥΡΙΖΑ να πετύχει στο πολιτικό του σχέδιο γιατί αυτό θα βελτίωνε τη ζωή πολλών Ελλήνων».

«Το ’90 κινδυνέψαμε να λιμοκτονήσουμε»

Στο ερώτημα αν για τα μεγάλα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπισε και αντιμετωπίζει η Κούβα φταίει το μοντέλο της περισσότερο ή το αμερικανικό εμπάργκο, ο Λεονάρδο Παδούρα δείχνει να επιμερίζει σχεδόν ισόποσα την ευθύνη.

«Είναι δύσκολο να πεις σε ποιο ποσοστό φταίει ο καθένας από τους δύο αυτούς παράγοντες» λέει. «Από τη δεκαετία του ’60 η Κούβα αντέγραψε το σοβιετικό οικονομικό μοντέλο. Ομως από την ίδια δεκαετία υφίσταται και το εμπάργκο των ΗΠΑ. Πιστεύω ότι το βάρος του εμπάργκο είναι πάρα πολύ μεγάλο, πιστεύω όμως επίσης ότι υπήρξε αποφασιστικής σημασίας και η αντιγραφή ενός μοντέλου που δεν λειτούργησε ούτε στην πρώην Σοβιετική Ενωση. Χρειάστηκε η κρίση του ’90, όπου πρακτικά φτάσαμε να κινδυνεύουμε να πεθάνουμε από την πείνα, για να αρχίσουν τώρα να αλλάζουν οι οικονομικές δομές. Θα ήταν ενδιαφέρον να δούμε πώς θα πάει το πράγμα όταν σταματήσει το εμπάργκο και λειτουργήσουν οι νέες οικονομικές δομές. Η κουβανική κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι θα οικοδομήσει έναν σοσιαλισμό βιώσιμο και με ευημερία. Θα δούμε αν είναι δυνατόν να γίνει. Η κουβανική κυβέρνηση χειρίζεται την κατάσταση με μεγάλη προσοχή, γνωρίζοντας πως μια οικονομική αλλαγή μπορεί να επιφέρει και πολιτική αλλαγή. Από την άλλη όμως είναι αναντίρρητο ότι αυτή τη στιγμή η κουβανική κοινωνία αλλάζει.

Leonardo Padura

Αιρετικοί

Μτφ. Κώστας Αθανασίου

Εκδ. Καστανιώτη, 2015, Σελ. 800

Τιμή: 22,36 ευρώ