Ο Γιώργος Συμπάρδης είναι ολιγογράφος, τουλάχιστον αυτό δείχνουν οι κυκλοφορίες των μετρημένων στα δάχτυλα του ενός χεριού βιβλίων του: ανάμεσα στο πρώτο του, τη νουβέλα «Μέντιουμ» που κυκλοφόρησε το 1987, και στο μυθιστόρημα «Ο άχρηστος Δημήτρης», μεσολάβησαν έντεκα χρόνια. Και έκανε άλλα δεκατρία για να δημοσιεύσει την «Υπόσχεση γάμου», το 2011, που έγινε δεκτή ξανά με πολύ ευνοϊκές κριτικές.

Εχει μάλιστα και ο ίδιος παραδεχθεί δημοσίως –δεν είναι άλλωστε προς μομφή ούτε είναι ο μόνος συγγραφέας στον οποίο συμβαίνει –ότι γράφει δύσκολα, βασανιστικά αργά και ότι αν θέλει να γράψει ένα πολυπρόσωπο μυθιστόρημα, χρειάζεται πολύ χρόνο.

Προς επίρρωσιν αυτού του ισχυρισμού του, το νέο πεζογραφικό δημιούργημά του που κυκλοφορεί τη Δευτέρα, ενώ σπάει την παράδοση της μακράς διάρκειας ανάμεσα στα βιβλία του, είναι νουβέλα και έχει σχετικά λίγους πρωταγωνιστές.

Κοινή σταθερά σε όλα τα βιβλία του είναι ο λαϊκός άνθρωπος. Στο καινούργιο του που τιτλοφορείται «Μεγάλες γυναίκες», τα βασικά πρόσωπα είναι τέσσερα. Πρωταγωνίστρια είναι η κάποιας ηλικίας Σοφία Ματρόζου –που δεν μένει μακριά από τον σταθμό της Βικτώριας, ενδεχομένως στις παρυφές του Γκύζη –και αμέσως μετά ακολουθεί ένας εικοσάχρονος νεαρός, ο Σταύρος. Από δίπλα, σημαντικό ρόλο κρατούν η εξαδέλφη της Σοφίας, Μίνα και ένας παπάς, ο πατέρας Ιωάννης που λειτουργεί στον Αγιο Παύλο στο Ρουφ –όπου προσφέρονται συσσίτια.

Αν στην «Υπόσχεση γάμου» οι γυναίκες και ο σαγηνευτής τους ήταν κοντά στα σαράντα, ηλικία σχετικά κρίσιμη υπαρξιακά και για τα δύο φύλα, στη νουβέλα «Μεγάλες γυναίκες», όπως λέει και ο τίτλος, τη σκυτάλη παίρνουν κυρίες άνω των εξήντα ετών, συνήθως μόνες, με άφθονο προσωπικό χρόνο που δεν έχουν τι να τον κάνουν ή που απασχολούνται σε καθήκοντα γιαγιάς.

Κοινωνική προσφορά

Η σκιαγράφησή τους είναι πολύ ενδιαφέρουσα όπως και η αναμέτρησή τους με παλιούς δαίμονες –των σχέσεων με το άλλο φύλο, της κοκεταρίας –που κατά κανόνα έχουν θάψει κάτω από μεταφυσικές ανησυχίες και διάθεση κοινωνικής προσφοράς η οποία, όμως, δεν είναι παρά η άλλη όψη της πάλης τους με την οριστική παραίτηση. Τις γνωρίζουμε όλοι μας τις γυναίκες αυτές, υπήρξαν μανάδες μας, θείες μας και μέσα στη μοναξιά τους διατηρούν πάντα ατόφια την αξιοπρέπεια και, συχνά, ένα χαλύβδινο προσωπείο ή και μια απρόσμενα αδάμαστη αποφασιστικότητα, με την οποία είναι ικανές να διαχειρίζονται και τις πιο δύσκολες καταστάσεις.

Παραδόξως, οι «Μεγάλες γυναίκες» επικοινωνούν άμεσα με την «Υπόσχεση γάμου». Για να αλλάξει τη γωνία του φακού, ο συγγραφέας έκανε κάτι απλό: πρόσθεσε είκοσι χρόνια στις γυναίκες και αφαίρεσε είκοσι από τον γητευτή τους. Τα πράγματα αυτομάτως αλλάζουν, μένοντας όμως κατά βάθος ίδια: εκεί που η σαραντάρα έπαιζε με το ενδεχόμενο να κάνει το μεγάλο τόλμημα, να αλλάξει ζωή και να δοκιμάσει μια νέα αρχή με έναν συνομήλικό της, τώρα η εξηντάρα διαπράττει το αδιανόητο: βάζει στο διαμέρισμά της έναν εικοσάχρονο, με πρόσχημα δύο πράγματα: την εμφανισιακή ομοιότητα με τον παπά (κάτι που ξυπνάει μέσα της τον ντετέκτιβ) και τη φτώχεια του και την ανάγκη του για ένα πιάτο φαΐ. Και με ανομολόγητο στόχο, όχι τόσο το κρεβάτι που μάλλον ούτε η ίδια διανοείται πια όσο την επιβεβαίωσή της ως γυναίκας. Στη χειρότερη περίπτωση, το κέρδος τού να νοηματοδοτήσει ξανά την ύπαρξή της, μέσω της προσφοράς ενός πιάτου φαγητού σε κάποιον που το χρειάζεται, μέσω δηλαδή της στοργής, δεν είναι αμελητέο.

Ο Συμπάρδης, όπως επίσης συνηθίζει, χτίζει μια ιστορία με υπόγειο σασπένς, ενώ ταυτόχρονα παίζει με τις προκαταλήψεις. Ο άγνωστος νεαρός είναι ή όχι παραβατικός; Είναι ή όχι εκμεταλλευτής ηλικιωμένων; Ποιες επιπτώσεις θα υπάρξουν από την παράτολμη κίνηση της Σοφίας; Το μόνο σίγουρο, χωρίς ούτε αυτό να λέγεται ρητά, είναι πως δεν πρόκειται για ξένο. Και ότι περιπλανώμενοι φτωχοί νέοι, πάλι χωρίς και αυτό να σημειώνεται ποτέ, είναι πια και αρκετοί Ελληνες.

Γυναικεία συνενοχή

Οι διακυμάνσεις των αισθημάτων, οι μικρές παραλλαγές τους, η διερεύνηση της γυναικείας συνενοχής, η έκφραση της αιδούς αλλά και η υπεράσπιση της αξιοπρέπειας αποτυπώνονται με ιδιαίτερη μαεστρία.

Αν πάντως θα έπρεπε οπωσδήποτε να διαλέξουμε έναν χαρακτήρα, θα λέγαμε ότι η προσωπικότητα του Σταύρου, ως πιο σαφής και τετράγωνη, είναι χτισμένη εξαιρετικά και είναι απόλυτα ολοκληρωμένη. Ισως περισσότερο από της πρωταγωνίστριας Σοφίας που, επειδή είναι από τη φύση της πιο δυσκίνητος χαρακτήρας, χρειαζόταν ίσως και άλλες σελίδες για να αποκρυπτογραφηθεί πλήρως. Αλλά τότε θα έπρεπε να περιμένουμε μερικά χρόνια ακόμη για να τη γνωρίσουμε!

Απόσπασμα

«Γράψε όμορφος» του είπε

Τα πάρε δώσε με την Αστυνομία συνεχίστηκαν μέχρι που βγήκε το καλοκαίρι. Της χτυπούσαν το κουδούνι μια στο τόσο οι ίδιοι αστυνομικοί με τα πολιτικά –με μπλουτζίν πάντοτε και οι δύο, με πολύχρωμα πουκάμισα ή κοντομάνικα και πολύ νεανικά για την ηλικία τους μπλουζάκια –στρογγυλοκάθονταν απέναντί της σταυροπόδι, σαν παλιοί γνώριμοι, υπερήφανοι για τα ξεκάλτσωτα πόδια τους, και την πιλάτευαν.

Την πρώτη φορά της ζήτησαν να τους περιγράψει τον Σταύρο. Ο ένας –ο πιο γεμάτος –ρωτούσε κι ο άλλος κρατούσε σημειώσεις. «Σαν να λέμε ομορφόπαιδο» έβγαλε το συμπέρασμα εκείνος που υπέβαλλε τις ερωτήσεις κι επειδή η Σοφία δεν το σχολίασε: «Σε ρωτάω αν αρέσει στις γυναίκες, αν εσένα σου άρεσε» κι επειδή την είδε που έγινε κόκκινη σαν παπαρούνα, γύρισε στον συνάδελφο και «γράψε όμορφος» του είπε.(Απόσπασμα από το βιβλίο)

Γιώργος Συμπάρδης

Μεγάλες γυναίκες

Εκδ. Μεταίχμιο, 2015, σελ. 102

Τιμή: 10 ευρώ

Κυκλοφορεί: 6/4/2015