Αν η νουβέλα του Γιάννη Μακριδάκη «Αντί στεφάνου» πιστώνεται με σπουδαία ευρήματα ουσίας, ανάμεσα στα ενδεικτικότερα συγκαταλέγεται ένα για το οποίο δεν μπορούμε να αποφανθούμε κατά πόσον το έχουμε συναντήσει ή όχι σε σελίδες της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Να ακούμε για τον «αμίλητο» Στέφανο Λαδικό –τον βασικό ήρωα της νουβέλας –από τους λαλίστατους συγκατοίκους του στο νησί ό,τι χειρότερο μπορεί να ειπωθεί για έναν άνθρωπο και ωστόσο να σχηματίζεται μέσα μας η βεβαιότητα ότι πρόκειται για σπουδαίο άτομο. Για μια προσωπικότητα που, αν και θα ήταν δύσκολο να ανθήσει ακόμη και σε ένα ευρύτερο περιβάλλον σε σχέση με εκείνο ενός νησιού, με την επιβίωσή του και μόνο μεταβάλλεται σε μια γλυκιά παραμυθία ότι ο αποσυνάγωγος, ο περιθωριακός, ο κατά Χριστόν σαλός, παραμένει τελικά μια αδιαμφισβήτητη αξία για όλες τις κοινωνίες και για όλες τις λογοτεχνίες.

Δεν μπορούμε, επιπλέον, να γνωρίζουμε σε ποιο βαθμό ο Μακριδάκης έχει διαβάσει τη «Φονταμάρα» του Ινιάτσιο Σιλόνε ή τις «Ουράνιες βοσκές» του Τζον Στάινμπεκ ή έχει δει στο θέατρο την «Επιστροφή της γηραιάς κυρίας» του Φρίντριχ Ντίρενματ. Το γεγονός όμως ότι στοιχεία απολύτως χαρακτηριστικά των τριών αυτών δημιουργών προκύπτουν ως απόρροια σχέσεων που θα τις αναγνώριζες σε απόλυτη εναρμόνιση με τον «χρόνο» και τον «χώρο» ενός ελληνικού νησιού, κάνει τον δημιουργό τού «Αντί στεφάνου» να φαντάζει τόσο όσο ένας μακρινός πρόγονός τους όσο και ως ένας ανεπίγνωστος απόγονός τους. Κυρίως όσον αφορά τη δράση που, αν και τοποθετείται σε μια κουκκίδα γης πάνω στον γεωγραφικό χάρτη, ανοίγει στον μεγάλο κόσμο, σάμπως η νουβέλα, το μυθιστόρημα και το θεατρικό έργο να ξετυλίγονταν σε μια έκταση αντίστοιχη με εκείνη του Λονδίνου ή της Νέας Υόρκης.

Τα ονόματα των ηρώων

Ενας τρόπος για να κυκλώσεις τη φαινομενικά εξαιρετικά απλή υπόθεση της νουβέλας είναι να στηριχτείς στα ονόματα των ηρώων, αφού για παράδειγμα μια ηρωίδα που λέγεται Θέκλα δεν θα μπορούσε να συμπεριφέρεται όπως μια ηρωίδα που τη φωνάζουν Αναστασία ή και το αντίστροφο. Θαυματουργεί κυριολεκτικά όσον αφορά την επιλογή των ονομάτων ο Μακριδάκης, σε βαθμό που ο Παράσχος Ψιλάκης, η Ερμιόνη Κουστουμπέκη, ο Μιχαήλος Καπίκης, ο Ζαχαρίας Βαρδαράκης ή Χτύπος, ο Αντώνιος Πασχάλης, ο Γιαννακός Καψάλας, η Λεμονιά Καλούδη (Αποκόντρια το προσωνύμι της), ακόμη κι αν αγνοούσαμε τι ακριβώς κάνει ο καθένας τους, δεν θα δυσκολευόμασταν να τους αναγνωρίσουμε ως τον περιπτερούχο, την παντοπώλισσα, τον κρεοπώλη, τον καφετζή, τον συμβολαιογράφο και υποθηκοφύλακα, τον διανοητικώς ανάπηρο και τέλος τη χήρα κουτσομπόλα. Τόσο περισσότερο που οι τέσσερις πρώτοι έρχονται σε επαφή καθημερινά καθώς τα μαγαζιά τους αντίκρυ ή δίπλα το ένα στο άλλο αποτελούν τον κόμβο όπου διαδραματίζεται η κοινωνική ζωή του νησιού.

Για οποιονδήποτε ο συνδυασμός του νησιού με τις επαγγελματικές ιδιότητες ορισμένων ηρώων τού «Αντί στεφάνου» θα τον έκανε να φανταστεί ότι πρόκειται για μια ηθογραφία, θα διέπραττε σφάλμα ολέθριο. Αφού το μειδίαμα μιας νεκρής, που μια κοινωνία ολόκληρη προσπαθεί να το ερμηνεύσει, προκαλεί τον συγγραφέα αντί για μια ιστορία του «παραλόγου» να συνθέσει μια κανονική τοιχογραφία προσώπων, επόμενο είναι οι συμπεριφορές των ανθρώπων να αναδεικνύουν το εύθρυπτο και το γελοίο του κοινωνικού ιστού. Με αποτέλεσμα να μεταβάλλεται ο τελευταίος σε ένα «σοφά» τεχνουργημένο δίχτυ που υπαγορεύει τόσο την πιο «αθώα» όσο και την πιο βάναυση συμπεριφορά, όπως είναι για παράδειγμα η άροση ενός περιβολιού αφού με τη μέθοδο της φυσικής του καλλιέργειας διαφωνεί ο άξεστος συνδικαιούχος κληρονόμος του. Κάτι που δεν μπορεί να το πει κανείς για την αφόδευση του Στέφανου Λαδικού στο μνήμα της μητέρας του καθώς παραμένουν άκρως ποιητικοί οι λόγοι που υπαγορεύουν τη «βέβηλη» αυτή πράξη.

«Βέβηλη» γενικότερα η νουβέλα του Μακριδάκη αφού, προκειμένου να κάνει αισθητές τις αντιφάσεις της μικροκοινωνίας του νησιού, δημιουργεί έναν αξεπέραστης μαγείας «δόλιο» αφηγηματικό τόνο –μαζί με την υπέροχη γλώσσα του –ώστε αν και τραβάει το σκοινί στα άκρα, να έχεις την αίσθηση ότι διαβάζεις μια κανονική ιστορία. Με συνέπεια να μην σε εκπλήσσει το γεγονός ότι ένας ολόκληρος μηχανισμός –πλοία, ελικόπτερα, φορτηγά φορτωμένα με μάρμαρα, αφίξεις από την Αμερική –δραστηριοποιείται προκειμένου ένας νεκροθάφτης να καθαιρεθεί από το πόστο του, αλλά και να διεκδικηθεί η πρωτοκαθεδρία όσον αφορά την τέλεση ενός μνημοσύνου –αυτό της Κλεοπάτρας ή Πάτρας Λαδικού με το προσωνύμι η Ξυλαγγούρω -, αν θα είναι τελικά ο «βέβηλος» γιος της που θα το πραγματοποιήσει ή ο «ενάρετος» ξενιτεμένος αδελφός της Σιλβέστρος –η «φωνή» της Αμερικής στο γενέθλιο νησί του.

Εναλλαγές

Το ιερό και το βέβηλο, το γελοίο και το δραματικό

Δεν υπάρχει αποτελεσματικότερος τρόπος να φωτίσεις το γελοίο, παρά με μακρότατες περιγραφές προκειμένου να φανταστεί ο αναγνώστης πως ενδέχεται ακόμη και να το εκθειάζεις. Ή να βάζεις τους ήρωές σου να συνωμοτούν αναμεταξύ τους προκειμένου να καταγγείλουν κάποια στιγμή ως αποτρόπαιο ή ανήκουστο αυτό που ήδη όλοι το γνωρίζουν και το έχουν αποδεχθεί. Τρόπος επίσης ιδιαζόντως εκφραστικός ώστε μέσω του μινιμαλισμού των αντιφάσεων μιας τοπικής κοινωνίας να συνειδητοποιούμε τις αμετροέπειες και τις αδυναμίες σε κλίμακα μαξιμαλιστική. Ενα υπερμέγεθες «υλικό» όσον αφορά σε ζωή και σε θάνατο, όπως αυτό του «Αντί στεφάνου», γίνεται πολύ πιο εύγλωττο στη διαχείρισή του όταν τοποθετείται σε έναν περιορισμένο χώρο. Καθώς το ιερό με το βέβηλο, το γελοίο με το δραματικό, το καθημερινό με το υπερούσιο, μπορεί να εναλλάσσονται με αστραπιαία ταχύτητα χωρίς να συνιστούν ηθικές κατηγορίες, αλλά εκφάνσεις του πραγματικού μέσα στον ίδιο μάλιστα άνθρωπο.

Δεν χρειάζεται το «Αντί στεφάνου» να απεικονίζει ή να υπονοεί κάτι περισσότερο, σε σχέση με αυτό που άμεσα διατυπώνει, για να χαρακτηριστεί ως μια πλήρης αφηγηματική σύνθεση. Φτάνει η αντιδραματικότητα του τέλους του για να συνειδητοποιήσουμε πως κάθε ιστορία που διαβάζεται απνευστί οφείλεται συνήθως σε μια σύμπτωση που αν δεν είχε υπάρξει, η ιστορία αυτή δεν θα είχε γραφτεί. Με αποτέλεσμα η Κλεοπάτρα Λαδικού που τη γνωρίζουμε μόλις έχει κλείσει τα μάτια της, να παίρνει μέσα μας μια θέση ισότιμη με τον γιο της Στέφανο, που μιλούν οι άλλοι γι’ αυτόν, ή τον παπα-Μαρίνο που μιλάει ο ίδιος για τον εαυτό του. Και επίσης την έντονη περιέργεια να πληροφορηθούμε ποιας αλήθεια χρονιάς η 19η Μαΐου συνέπιπτε να είναι Δευτέρα, ημέρα θανάτου της Κλεοπάτρας Λαδικού.

Γιάννης Μακριδάκης

Αντί στεφάνου

Εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2015, σελ. 140

Τιμή: 12 ευρώ