«Κανένας δεν μπορεί να μεταβιβάσει στον άλλον το φυσικό τoυ δικαίωμα, δηλαδή την ικανότητά του να σκέφτεται ελεύθερα και να κρίνει όλα τα πράγματα, ούτε μπορεί να εξαναγκαστεί να το κάνει. Γι’ αυτό και μια εξουσία θεωρείται βίαιη όταν επιχειρεί να επιβληθεί στις ψυχές». Τάδε έφη Σπινόζα, στο 20ό κεφάλαιο της «Θεολογικοπολιτικής Πραγματείας» του. Ή αλλιώς: «Σε κάθε ελεύθερη πολιτεία επιτρέπεται στον καθένα να σκέφτεται αυτό που θέλει και να λέει αυτό που σκέφτεται».

Το 1670 η συγκεκριμένη διαπίστωση θεωρήθηκε επανάσταση. Βλασφημία. Η «Θεολογικοπολιτική Πραγματεία» εκδόθηκε χωρίς όνομα συγγραφέα και εκδότη. Αλλά και τα δύο έγιναν γνωστά πολύ σύντομα. «Μη δείξεις αυτό το βιβλίο σε οποιονδήποτε, αλλά μόνο σε μορφωμένους, που το πνεύμα τους έχει ασκηθεί στη διάκριση του καλού από το κακό» σημειώνει ο φιλόλογος Φραγκίσκος Burman. Η πραγματεία του Σπινόζα θεωρήθηκε μίασμα που μπορεί να μολύνει τις αγνές θρησκευόμενες ψυχές γιατί, κατά τη γνώμη των σεπτών θεολόγων, διακήρυττε την αθεΐα. Στο κάτω κάτω πόση ελευθεροστομία μπορούσε να αντέξει ο 17ος αιώνας; Ακόμα και σήμερα, ποιος έχει τη δύναμη να πάει κόντρα στο ρεύμα; Να σπάσει τη συνωμοσία της σιωπής; Να ορθώσει την ασπίδα της λογικής απέναντι στη δεισιδαιμονία; Ή μήπως δεν ισχύει και σήμερα ότι «όσοι περιφρονούν τον ορθό λόγο, όσοι απορρίπτουν και καταδικάζουν τον νου ως διεφθαρμένη φύση, αυτοί ακριβώς –τι φοβερή αδικία –θεωρείται πως έχουν θεία φώτιση» (σελ. 53).

Στηλιτεύει τους φαρισαίους

Μπορεί οι άνθρωποι να γνωρίζουν από πείρα ότι «τα μυαλά διαφέρουν μεταξύ τους όσο και οι ουρανίσκοι» (σελ. 64), ποιος όμως ανέχεται να ακούσει τη γνώμη του αντιπάλου, ιδίως αν μπορεί να του επιβάλει τη σιωπή; Η συζήτηση σοβαρών ζητημάτων άνευ επιχειρημάτων δεν είναι απότοκο της δικής μας εποχής. «Αν το δίκαιο του κράτους προέβλεπε ότι μόνον οι πράξεις μπορούν να διώκονται, ενώ τα λόγια δεν τιμωρούνται, τέτοιες συγκρούσεις δεν θα μπορούσαν να καλύπτονται με επίφαση δικαίου και οι διαφωνίες δε θα μετατρέπονταν σε συγκρούσεις» (σελ. 50).

Ο Σπινόζα στηλιτεύει τους φαρισαίους: «Υπό το πρόσχημα της θρησκείας θέλουν να αναγκάσουν τους άλλους να σκεφτούν όπως σκέφτονται αυτοί. Αυτό που ενδιαφέρει συνήθως τους θεολόγους είναι να βρουν τον καλύτερο τρόπο για να αντλήσουν από τα κείμενα αυτό που θεωρούν σωστό οι ίδιοι» (σελ. 33). Ο γενναίος φιλόσοφος τολμά να διακρίνει την πίστη από τη θεολογία και το πληρώνει ακριβά. Μιλά για τον φανατισμό που ενισχύεται από τον κρατικό μηχανισμό. Διεκδικεί την ελευθερία να λέει κανείς αυτό που αισθάνεται. Ο Σπινόζα καταφέρνει με αυτό το βιβλίο του να κάνει ακόμα περισσότερους εχθρούς.

Ας μην ξεχνούμε ότι στις 27 Ιουλίου 1656 είχε προηγηθεί ο αφορισμός του από την εβραϊκή κοινότητα. Το «ανάθεμα» συνεπαγόταν κοινωνικό αποκλεισμό. Τον μετέτρεψε από γόνο εύπορης οικογένειας σε απόκληρο. Δεν μπορούσε πλέον να εργάζεται στην οικογενειακή επιχείρηση, άρχισε να βιοπορίζεται ως τεχνίτης. Αλλαξε πόλη και όνομα.

Ο Σπινόζα πήρε το μάθημά του αλλά δεν έκλεισε το στόμα του. Δημοσίευσε ανώνυμα την «Πραγματεία» του, η οποία θεωρήθηκε όχι μόνο βλάσφημη αλλά και επικίνδυνη. Μετακόμισε για δεύτερη φορά: από το Αμστερνταμ στη Χάγη.

«Αν οι άνθρωποι μπορούσαν να ρυθμίσουν όλες τις υποθέσεις τους σύμφωνα με μια βέβαιη γνώμη ή αν η τύχη τούς ευνοούσε πάντα, δεν θα υπέκυπταν σε καμία δεισιδαιμονία» (σελ. 45). Ετσι ξεκινά ο Πρόλογος της «Πραγματείας» θέτοντας το πρόβλημα με απλότητα και προκλητική διαύγεια.

Η τιμωρία της ελευθερίας

Το κείμενο του Σπινόζα, μεταφρασμένο από τον Επαμεινώνδα Βαμπούλη και τον Αρη Στυλιανού αποτυπώνει την έμπεδη επιχειρηματολογία, τον κρυστάλλινο τρόπο σκέψης και την υπόκαυστη φλόγα του φιλοσόφου. Η εισαγωγή του Γεράσιμου Βώκου θέτει το έργο στα ιστορικοκοινωνικά του συμφραζόμενα και αποδίδει με ενάργεια τον πόλεμο που δέχτηκε ο Σπινόζα. Το εργοβιογραφικό σημείωμα καταλογογραφεί με χρονολογίες και τοπωνύμια τον πολυτάραχο βίο ενός ανθρώπου που διεκδικεί το δικαίωμα να είναι ο εαυτός του και να εκφράζεται ελεύθερα σε έναν κόσμο που αυτό τιμωρείται σκληρά.

Για τον Σπινόζα, οι προκαταλήψεις που αφορούν τη θρησκεία αποτελούν κατάλοιπα της αρχαίας δουλείας. Στην περίπτωση της Αγίας Γραφής και της ερμηνείας της από τους επαγγελματίες παντογνώστες, «οι ανθρώπινες επινοήσεις εκλαμβάνονται ως θεία έργα, η ευπιστία συγχέεται με την πίστη, οι διαφωνίες των φιλοσόφων μεταφέρονται στην εκκλησία και το κράτος». Ο Σπινόζα ξέρει πολύ καλά τι σημαίνει μισαλλοδοξία, έχει πληρώσει πολύ ακριβά το δικαίωμά του να λέει αυτό που πιστεύει. Γι’ αυτό και όταν διακηρύσσει ότι «πρέπει να παραχωρηθεί στον καθένα η ελευθερία της κρίσης και η δύναμη να ερμηνεύει τα θεμέλια της πίστης σύμφωνα με την ιδιοσυγκρασία του. Και πως η πίστη του καθενός πρέπει να κρίνεται από τα έργα, αν είναι ευσεβή ή ασεβή», ξέρει πολύ καλά για ποιο πράγμα μιλάει.

Ο Σπινόζα είναι ακόμα πιο επίκαιρος σήμερα. Η εποχή μας ευνοεί τα συνθήματα και υπονομεύει τα επιχειρήματα. Η φωνή του φιλοσόφου, καθαρή, γενναία και κυρίως δοκιμασμένη στα δύσκολα μας θυμίζει ότι, παρόλο που μεσολάβησαν τόσοι αιώνες από τότε, η ελευθερία της σκέψης σε ένα ελεύθερο κράτος δεν είναι αυτονόητη. Σχετίζεται άμεσα με μία κοινωνία βασισμένη στον αλτρουισμό.

Baruch Spinoza

Περί της ελευθερίας

της σκέψης σε ένα

ελεύθερο κράτος

Εισαγωγή: Γεράσιμος Βώκος

Μτφ. Επαμεινώνδας Βαμπούλης, Αρης Στυλιανού, Εκδ. Αγρα 2015, Σελ. 88

Τιμή: 10 ευρώ