Το κακεντρεχές λογοτεχνικό ανέκδοτο που αφορά τον Φίλιπ Ροθ τα τελευταία χρόνια έχει ως εξής: Κάθε χρόνο την ημέρα της ανακοίνωσης του Βραβείου Νομπέλ Λογοτεχνίας ο αμερικανός συγγραφέας σηκώνεται από τα χαράματα στο ερημικό σπίτι όπου ζει στη Νέα Αγγλία. Ντύνεται με προσοχή, ξυρίζεται και περιμένει την Κάντιλακ του εκδότη του που θα τον μεταφέρει στο Μανχάταν, κάπου εκατόν πενήντα χιλιόμετρα μακριά. Εκεί, ολομόναχος σε μια ήσυχη αίθουσα συσκέψεων, θα περιμένει υπομονετικά ολημερίς την αναγγελία της απονομής, προβάροντας τις πρώτες δηλώσεις του στον Τύπο, ξεκαθαρίζοντας νοερά τους λογαριασμούς του με όσους τον αδίκησαν, ρουφώντας πού και πού μια γουλιά καφέ και μασουλώντας ένα κουλουράκι. Το απόβραδο, και ενώ το Νομπέλ έχει καταλήξει σε κάποιο απόμακρο σημείο του πλανήτη (κάτι που ουδείς από τον Οίκο έχει το κουράγιο να του ανακοινώσει), σε κάποια μάλλον άγνωστη στο λογοτεχνικό κατεστημένο της Νέας Υόρκης Ελφρίντε Γέλινεκ, Χέρτα Μίλερ ή τον ξεχασμένο Πατρίκ Μοντιανό, ο Φίλιπ σηκώνεται και αμίλητος σέρνει τα βήματά του ως το ασανσέρ που θα τον οδηγήσει στο γκαράζ και από εκεί πίσω στο αγροτικό μελαγχολικό Κονέτικατ.

Στη θεωρία

Δεν υπάρχει άλλος συγγραφέας στην ιστορία του θεσμού που να κέρδισε θεωρητικά το Νομπέλ τόσες φορές και άλλες τόσες να το έχασε στο τέλος της ημέρας από σαφώς «υποδεέστερους αντιπάλους», όπως θα λέγαμε στην ποδοσφαιρική διάλεκτο. Στην περίπτωση Ροθ μοιάζει σαν οι γέροντες της Στοκχόλμης να βγάζουν όλο τους το άχτι απέναντι στην πολιτισμική επικυριαρχία των Αμερικανών και στην εκ μέρους τους επιβολή της ατζέντας και της θεματικής τους σε όλο τον πλανήτη. Ο Ροθ στα μάτια τους πρέπει να συνοψίζει την ικανότητα του εκάστοτε κυρίαρχου πολιτισμού –ό,τι κι αν σημαίνει ο όρος –να επιβάλλει θεματικές γραμμές, θεωρία, στυλ γραφής, ακόμη και ιδεολογία, όσο κι αν ο Ροθ το αρνείται μετά βδελυγμίας σε σειρά άρθρων και συνεντεύξεων σε αυτό το βιβλίο.

Στην περίπτωση Ροθ η πικρία για την απόρριψη είναι δεδομένη, και αυτό προαναγγέλλεται ήδη στα πρώτα του βήματα –φυσικά και στην παρούσα συλλογή δοκιμίων και συνεντεύξεων που καλύπτει την πρώτη λογοτεχνική του περίοδο, ώς τις αρχές της δεκαετίας του ’80. Ενας λόγος είναι ότι ο Ροθ έγινε ευθύς εξαρχής λογοτεχνική περσόνα. Παρακολουθώντας στενά τα κοινωνικά και καλλιτεχνικά κινήματα του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα, τοποθετούμενος πολιτικά στην όχθη του φιλελεύθερου εβραϊσμού, βάλλοντας άκομψα κατά του Νίξον, καταγγέλλοντας τον πόλεμο στο Βιετνάμ, υιοθετώντας την παιχνιδιάρικη πρόκληση ως τρόπο γραφής, κυρίως όμως θέτοντας τον εαυτό του στο επίκεντρο των μεγάλων συζητήσεων για τη σεξουαλική απελευθέρωση και τον φεμινισμό, το νεαρό Εβραιόπουλο από το Νιου Τζέρσεϊ θα κέρδιζε το Βραβείο Πούλιτζερ με το πρώτο του κιόλας βιβλίο (το «Αντίο Κολόμπους», το 1959) και θα βρισκόταν στο επίκεντρο μιας μείζονος διαμάχης για το περίφημό του «Το Σύνδρομο Πορτνόι» (1969).

Με νύχια και με δόντια

Το βλάσφημο χιούμορ του, η συστηματική ενασχόλησή του με τη γενικώς απαγορευμένη και ενοχοποιημένη περιοχή του αυνανισμού, η ηδονική εκ μέρους του εκθεμελίωση της εικόνας του νομοταγούς ευυπόληπτου Εβραίου, το βούτηγμα στα απόνερα του φροϊδισμού και η απέχθειά του προς την πολιτική ορθότητα όπως εκφράστηκε από τα νέα κοινωνικά κινήματα, του εξασφάλισαν εγκαίρως μια ευπρόσδεκτη φήμη που καλλιεργεί εδώ με νύχια και με δόντια. Προασπίζεται με συνέπεια τη λογοτεχνική χώρα που έχει οριοθετήσει για τον εαυτό του ή, με άλλα λόγια, δεν αφήνει τίποτα να πέσει κάτω, σε σημείο που πρωτοδημοσιεύει έπειτα από δεκαετίες μια απάντησή του σε διάσημη κριτικό της εποχής. Ανασύρει δε σε διάφορα κείμενα του τόμου, ως εν δυνάμει συμμάχους του στον σκιώδη αγώνα του κατά των κριτικών και του ορθόδοξου εβραϊκού λόμπι, συγγραφείς όπως ο Κάφκα, στον οποίο ανακαλύπτει χιουμοριστικές ποιότητες, ο Τζόις, ο Χένρι Τζέιμς, ο Σελίν και κυρίως οι προηγηθέντες αυτού Αμερικανοεβραίοι Σαούλ Μπέλοου και Μπέρναρντ Μάλαμουντ, με τους οποίους συχνά πυκνά διαλέγεται.