Στην Ελλάδα οι φίλαθλοι είναι ελάχιστοι. Κυριαρχούν οι οπαδοί, πιστοί ακόλουθοι και ακούραστοι συνοδοί των αγαπημένων τους ομάδων. Στην Ελλάδα οι οπαδοί, περισσότερο από υποστηρικτές ενός αθλητικού συλλόγου, είναι θιασώτες μιας «ιδέας» η οποία, σχεδόν νομοτελειακά, μετουσιώνεται σε «θρησκεία». Αγαπούν πιο πολύ το Τριφύλλι του Παναθηναϊκού παρά το ποδόσφαιρο, περισσότερο τον Εφηβο του Ολυμπιακού παρά το μπάσκετ. Κάθε φορά που συγκεντρώνονται στον «ναό» τους, πέρα από το να εκφράσουν την απέραντη λατρεία τους για τον «θεό» τους, επιδιώκουν και να μειώσουν τον αντίπαλό τους –τους «αλλόθρησκους» οπαδούς κατώτερων θεών. Για να το καταφέρουν αυτό, συνήθως, επιλέγουν τη συνθηματολογία.

Ομως όταν οι οπαδοί του ΠΑΟΚ τραγουδούν «Είσαι θρησκεία, είσαι μαγεία, / μες στο κορμί μου / μια ουσία […] Προσκυνώ, προσκυνώ, / τον δικέφαλο αετό» και οι οπαδοί του Αρη ορκίζονται ότι «Οπου παίζει ο θεός/ δεν θα είναι μοναχός,/ γιατί, Αρη μου, δεν γίνεται αλλιώς», δεν εξωτερικεύουν μόνο την αφοσίωσή τους στην αγαπημένη τους ομάδα αλλά και παράλληλα στιχουργούν. Και κάθε φορά που οι οπαδοί του Ολυμπιακού φωνάζουν «Μπόχα, βρώμα / του ΠΑΟ η ιστορία, / μέσα στην πουστιά/ η Θύρα Δεκατρία» και οι οπαδοί του Παναθηναϊκού απαντούν «Σκατόφλωροι χωρίς ιδανικά, /ρουφιάνοι είστε από μικρά παιδιά. / Ναύτης ο μπαμπάς, / πουτάνα η μαμά», εκτός από το να χλευάζουν τον αντίπαλό τους, επιδίδονται ταυτόχρονα και ακούσια σε κάποιου είδους «δημιουργική παραγωγή πρωτοτύπου λόγου».

Διαβάζοντας τα συνθήματα έξι ελληνικών ομάδων, από τις μεγαλύτερες της χώρας, που παρουσιάζονται στο βιβλίο «Συνθήματα και τραγούδια των ελληνικών γηπέδων» (εκδ. Αγρα) του πρόωρα χαμένου Σπύρου Μπουκάλα και του συμφοιτητή του Ιάσονα Σχινά – Παπαδόπουλου, διαπιστώνει κανείς ότι παρά την οργισμένη αντιπάθεια που τους χωρίζει, οι έλληνες οπαδοί μοιράζονται πολλά κοινά στοιχεία τόσο μεταφορικά όσο και κυριολεκτικά. Ολοι λατρεύουν τον σύλλογό τους σαν θεό και δοξάζουν την ομάδα τους σαν θρησκεία. Δηλώνουν έτοιμοι να θυσιαστούν στο όνομα του Θρύλου ή του Δικέφαλου Αετού, εγκαταλείποντας οικογένεια, ερωτική σύντροφο και εργασία. Είναι χυδαία αθυρόστομοι, ρατσιστές και σεξιστές και συχνά καταφεύγουν στα ναρκωτικά για να φτιαχτούν και να μπορέσουν να «αντιληφθούν»το μεγαλείο της ομάδας τους. Αποκτούν μια σχέση «ερωτική» με το αγαπημένο τους σωματείο η οποία, όμως, αρκετές φορές μετατρέπεται σε ψύχωση, αγγίζοντας τα όρια ακόμη και του φασισμού με δυσάρεστα και, ενίοτε, οδυνηρά αποτελέσματα.

Την ίδια ώρα, ωστόσο, οι έλληνες οπαδοί, όπως οι οπαδοί όλου του κόσμου, εμφανίζονται και αποδεικνύονται ιδιαίτερα άμεσοι, πρωτότυποι και εφευρετικοί, τουλάχιστον όσον αφορά το ρεπερτόριό τους. Για να συνθέσουν τα συνθήματά τους, αξιοποιούν τόσο την επικαιρότητα όσο και την Ιστορία, για να τα μελοποιήσουν βασίζονται πάνω σε γνωστούς ρυθμούς –από τον Εθνικό Υμνο και τα κάλαντα έως τον Τσιτσάνη, τον Λοΐζο και αντάρτικα τραγούδια της Αντίστασης –ενώ η δομή των πονημάτων τους παρουσιάζει πολλά κοινά στοιχεία με την παραδοσιακή στιχουργική, όπως η ομοιοκαταληξία –είτε σταυρωτή είτε πλεκτή, ακόμη και ζευγαρωτή.

Σύμφωνα με τους συγγραφείς της παρούσας εργασίας, θα μπορούσαμε, μάλιστα, να πούμε πως τα συνθήματα των γηπέδων αποτελούν «μια μορφή ανώνυμης, λαϊκής ποίησης» η οποία αποκαλύπτει πολύ περισσότερα από τα αισθήματα λατρείας των οπαδών για την ομάδα τους και μίσους για τα αντίπαλα σωματεία.

Το περιεχόμενο του βιβλίου αρχικά συντάχθηκε το ακαδημαϊκό έτος 2008-2009 ως εργασία των φοιτητών Σπύρου Μπουκάλα – Καρκαγιάννη και Ιάσονα Σχινά – Παπαδόπουλου για το υποχρεωτικό μάθημα της Γενικής Γλωσσολογίας στο Τμήμα Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης του Πανεπιστημίου Αθηνών. Οι δύο πρωτοετείς φοιτητές παρέδωσαν την εργασία στον καθηγητή τους Σπύρο Μοσχονά τον Ιούνιο του 2010. Τον επόμενο χρόνο, ο Σπύρος Μπουκάλας – Καρκαγιάννης σκοτώθηκε σε αυτοκινητικό. Η πρωτοβουλία της έκδοσης ανήκει στην οικογένειά του ενώ την επιμέλεια ανέλαβε ο πατέρας του, ο δημοσιογράφος Παντελής Μπουκάλας, προσθέτοντας παράλληλα και μια σειρά από κατατοπιστικές σημειώσεις για τους αμύητους στον κόσμο του ελληνικού οπαδισμού.