Στο ένατο και βραβευμένο μυθιστόρημά του ο γεννημένος το 1957 αμερικανός συγγραφέας ξεπερνά σε φιλοδοξία τον εαυτό του καταπιανόμενος με τη φυσιολογία του εγκεφάλου, τη συρρίκνωση των βιοτόπων, τη σύγκρουση ανάπτυξης και φύσης, τα όρια της επιστήμης και τη δαρβινική σύλληψη της εξέλιξης. Προκύπτει ένα επιστημονικό μελοδραματικό θρίλερ που, αν μη τι άλλο, καταδεικνύει το προς τα πού τραβάει η λογοτεχνία στα χρόνια της παγκοσμιοποίησης.

Μια εξ αρχής προειδοποίηση: Πρόκειται για ένα δύσκολο βιβλίο τόσο λόγω της συνθετότητάς του όσο και γιατί η αιχμή της επιστημονικής ορολογίας που διασχίζει το κείμενο είναι άγνωστη ή έστω ανεπαρκώς αφομοιωμένη τόσο από την εντόπια επιστημονική κοινότητα όσο και από την ευρύτερη κοινωνία. Ο ίδιος ο μεταφραστής μάς προειδοποιεί δικαίως για τις δυσκολίες που θα αντιμετωπίσουμε στο πεδίο της νευρολογίας του εγκεφάλου. Στην πραγματικότητα όμως είναι πολύ ευρύτερα τα πεδία όπου η τρέχουσα διεθνής προβληματική δεν αγγίζει την δική μας ατζέντα και αυτό γίνεται εμφανές σ’ όλο το βιβλίο. Ισως όμως γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο αξίζει να διαβαστεί.

Ο «Ποταμός της Μνήμης» έχει ως πρωτότυπο τίτλο του το «The Echo Maker» –μια αναφορά στην αυτόχθονη επωνυμία των καναδικών γερανών που εποικούν κατά χιλιάδες τον ποταμό Πλατ της Νεμπράσκα καθ’ οδόν προς την Αλάσκα όπου και αναπαράγονται κάθε καλοκαίρι. Καθώς όμως οι βιότοποί τους συρρικνώνονται και το νερό του ποταμού αντλείται για ποικίλες χρήσεις, οι γερανοί συγκεντρώνονται σε όλο και μικρότερη έκταση, παράγοντας ένα υπέροχο θέαμα που αξιοποιείται από την τουριστική βιομηχανία. Με φόντο την ετήσια μετανάστευση μισού εκατομμυρίου πουλιών, έχουμε μια κλασικού τύπου οικολογική σύγκρουση μεταξύ δυνάμεων της ανάπτυξης και δυνάμεων των προασπιστών της φύσης, η οποία βρίσκεται στην τρέχουσα ατζέντα της αμερικανικής (και όχι μόνο) πολιτικής και επανέρχεται με όλο και μεγαλύτερη συχνότητα στη λογοτεχνία (βλ. μεταξύ άλλων την περίφημη «Ελευθερία» του Τζόναθαν Φράνζεν).

Με φόντο τους γερανούς και την εν γένει άγρια φύση, έχουμε ωστόσο και την καθαυτή ιστορία με την οποία καταπιάνεται το βιβλίο. Ενας τριαντάρης εργάτης σε βιομηχανία συσκευασίας κρέατος, ο Μαρκ, πέφτει θύμα αυτοκινητικού ατυχήματος μια παγωμένη νύχτα σε έναν επαρχιακό δρόμο. Μεταφέρεται στο νοσοκομείο, επιβιώνει αλλά εμφανίζει μια εγκεφαλική βλάβη, το λεγόμενο σύνδρομο Κάπγκρας όπου, αν και οι μνημονικές λειτουργίες διατηρούνται, παρουσιάζεται μια απεμπλοκή από τις συναισθηματικές σταθερές. Ως αποτέλεσμα ο Μαρκ αναγνωρίζει μεν τα χαρακτηριστικά της αδελφής του, της Κάριν, που σπεύδει να τον περιθάλψει εγκαταλείποντας την ζωή και τη δουλειά της, ωστόσο πιστεύει ότι πρόκειται για σωσία της. Σταδιακά μια ολόκληρη θεωρία συνωμοσίας αναπτύσσεται στον πειραγμένο του εγκέφαλο, με πιθανό δράστη την ίδια την αμερικανική κυβέρνηση.

Ακόμη και την πόλη του και το σπίτι του και τον σκύλο του ο Μαρκ θεωρεί ότι τα έχουν αναπαραγάγει άγνωστες δυνάμεις για άγνωστους λόγους.

Υστερα από προσπάθειες της Κάριν, θα σπεύσει προς σωτηρία του ο Τζέραλντ Βέμπερ, διάσημος επιστήμονας του εγκεφάλου και συγγραφέας σμιλεμένος στα πρότυπα του Ολιβερ Σακς, ο οποίος διακρίνει τη δυνατότητα άντλησης υλικού για ένα νέο βιβλίο, αφού το σύνδρομο Κάπγκρας είναι αποτέλεσμα ψυχολογικών διαταραχών, ημιπληγίας ή υπερδοσολογίας ναρκωτικών ουσιών και όχι τραυματισμού του εγκεφάλου. Και εδώ διανοίγεται το άλλο μεγάλο πεδίο με το οποίο καταπιάνεται εξαντλητικά και ενίοτε φλύαρα ο συγγραφέας, η ίδια η νευροεπιστήμη: οι πρόοδοι, τα αδιέξοδα, οι σχολές σκέψης, οι φιλοδοξίες, οι ακαδημαϊκές έριδες, οι προσωπικές αποτυχίες και τα σχετικά που έχουν οδηγήσει τον Τζέραλντ σε κρίση και τον ωθούν να αναζητήσει τη λύτρωση μακριά από την οικογενειακή εστία, στις αγκάλες μιας μυστηριώδους νοσοκόμας που περιθάλπει τον Μαρκ με φόντο τους γερανούς που χορεύουν το χάραμα και λίκνο τις απέραντες πεδιάδες της Μεσοδυτικής Αμερικής.

Και η Κάριν; Η Κάριν υποφέρει από την αναγκαστική της αποξένωση. Επανασυνδέεται με προηγούμενο έρωτά της, τον χορτοφάγο, αγνό ιδεολόγο περιβαλλοντιστή Ντάνιελ, που έχει αφιερωθεί στη σωτηρία των υγροβιότοπων του Πλατ και των γερανών, και ο οποίος της προσφέρει δουλειά και στέγη. Λυτρώνεται πρόσκαιρα αλλά βαριέται θανάσιμα λόγω του κοινωνικά αποστειρωμένου βίου του οικολόγου με αποτέλεσμα να ξαναερωτευτεί τον εχθρό του, έναν παντρεμένο εργολάβο –κλασικότερο πρότυπο άντρα και εραστή. Η σύγκρουση χαρακτήρων γίνεται εδώ σχηματική, σχεδόν αρχετυπική, αλλά η οικολογία, υποδηλώνει ο συγγραφέας, θα χάσει νομοτελειακά από τις δυνάμεις της ανάπτυξης, από τον ανθρώπινο αυτό εγκέφαλο που, αν και διατηρεί μνήμες από την εξελικτική του πορεία, αν και διαθέτει στιβάδες και συνάψεις πολύ κοντά σε αυτές του γερανού, έχει πλήρως αυτονομηθεί από τη φύση και στραφεί εναντίον της. Μάλιστα σε κάποιο σημείο ο συγγραφέας ωθεί τον διάλογο σε πληροφορίες από φυλλάδια των τοπικών περιβαλλοντικών οργανώσεων ισχυριζόμενος ότι η εξαφάνιση του ανθρώπινου είδους ελάχιστα θα κοστίσει στην υπόλοιπη φύση –το αντίθετο μάλιστα. Μ’ αυτά και μ’ αυτά το μυθιστόρημα μπορεί να ενταχθεί στη φιλολογία του «τέλους του κόσμου» που εσχάτως ανθεί, παράγοντας αξιόλογα δείγματα γραφής και απεικονίζοντας τον συλλογικό φόβο για το άδηλο μέλλον.