Τα τελευταία χρόνια έχουμε αρκετά δείγματα μιας νέας λογοτεχνικής υποκατηγορίας που σχεδόν συγκροτεί τάση: της λογοτεχνίας όπου κεντρικοί μυθιστορηματικοί ήρωες είναι στενοί συγγενείς του συγγραφέα. Το είχαμε δει πριν από μερικά χρόνια με τη «Μαμά» αλλά και το «Η ζωή είναι αγρίως απίθανη» της Μαργαρίτας Καραπάνου, επίσης με την «Καλοσύνη των ξένων» του Πέτρου Τατσόπουλου. Πιο πρόσφατα είχαμε το «Βιβλίο της Κατερίνας» του Αύγουστου Κορτώ και τη «Νίκη» του Χρήστου Χωμενίδη. Τα τέσσερα στα πέντε είχαν απόλυτη πρωταγωνίστρια τη μητέρα. Και όλα είχαν μεγάλη απήχηση στο κοινό.

Συνήθως πρόκειται για ένα τραύμα. Που, ανάλογα με το ταμπεραμέντο και τις λογοτεχνικές προθέσεις του συγγραφέα, δραματοποιείται ή αποδραματοποιείται, γίνεται συγγραφικός στόχος ή πρόφαση ή καμιά φορά και τα δύο.

Το αν η υποκατηγορία αυτή πράγματι υπάρχει και αν σε αυτή θα πρέπει να εντάξουμε και το νέο βιβλίο της Τατιάνας Αβέρωφ θα κριθεί πιο ψύχραιμα αργότερα. Το «Δέκα ζωές σε μία», που κυκλοφορεί τη Δευτέρα από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, έχει πάντως τόσο κοινά σημεία όσο και σημαντικές διαφορές από τα άλλα – που ούτε και εκείνα μοιάζουν αναγκαστικά μεταξύ τους.

Πέρα από το γεγονός ότι εδώ πρωταγωνίστρια είναι η πατρική και όχι η μητρική φιγούρα, ο Ευάγγελος Αβέρωφ – για τον οποίο, βέβαια, ο λόγος – έδρασε πολύ πρόσφατα και στην ουσία είναι ακόμη παρών στην πολιτική ζωή, όπως και στη συλλογική μνήμη. Στο βιβλίο του Χωμενίδη βαραίνει η πολιτική σκιά του παππού του, που ανήκε στην άλλη όχθη, του αντιστασιακού και υπαρχηγού τού Νίκου Ζαχαριάδη, Χρήστου Χωμενίδη, στο προπολεμικό ΚΚΕ, εκεί όμως μιλάμε για μια γενιά πίσω, ενώ πρωταγωνίστρια είναι η κόρη του Νίκη, μητέρα του συγγραφέα.

Υπάρχει όμως και κάτι άλλο: Η Τατιάνα Αβέρωφ, έχοντας θητεύσει και στο λεγόμενο «ιστορικό μυθιστόρημα», έχοντας όμως και στα πρώτα της νιάτα, από το 1972 μέχρι το 1978 περίπου, κινηθεί πολιτικά – ως ανέντακτη – στον χώρο της Ανανεωτικής Αριστεράς, αποφάσισε – εκ του αποτελέσματος προκύπτει αυτό – να κάνει μια «ντρίπλα». Από τις δέκα ζωές του Ευάγγελου Αβέρωφ παρουσιάζει τις πέντε – από το 1908 που γεννιέται μέχρι το 1947 που πρωτοεκλέγεται βουλευτής –, αφήνοντας μια αρκετά αόριστη υπόσχεση ότι σε επόμενο βιβλίο μπορεί να αφηγηθεί τις άλλες πέντε. Οι λόγοι πολλοί. Ενας θα μπορούσε να είναι ότι τα πολιτικά πάθη είναι ακόμα εδώ: δεν είναι λίγοι εκείνοι από τους σημερινούς κυβερνώντες και έχοντες το πάνω χέρι στον χώρο της Νέας Δημοκρατίας που μπορούν να θεωρηθούν, κυριολεκτικά ή καθ’ υπερβολήν, πνευματικά του τέκνα. Με πρώτο τον ίδιο τον σημερινό Πρωθυπουργό.

Τον άλλο, επίσης πολύ σημαντικό λόγο, τον εξηγεί η ίδια στο «Βιβλιοδρόμιο»: «Ηθελα να τον γνωρίσω καλύτερα, τον άνθρωπο ιδίως, όχι τον δημόσιο άνδρα, ερευνώντας και ανακαλύπτοντας μια παιδική και νεανική του ηλικία για την οποία δεν ήξερα τίποτα. Και η οποία εξηγεί τα πάντα». Εξού και στο βιβλίο δεν πρωταγωνιστεί ο Ευάγγελος, αλλά ο Λόλης, όπως τον φώναζαν οι δικοί του. Και μαζί πρωταγωνιστεί και μια άλλη εποχή, των τσιφλικάδων και των κολίγων, μιας φεουδαρχικής κοινωνίας που έπρεπε να γίνει αστική.

«Ηδη το 1939 υπάρχει ένα γράμμα του πατέρα μου στο οποίο γράφει ότι η Μόσχα είναι επικίνδυνη και ότι η θέση της Ελλάδας είναι με το δυτικό μπλοκ» λέει η Τατιάνα Αβέρωφ. Ωστόσο, λίγοι πια θυμούνται ότι ο Ευάγγελος Αβέρωφ δεν εντάχθηκε εξαρχής στη δεξιά παράταξη. Στα νιάτα του ήταν θαυμαστής του Αλέξανδρου Παπαναστασίου, ενώ η πρώτη του εκλογή στη Βουλή, το 1947, έγινε με το Κόμμα των Φιλελευθέρων του Σοφοκλή Βενιζέλου.

«Ο αντικομμουνισμός του ήταν συνειδητός, δεν είχε να κάνει με τα εσωτερικά πάθη αλλά με μια γενικότερη αντίληψη για το διεθνές περιβάλλον» εκτιμά η συγγραφέας και κόρη του. Αλλωστε τα εσωτερικά πάθη είχαν παρεισφρήσει και στο οικογενειακό περιβάλλον, όχι βέβαια γιατί υπήρχαν αριστεροί, αλλά γιατί, όπως συνέβαινε σε όλη την ελληνική κοινωνία τότε, υπήρχαν φανατικοί βενιζελικοί και αντιβενιζελικοί. Ο πατέρας του Τάσος Αβέρωφ ήταν αντιβενιζελικός και δεν χώνευε τους πολιτικούς. Ο μεγάλος αδελφός του Τάσου, όμως, ο Γεώργιος Αβέρωφ, ήταν βουλευτής του Ελευθέριου Βενιζέλου. Και τα δύο αδέλφια δεν μιλούσαν μεταξύ τους για μεγάλο διάστημα. Η σύζυγος του Τάσου, γιαγιά δηλαδή της Τατιάνας, ήταν και αυτή βενιζελική. Γόνος των Χατζηγακαίων από το Περτούλι.

Η οικογένεια μεγάλωνε στα Τρίκαλα. Οι περισσότεροι Αβέρωφ είχαν φύγει από το Μέτσοβο τον 19ο αιώνα. Ο Γεώργιος Αβέρωφ ο ευεργέτης, αδελφός του προπάππου του Ευάγγελου, έζησε και πέθανε στην Αλεξάνδρεια. Ο παππούς του Ευάγγελου πήγε στην Εύβοια όπου διατηρούσε τσιφλίκι. Ο κυρ Τάσος, που σπούδασε γεωπόνος στη Γαλλία, πήρε το μερτικό του από την οικογενειακή περιουσία και εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλία. Αγόρασε εκτάσεις, έφερε μηχανήματα από την Ευρώπη, όπως το ατμοκίνητο τρακτέρ και τη θηριώδη πατόζα. Ο γιος του ο Λόλης (Ευάγγελος) ήταν αυτός που επανασυνδέθηκε με το πατρογονικό Μέτσοβο.

«Τα πάθη του ήταν το Μέτσοβο, η λογοτεχνία και η πολιτική μέχρι το τέλος της ζωής του» λέει η Τατιάνα Αβέρωφ. «Και από πίσω υπήρχε και ένας μεγάλος πατριωτισμός. Η Ελλάδα ήταν το άλλο μεγάλο του πάθος. Ως συγγραφέας θα ήταν καλύτερος αν δεν είχε τον διδακτισμό. Το στοιχείο της διδαχής προς τις νεότερες γενιές. Το Μέτσοβο ήταν το όραμά του σε στενό επίπεδο. Ενα παράδειγμα, όπως το έβλεπε, για το πώς θα μπορούσε να αναπτυχθεί η Ελλάδα αν όλα περνούσαν από τα χέρια ενός, ελεγχόμενα. Ο,τι έδωσε στο Μέτσοβο ήθελε να το δώσει και στη χώρα. Και το Μέτσοβο, πιστεύω, ήταν το μεγαλύτερο έργο του. Δεν θα ήταν αυτό που είναι σήμερα χωρίς εκείνον».

Οσο για την πολιτική… «Ηταν πρακτικός άνθρωπος. Του άρεσε η αποτελεσματικότητα και αυτό νομίζω είναι ένα από τα στοιχεία που καθόρισαν τις πολιτικές επιλογές του. Αλλά εξαντλούσε και τα περιθώρια διαλόγου. Εξού και το θέμα της γέφυρας. Είχε τη διπλωματία στο αίμα του. Ο μεγάλος του αδελφός, ο Μισέλ (Μιχαήλ), ήταν σε μόνιμη σύγκρουση με τον πατέρα τους Τάσο. Η μητέρα τους ήταν της μανούβρας. Ο Λόλης ήταν ο γεφυροποιός και στην οικογένεια».

Η Τατιάνα Αβέρωφ περιγράφει έναν άνθρωπο «με ατελείωτη ενέργεια,

απίστευτη αυτοπεποίθηση, πολύ εύκολη επικοινωνία με τους ανθρώπους όλων των κοινωνικών κατηγοριών». Επίσης «είχε τεράστια μόρφωση και μνήμη. Θυμόταν ό,τι είχε διαβάσει. Κατείχε τη γαλλόφωνη λογοτεχνία και άλλες λογοτεχνίες από μετάφραση. Διάβαζε επίσης ιστορία, οικονομία. Είχε μια πλευρά εκλεπτυσμένου κοσμοπολίτη, περνούσε όμως καλά και στα πανηγύρια στο Μέτσοβο. Και τον ενδιέφερε πολύ να είναι και να φαίνεται έντιμος». Ομως «δεν είχε καλό αισθητήριο ως προς την ποιότητα των ανθρώπων γύρω του. Μάζευε πολλή σαβούρα. Αν του το επεσήμαινες για κάποιον, το μότο του ήταν «κάνει λιγότερα απ’ όσα πρέπει, περισσότερα απ’ όσα μπορεί». Η πίστη και η αφοσίωση προς το πρόσωπό του τα συγχωρούσαν όλα. Υπήρχε ένας άθλιος περίγυρος».

INFO

Το βιβλίο της Τατιάνας Αβέρωφ παρουσιάζεται την Τετάρτη 19 Νοεμβρίου (ώρα 19.30) στην Ελληνοαμερικανική Ενωση (Μασσαλίας 22). Μιλούν ο υπουργός Πολιτισμού Κ. Τασούλας, ο ζωγράφος Γ. Ρόρρης, η κριτικός λογοτεχνίας Κ. Σχινά και ο συγγραφέας Στρ. Χαβιαράς​.

Ο επίλογος

«Πατέρα, ποιος ήσουν, αλήθεια;»

Η Τατιάνα Αβέρωφ, που σπούδασε ψυχολογία για τα βγάλει πέρα με μια τόσο επιβλητική παρουσία, λέει ότι ο πατέρας της την αγαπούσε πολύ. Το βιβλίο ήθελε να το γράψει καιρό, από τότε που τελείωσε το τρίτο της μυθιστόρημα – έχει γράψει τέσσερα. Και έκανε έξι χρόνια να το τελειώσει. Απευθυνόμενη προς αυτόν, στον εντυπωσιακό επίλογο του βιβλίου, καταλήγει γράφοντας: «Η αγάπη, λένε, θέλει δυο ολόκληρους ανθρώπους. Σε ασπάζομαι, πατέρα, τώρα πια μπορώ να σ’ αγαπήσω. Συγγνώμη που άργησα τόσο». Λίγο παραπάνω, στον ίδιο επίλογο που έχει τον τίτλο «Ασπασμός», γράφει: «Σε έχουν πει ακροδεξιό, σκληροπυρηνικό, γεφυροποιό, παλαιοκομματικό, φασίστα. Σε έχουν πει ευπατρίδη πολιτικό, οραματιστή, αναμορφωτή, ρεαλιστή, ιδεολόγο. Πολλοί πίνουν νερό στο όνομά σου, ακόμα και σήμερα, είκοσι πέντε χρόνια μετά τον θάνατό σου.

Εχω νιώσει από νήπιο τη λατρεία και την απέχθεια στο πρόσωπό μου επειδή ήμουν παιδί σου. Εχω απορήσει μέχρι δακρύων που αποτύχαινα να κερδίσω το χαμόγελο της δασκάλας, όσο κι αν προσπαθούσα. Εχω ντραπεί μέχρι δακρύων για τα χαμόγελα και τα “μπράβο” που κέρδιζα χωρίς να τ’ αξίζω. Εμαθα να μισώ την πολιτική που εξορίζει τη λογική και τα κάνει όλα άσπρα ή μαύρα. Πώς άντεχες, αλήθεια; Ποιος ήσουν, αλήθεια; Ποια ήμουν εγώ, αλήθεια; Ποια αλήθεια;».