Η διαπίστωση είναι του Αριστοτέλη: «Οι τραγικοί έφαγαν από τα ψίχουλα που έπεφταν κάτω από το τραπέζι του Ομήρου». Αυτό βέβαια σημαίνει πως ο πρώτος μεγάλος κριτικός της λογοτεχνίας και του θεάτρου είχε συνειδητοποιήσει πως η μεγάλη δεξαμενή από την οποία πήγασαν οι λογοτεχνικοί και οι θεατρικοί μύθοι αλλά και οι ανθρώπινοι χαρακτήρες και τύποι που τροφοδότησαν τη λογοτεχνική παράδοση ήταν ένα και το πρώτο λαϊκό και συνάμα προφορικό αφήγημα, το Επος. Δεν χρειάζεται για να στηρίξει κανείς ακόμη και σήμερα την αριστοτελική διαπίστωση να πρωτοτυπήσει. Η παγκόσμια λογοτεχνία έως τις ημέρες μας ακόμη και στις ακραίες μοντέρνες προτάσεις της ουσιαστικά παραπέμπει στα δύο μεγάλα ομηρικά έπη: την «Ιλιάδα» και την «Οδύσσεια». Και δεν είναι μόνο τα δύο διαφορετικά σχέδια της δομής: ο πόλεμος και το ταξίδι, είναι και οι δύο διαφορετικοί φωτισμοί της ανθρώπινης κατάστασης. Στην «Ιλιάδα» κεντρικό μοτίβο που τίθεται ήδη από τον πρώτο στίχο είναι ο «θυμός» ενός ήρωα που νιώθει πως αδικείται. Γύρω από αυτόν τον πείσμονα θυμό πολώνεται όλη η πλοκή αλλά συνάμα και διακτινίζονται όλοι οι χαρακτήρες που εμπλέκονται έμμεσα ή άμεσα στις συνέπειες αυτού του θυμού. Θεοί και άνθρωποι, φυσικά φαινόμενα, πολιτικές απόψεις, πολιτιστικές αντιπαραθέσεις, θρησκευτικές πίστεις, ενστικτώδεις αντιδράσεις και λογικές ρητορικές εκκινούν ή έλκονται από αυτόν τον θυμό, αυτήν την μήνιν. Βέβαια η πολεμική συνθήκη, η πολιορκία ενός κάστρου και μιας πόλης από έναν στρατό μακριά από τον τόπο του, οξύνει τα ένστικτα και πολλαπλασιάζει τις έλλογες στρατηγικές πολιορκητών και πολιορκημένων. Προβλήματα διατροφής, ερωτική πείνα, αισθήματα μοναξιάς, εγωισμοί και ματαιώσεις σχεδίων βίου, αρρώστιες και πανικοί, αναθεωρήσεις και μιζέριες, δειλίες και αποκοτιές, φυγόκεντρες και κεντρομόλοι έλξεις και απώσεις συνιστούν το όλον τοπίο φυσικό, μαζικό και ατομικό.

Ολες οι συνέργειες των ηρώων του ιλιαδικού έπους χαρακτηρίζονται από έναν ριψοκίνδυνο ατομισμό, από μια εγωτική ύβριν, έναν πόθο διάκρισης και μια έφεση προς μια θεαματική θυσία, ενώ συνάμα η ζωή είναι αξία ανυπέρβλητη και ο θάνατος κατάρα. Γι’ αυτό οι ήρωες της «Ιλιάδας» παθιάζονται μέχρι θανάτου αλλά συνάμα κλαίνε όταν αφήνουν τη ζωή.

Αυτά τα αφηγηματικά μοτίβα τροφοδοτούν έως σήμερα την πεζογραφία, την ποίηση και το θέατρο. Από τον Αισχύλο στον Σαίξπηρ και από τον Σίλερ στον Ουγκώ και τον Λόπε ντε Βέγκα, από τον Τολστόι στον Μπαλζάκ και από τον Δάντη στον Ιψεν, όλα τα λογοτεχνικά προσωπεία είναι παραλλαγές του Αχιλλέα, του Εκτορα, του Θερσίτη και του Αίαντα, του Κάλχαντα, του Αγαμέμνονα και του Διομήδη, της Εκάβης, της Ελένης, της Ανδρομάχης, του ιλιαδικού Οδυσσέα και του Δόλωνα. Ολοι αυτοί οι διαχεόμενοι μέσα από το αρχικό πρίσμα εγωτικοί, σχεδόν αυτιστικοί και καιόμενοι ήρωες και αντιήρωες δρουν και πυρπολούνται μέσα σε αναπεπταμένα τοπία πολεμικά, κοινωνικά, δημόσια και άλλοτε μέσα σε κλειστούς χώρους, ακόμη και στα στεγανά ενός σαλονιού και μιας φυλακής. Η Ελένη δεν είναι μόνο οι συνονόματες του Ευριπίδη, του Αισχύλου, του Σαίξπηρ, του Δάντη, του Γκαίτε, του Ζιροντού, του Τσέχοφ στον «Θείο Βάνια», του Ρίτσου. Αναδιπλώσεις της Ελένης είναι η Λαίδη Μάκβεθ, η Μαρία Στιούαρτ, η Εντα Γκάμπλερ και η Κριστίν του «Πένθους ταιριάζει στην Ηλέκτρα», η Γηραιά Κυρία του Ντίρενματ, η Μάρθα του Αλμπι. Δειγματοληψία κάνω, δεν εξαντλώ την ποικιλία των εκδοχών και των μεταμορφώσεων.

Εξάλλου το ίδιο δεν συνέβη με τη ζωγραφική και τη γλυπτική; Από τα πορτρέτα του φαγιούμ έως τη Μόνα Λίζα και από την αυτοπροσωπογραφία του Ρέμπραντ έως τις φιγούρες του Πικάσο και τη Μέριλιν του Γουόρχολ και από τον Δισκοβόλο στον Δαβίδ του Μ. Αγγέλου έως τον Ροντέν και τον «βομβαρδισμένο άνθρωπο» στην προκυμαία του Ρότερνταμ του Ζάντκιν, τι άλλο κάνουν οι εικαστικοί παρά να παραλλάσσουν και ουσιαστικά να υπομνηματίζουν τους αρχαϊκούς Κούρους και το προσωπείο της Μέδουσας; Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με τις επιρροές και τη μετέπειτα εξέλιξη του οδυσσειακού μοντέλου. Ο Οδυσσέας του Ομήρου είναι ΑΛΛΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ. Ταξιδεύοντας μέσα στον χώρο και τον χρόνο, φυγάς θεόθεν και αλήτης, είναι ο άνθρωπος των συμβιβασμών, το άτομο που προσαρμόζεται, μεταμορφώνεται, αφομοιώνεται για να επιβιώσει, ταπεινώνεται, υποκρίνεται, αμύνεται, κρύβεται, υπηρετεί, ετεροπροσδιορίζεται, ελίσσεται, κινείται στη σκιά, καμώνεται για να μπορέσει να φτάσει στο τέρμα του προσδοκώμενου ταξιδιού του. Δεν είναι μόνο οι Οδυσσείς του Τζόις, του Καζαντζάκη ούτε μόνο ο Οδυσσέας της Καραϊβικής του νομπελίστα συγγραφέα, ούτε μόνο ο Οδυσσέας του Ρίτσου και του Καβάφη. Είναι ο Ροβινσώνας Κρούσος, ο Γκιούλιβερ, ο Δον Κιχώτης, ο Μοντεχρήστος, ο Γιάννης Αγιάννης, ο Ρασκόλνικοφ, οι ήρωες του Προυστ και του Σελίν, του Καραγάτση, του Τσίρκα, του Γ. Μιχαηλίδη, ο Λουκής Λάρας και ο Ζητιάνος του Καρκαβίτσα, ο Κορδοπάτης του Βαλτινού και βέβαια όλοι οι αντιήρωες του Κάφκα, του Μπέκετ και του Πίντερ.

Και θα αναρωτηθεί κανείς: γιατί αυτή η περιήγηση και γιατί αυτή η εμμονή στις καταγωγικές ρίζες της λογοτεχνικής ιστορίας αλλά και του θεάτρου στο αρτεσιανό πηγάδι του Ομήρου. Απλώς για να διαπιστωθεί άλλη μία φορά πως ο άνθρωπος δεν άλλαξε εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια που έχουμε προφορικά και γραπτά ίχνη της συμπεριφοράς του. Είτε θυμωμένοι, πείσμονες, εγωτικοί, ριψοκίνδυνοι και τολμητίες χτυπάνε τη γροθιά τους στο μαχαίρι είτε ευπροσάρμοστοι και ενδοτικοί προσπαθούν να παρατείνουν το μαρτύριο του ζην είτε οπλισμένοι με βέλη είτε με καριοφίλια είτε με κανόνια είτε με βόμβες ναπάλμ και πυρηνικά οδεύουν πλησίστιοι, μοιραίοι προς την αναμένουσα λέμβο για ν’ ακούσουν, όπως λέει ο Εμπειρίκος, τον λεμβούχο να λέει: «Τέρμα εδώ. Εμπάτε. Ποταμός Αχέρων».