Ο Ομηρος τις έλεγε πολύχρυσες. Εκείνο όμως το ζεστό μεσημέρι του καλοκαιριού του 1954 ο νεαρός Αμερικανός Ρόμπερτ ΜακΚέιμπ –ο Μπομπ όπως τον έλεγαν οι φίλοι του –δεν αντίκρισε τις επιβλητικές Μυκήνες που περιέγραφε ο ποιητής, παρά μόνο τα μεγάλα αγκωνάρια των τειχών τους και το γιγαντιαίο στολίδι της πιο διάσημης πύλης τους: τα λιοντάρια.

Τέσσερις ώρες είχε χρειαστεί το Φολκσβάγκεν που είχε νοικιάσει με τον μεγαλύτερο αδελφό του –και οι δύο τους γύρω στα 20 –για να διανύσει τα περίπου 150 χλμ. που χώριζαν την Αθήνα από το Χαρβάτι, όπως λεγόταν το σύγχρονο χωριό και ώς τις αρχές του 18ου αιώνα ήταν φωλιασμένο ακριβώς δίπλα στον αρχαιολογικό χώρο, εκεί όπου σήμερα σταθμεύουν τα αυτοκίνητα.

Ερημος και μόνος ο Σκαραβαίος του Μπομπ ΜακΚέιμπ θα περιμένει τους προσωρινούς ιδιοκτήτες του στο σημείο που είχε πρόσφατα απαλλοτριωθεί για να εξυπηρετεί τους τουρίστες που αναζητούσαν τα ίχνη του μύθου μέσα στα αγκωνάρια και στις ξερολιθιές κάτω από τον καυτό ελληνικό ήλιο. Χωράφι που ώς τα χθες ήταν εύφορο καπνοχώραφο χάρη στα αφράτα και αερισμένα χώματα που είχε πετάξει ο Ερρίκος Σλήμαν στις παλαιότερες ανασκαφές του κυνηγώντας τον θρύλο των Ατρειδών.

Ο ανηφορικός δρόμος οδηγεί τα δυο αδέλφια –που είχαν φτάσει πριν από έναν μήνα στην Ελλάδα χάρη στην πρόσκληση ενός έλληνα συμφοιτητή τους στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον –μέσα από την Πύλη των Λεόντων στην έρημη ακρόπολη. Κι ενώ ο αδελφός του αναζητά τόπο να ξαποστάσει, ο Μπομπ δεν μπορεί να αντισταθεί στη διττή πρόκληση –του φωτός και του μύθου –και με τη φωτογραφική του μηχανή ξεκινά ένα ταξίδι που έξι δεκαετίες μετά έρχεται στο φως και παρουσιάζεται στην έκδοση «Μυκήνες 1954, το καταμεσήμερο», «ντύνοντας» με μοναδικό τρόπο το κείμενο της Αθηνάς Κακούρη –που εκτός από δημοφιλής συγγραφέας είναι και η χήρα του ακαδημαϊκού και αρχαιολόγου Σπύρου Ιακωβίδη, ο οποίος επί έξι δεκαετίες ασχολήθηκε με τις Μυκήνες –και τα σχόλια της Λίζας Γουέις Φρεντς, που εκτός από το γεγονός ότι διατέλεσε διευθύντρια της Βρετανικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών επί πέντε χρόνια (1989-1994) υπήρξε από τους πρωτεργάτες για τη σύνταξη του Αρχαιολογικού Ατλαντα των Μυκηνών.

Τι κρύβεται σε τούτες τις 290 σελίδες που κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Πατάκη; Δεν πρόκειται για μια περιήγηση μόνο στον αρχαιολογικό χώρο, τον τόπο που δεν είναι πια ίδιος όπως τον αντίκρισε τότε ο –σήμερα –καταξιωμένος φωτογράφος, και τους ανθρώπους που μέσα στα τελευταία 140 χρόνια κατόρθωσαν να ανασύρουν από το βαθύ σκοτάδι της λησμονιάς την απώτατη ιστορία της Ελλάδας ή ζούσαν γύρω από την πολυθρύλητη έδρα των Μυκηναίων. Στον Αλαν Γουέις –εκ των ανασκαφέων των Μυκηνών από το 1920 έως το 1957 με μεγάλες διακοπές –επί παραδείγματι επί το έργον. Ή στους εργάτες με τα χοντρά κεφαλομάντιλα, τα τετράγωνα κομμάτια ριγωτού υφαντού που άλλοτε γινόταν ποδιά, άλλοτε ζωνάρι, άλλοτε κεφαλομάντιλο ή ακόμη και μπογαλάκι για το προσφάι.

Το εξαιρετικά ενδιαφέρον κομμάτι του που δεν θα περίμενε να βρει κάποιος εν πρώτοις σε ένα νοσταλγικό λεύκωμα είναι μια ακτινογραφία των πρωταγωνιστών που έφεραν στο φως τις Μυκήνες –από τον Σλήμαν και τον Τσούντα έως τον Μυλωνά και τον Ιακωβίδη –αλλά και της ίδιας της ιστορίας των Μυκηνών και των ανασκαφών της καθώς, όπως σημειώνει η συγγραφέας, «στους 30 και πλέον αιώνες της ιστορίας τους, τα 30 χρόνια μεταξύ 1930 και 1960 μπορούν να θεωρηθούν σταθμός, διότι την κρίσιμη αυτή 30ετία ο μυκηναϊκός πολιτισμός δεν ξεφεύγει απλώς από τον μύθο για να μπει στην προϊστορία, αλλά περνά στην πρωτοϊστορία».

Ο λόγος; Η αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ που προκαλεί και την ανατροπή της θεωρίας του Εβανς (ανασκαφέα της Κνωσού) ότι οι εξελιγμένοι Μινωίτες είχαν κατακτήσει τους άξεστους Αχαιούς. Ανατροπή που ξετυλίγεται ως μυθιστόρημα μέσα από τη γραφή της Αθηνάς Κακούρη λες και ο αναγνώστης βρίσκεται δίπλα στους πρωταγωνιστές την ώρα που ενθουσιάζονται με την αποκρυπτογράφηση των πήλινων πινακίδων, κάνουν τις ανακοινώσεις τους, εισπράττουν τις αντιδράσεις ή βλέπουν τα καρέ του Ρόμπερτ ΜακΚέιμπ στην πρώτη τους παρουσίαση σε έκθεση στο Πρίνστον με λεζάντες στη Γραμμική Β’, όχι μόνο λόγω των «ζωντανών» περιγραφών αλλά και των μαρτυριών που έχουν αξιοποιηθεί.