Το Ισλαμικό Κράτος είναι παιδί των σοβαρών λαθών στα οποία υπέπεσαν οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής καθώς και οι σύμμαχοί τους, τόσο στη Δύση όσο και στη Μέση Ανατολή. Μια σειρά παρανοήσεων αλλά και εξαπατήσεων είχε ως αποτέλεσμα την de facto εγκαθίδρυση ενός ισλαμικού «χαλιφάτου» από τον Ευφράτη ποταμό, στο Ιράκ, έως, σχεδόν, τις ακτές της Μεσογείου, στη Συρία, το οποίο καλύπτει έκταση μεγαλύτερη από τη Μεγάλη Βρετανία και έχει πληθυσμό μεγαλύτερο από εκείνον της Δανίας, της Φινλανδίας ή της Ιρλανδίας. Σύμφωνα με τον Πάτρικ Κόκμπερν, αυτό «το νέο τρομοκρατικό κράτος που έχει γεννηθεί δεν θα είναι εύκολο να εξαφανιστεί».

Πραγματοποιώντας μια εξαιρετικά έγκαιρη παρέμβαση αναφορικά με το φαινόμενο και τα αίτια της δημιουργίας, της ανόδου και, εν τέλει, της επέλασης της τρομοκρατικής οργάνωσης Ισλαμικό Κράτος, ο ιρλανδός βετεράνος της δημοσιογραφίας και ένας από τους πιο διακεκριμένους και έγκριτους πολεμικούς ανταποκριτές της εποχής μας παρουσιάζει την πρώτη επίτομη ιστορία μιας «ομάδας Βεδουίνων» η οποία μέσα σε εκατό ημέρες άλλαξε την πολιτική κατάσταση στη Μέση Ανατολή και μετατράπηκε σε παγκόσμια απειλή.

Στις 6 Ιουνίου του 2014, οι μαχητές του Ισλαμικού Κράτους ξεκίνησαν να επιτίθενται στη Μοσούλη, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη του Ιράκ. Τέσσερις ημέρες μετά, η πόλη έπεσε. Ηταν μια συγκλονιστική νίκη από μια δύναμη 1.300 τζιχαντιστών, οι οποίοι έτρεψαν σε άτακτη φυγή χιλιάδες άνδρες των ιρακινών δυνάμεων ασφαλείας. Τότε αρκετοί –αναλυτές και δημοσιογράφοι, διπλωμάτες και πολιτικοί –έκαναν λόγο για μια οργάνωση που εμφανίστηκε από το πουθενά. Ο Κόκμπερν όμως γνώριζε καλά πως επρόκειτο για ένα εντυπωσιακό μεν, αλλά όχι αναπάντεχο γεγονός.

Τον Δεκέμβριο του 2013, ο επί τρεις δεκαετίες πολεμικός ανταποκριτής, αρχικά των «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς» και σήμερα της «Ιντιπέντεντ», στη Μέση Ανατολή είχε γράψει πως ο πιο επιτυχημένος ηγέτης στην περιοχή για το έτος 2013 «είναι αδιαμφισβήτητα ο Αλί Αμπού Μπακρ αλ Μπαγκντάντι», ηγέτης του Ισλαμικού Κράτους. Εκείνη την περίοδο, πέρα από τους ειδικούς, ελάχιστοι γνώριζαν τον «αόρατο» Αλ Μπαγκντάντι. Επειτα από έξι μήνες, οι εφημερίδες της Δύσης αναζητούσαν εναγωνίως κάποια, όποια, στοιχεία για να μπορέσουν να συνθέσουν το πορτρέτο του «χαλίφη Αλί» και της πανίσχυρης οργάνωσής του. Ο Κόκμπερν εντοπίζει τις ρίζες του Ισλαμικού Κράτους στην αμερικανική εισβολή στο Ιράκ το 2003. Υστερα από τη διάλυση του στρατού του Σαντάμ Χουσεΐν, πολλά μέλη του, μη έχοντας άλλη εναλλακτική διέξοδο, κατέφυγαν στις τάξεις της Αλ Κάιντα του Ιράκ με στόχο να συμμετάσχουν στον αγώνα κατά των ξένων κατακτητών. Κατά την πολυετή παραμονή τους στο Ιράκ, οι Αμερικανοί κατάφεραν να περιορίσουν σημαντικά τη δράση της οργάνωσης ενώ το 2011 η δολοφονία του Οσάμα μπιν Λάντεν χαιρετίστηκε ως μια εξαιρετική επιτυχία της κυβέρνησης Ομπάμα καθώς όλοι θεώρησαν πως το κίνημα της παγκόσμιας τζιχάντ είχε μείνει ακέφαλο. Ομως «ο θάνατος αυτός ελάχιστη επίδραση είχε στις τζιχαντιστές οργανώσεις τύπου Αλ Κάιντα» καθώς όλες οι θυγατρικές και οι κλώνοι της είχαν τις μεγαλύτερες επιτυχίες τους έπειτα από αυτόν, σημειώνει ο Κόκμπερν.

Το 2011, όταν οι Αμερικανοί εγκατέλειψαν το Ιράκ, ο Αλ Μπαγκντάντι, ως ηγέτης πλέον, από το 2010, της Αλ Κάιντα του Ιράκ, είχε φτάσει στο σημείο «να εκδίδει ετήσιες εκθέσεις με στοιχεία για τις επιχειρήσεις τους σε κάθε ιρακινή επαρχία». Την ίδια ώρα, η προσπάθεια της ιρακινής κυβέρνησης του Νούρι αλ Μαλίκι να δημιουργήσει «ένα νέο Ιράκ» όπου οι τρεις κοινότητες –σιίτες, σουνίτες και Κούρδοι –θα μοιράζονταν την εξουσία, είχε αποτύχει παταγωδώς. Ο σιίτης Αλ Μαλίκι αποξένωσε τις σουνιτικές κοινότητες προκαλώντας την εξέγερσή τους, επικεφαλής της οποίας τέθηκε το Ισλαμικό Κράτος.

Την ώρα που οι φατριαστικές πολιτικές του πρώην ιρακινού πρωθυπουργού αποτέλεσαν την αφορμή για την αναζωπύρωση του εμφυλίου πολέμου στο Ιράκ, ο πόλεμος της Συρίας μετατράπηκε στη βάση πάνω στην οποία η τρομοκρατική οργάνωση κατάφερε να μεταλλαχθεί σε «χαλιφάτο».

Τις συνθήκες για την άνοδο του Ισλαμικού Κράτους –υποστηρίζει ο Κόκμπερν –τις δημιούργησαν «οι Ηνωμένες Πολιτείες, οι Ευρωπαίοι και οι περιφερειακοί τους σύμμαχοι». Αρχικά, υποκινώντας την εξέγερση των σουνιτών της Συρίας κατά του Ασαντ, η οποία όμως επεκτάθηκε γρήγορα και στους περιθωριοποιημένους σουνίτες του Ιράκ, και στη συνέχεια, συντηρώντας τον εμφύλιο στη Συρία, ο οποίος πρόσφερε στους σουνίτες τζιχαντιστές «καινούργιο πεδίο μαχών όπου μπορούσαν να πολεμούν και να ευδοκιμούν».

Αν το Ισλαμικό Κράτος και τα υπόλοιπα σουνιτικά τζιχαντικά κινήματα είναι γεννήματα των Ηνωμένων Πολιτειών, τότε οι θετοί τους γονείς είναι η Σαουδική Αραβία, οι μοναρχίες του Κόλπου και η Τουρκία. Το παιδί που γέννησαν οι Αμερικανοί ανατράφηκε με τα χρήματα των σουνιτών Σαουδαράβων και ωρίμασε χάρη στην, επίσης σουνιτική, Τουρκία η οποία κρατώντας ανοιχτά τα 900 χιλιομέτρων σύνορά της με τη Συρία πρόσφερε στο Ισλαμικό Κράτος μια «ασφαλή βάση» για τη μεταφορά ανθρώπων και όπλων.

Σήμερα, οι χώρες αυτές «μπορεί να έχουν τρομάξει από το τέρας του Φρανκενστάιν στη δημιουργία του οποίου βοήθησαν, αλλά δεν μπορούν πλέον να κάνουν τίποτε για να το περιορίσουν» σημειώνει ο Κόκμπερν. Την ίδια ώρα, η πολιτική της Δύσης «διακρίνεται από έναν παραλογισμό του τύπου η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων, όπου όλα είναι το αντίθετο απ’ ό,τι φαίνονται». Η διεθνής «συμμαχία των προθύμων» στην πράξη είναι απρόθυμη να πολεμήσει τους μαχητές του «χαλίφη Αλί», ενώ ο μετριοπαθής Ελεύθερος Συριακός Στρατός, η κύρια δύναμη που θ’ αντιταχθεί, σύμφωνα με το σχέδιο των Αμερικανών, στους τζιχαντιστές, στην πραγματικότητα δεν υπάρχει.