ΗΝίκη Τρουλλινού με τα τρία βιβλία διηγημάτων της που έχουν προηγηθεί («Ενα μολύβι στο κομοδίνο», «Μαράλ όπως Μαρία», «Και φύσηξε νοτιάς…»), το μυθιστόρημά της «Με ένα καφάσι μπύρες» και την τωρινή συλλογή διηγημάτων με τον τίτλο «Το τελευταίο καλοκαίρι της αθωότητας» οριοθετεί δυναμικά τον εντελώς προσωπικό της χώρο στην περιοχή της σύγχρονης πεζογραφίας. Αν ζούσαμε σε καιρούς λιγότερο πληθωρικούς και μικρότερης σύγχυσης όσον αφορά τα γνήσια ταλέντα, θα μιλούσαμε, εδώ και πολλά χρόνια, για μια πραγματική αποκάλυψη.

Κυρίως όσον αφορά έναν συγκερασμό της Ιστορίας με την πιο φαινομενικά πεζή καθημερινότητα, με αποτέλεσμα να αποκαλύπτεται η δεύτερη τόσο μαγική όσο ποτέ δεν θα ήταν στο πιο σύνθετο ιστορικό γεγονός. Οσο κι αν παραλλάσσουν μεταξύ τους οι ιστορίες των 21 διηγημάτων της συλλογής «Το τελευταίο καλοκαίρι της αθωότητας», πρωταγωνιστής τους θα έλεγες πως παραμένει η μνήμη ακόμη και για ό,τι γράφεται στον τωρινό καιρό. Μνήμη ανθρώπων, τόπων και γεγονότων που, αν κατόρθωνες να τα συνδυάσεις μεταξύ τους, δεν θα σου αποκαλυπτόταν μόνο το πραγματικό τους βάθος αλλά και το μυστικό της ίδιας της ζωής.

Κατά έναν περίεργο μάλιστα τρόπο, λέξεις και κινήσεις ηρώων που δεν πρόκειται να διασταυρωθούν ποτέ μεταξύ τους, σαν να συναρμολογούνται αιφνίδια και να αποκαλύπτουν ένα νόημα άγνωστο και ταυτόχρονα προσιτό. Ενώ αντίθετα, οι ίδιες αυτές λέξεις και κινήσεις, όταν τις χρησιμοποιούν άνθρωποι που βρίσκονται δίπλα ο ένας στον άλλον, μεταβάλλονται σε μια επιπλέον προϋπόθεση της ασυνεννοησίας τους. Κάτι που κάνει ακόμα και τα πιο σίγουρα να ηχούν μετέωρα και ξεκρέμαστα. Μια οικεία για τον καθένα ατμόσφαιρα όπως είναι οι δρόμοι, οι γειτονιές και οι πόλεις που έχει περπατήσει και γνωρίσει μεταφέρουν συχνά έναν εφιάλτη, ενώ μια αδυσώπητα σκληρή συνθήκη όπως την εκφράζει ένας αλλοδαπός (για παράδειγμα στα διηγήματα «Η ξένη», «1989») αποπνέει μια απαράμιλλη γλύκα και ανθρωπιά.

Σάμπως να συνιστά ο «ξένος» μια σωτηρία μας καθώς, υποχρεώνοντάς μας να αναδιατάξουμε τη σχέση μας με τα πιο οικεία μας πράγματα, μεταβάλλεται ο ίδιος σε ένα πρόσωπο αποκαλυπτικό της μοίρας. Ο ξένος, ο αποσυνάγωγος, ο περιθωριακός, όπως ακριβώς αισθάνεται και ο τριτοπρόσωπος αφηγητής των διηγημάτων τον οποίο, άντρα ή γυναίκα, τον συνειδητοποιείς ως ένα είδος μυστικού πράκτορα, χωρίς επιπλέον να μπορείς να ξεκαθαρίσεις από πού έχει σταλεί. Καταγράφει συμπεριφορές, σχέσεις, αισθήματα, συλλέγει πληροφορίες, οργανώνει συναντήσεις, και όπως όλοι τον συνειδητοποιούν ίδιον με αυτούς και επομένως δεν αισθάνονται να κινδυνεύουν, του εκθέτουν τον πιο αφτιασίδωτο, τον πιο μύχιο εαυτό τους. Είναι γεγονός πως μόνον ό,τι είναι ξεχωρισμένο από μια μακρύτερη σειρά, και βιωμένο, δραματοποιεί η Νίκη Τρουλλινού. Είτε πρόκειται για μια σακούλα των καταστημάτων ΜΙΝΙΟΝ, μια απλή πλαστική σακούλα, είτε για ένα σκυλάκι με το όνομα Τόντο «που χωρούσε δεν χωρούσε στη μια παλάμη», αισθάνεσαι τελικά σαν ένας κόσμος ολόκληρος με κομμένη την ανάσα να αγωνιά για το ποια θα είναι η συνέχεια της σακούλας ή του Τόντο. Οπως και με το διήγημα «Τα πορτοκάλια του Δαίδαλου» όπου η ατυχία ενός νέου να του πέσει το κασόνι με τα πορτοκάλια κι αυτά να χυθούν καταγής μεταβάλλεται σε έναν παιάνα δοξαστικό της ζωής. Κι όπως η σακούλα προορίζεται, αν γινόταν να αποκαλυφθεί ύστερα από αιώνες, να έχει αποκτήσει τη σημασία ενός κτερίσματος, έτσι και η οδός Δαιδάλου παραδίδεται μεταμορφωμένη στους επερχόμενους καιρούς καθώς άστραψε για μια μόνο στιγμή μέσα της μια νότα ανθρωπιάς.

Εστω κι αν ρητά δεν κατονομάζεται, ένα υπόγειο νήμα συνδέει τα διηγήματα στο «Τελευταίο καλοκαίρι της αθωότητας». Ετσι ώστε αν δεν ακουγόταν φλύαρο και αλαζονικό, σε περίπτωση που η παγκοσμιοποίηση καταχωρούνταν μελλοντικά ως μια προϋπόθεση λογοτεχνικής εντέλειας, θα χαρακτήριζε κανείς τη Νίκη Τρουλλινού ως μια καθαρόαιμη πρόδρομό της. Αισθάνεσαι το ιθαγενές στοιχείο να διασώζεται αυτούσιο, όποια κι αν είναι η ρίζα του κάθε ανθρώπου κι όσο βαριά κι αν πέφτει πάνω του η σκιά της Ιστορίας αφού, καταγωγή και εντοπιότητα έχουν αναχθεί σε ιδιότητες της ψυχής.