Δημοσίευε αραιά επί 70 χρόνια. Ισως αυτή είναι μια αιτία που ο Κώστας Βάρναλης (του οποίου οι ποιητικές συλλογές για πρώτη φορά εκδίδονται σε συγκεντρωτικό τόμο) μας φαίνεται διαρκώς σύγχρονός μας. Εστω και αν φέτος συμπληρώνονται 130 χρόνια από τη γέννηση και 40 από τον θάνατό του…

Είναι εύλογο οι φίλοι να επηρεάζονται μεταξύ τους τόσο ως προς την ιδεολογική και πολιτική τους τοποθέτηση όσο και σε σχέση με το τι πρόκειται να γράψουν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, που μάλιστα διαυλακώνει σχεδόν ολόκληρο τον 20ό αιώνα, η Γαλάτεια Καζαντζάκη, η Ελλη Αλεξίου, ο Κώστας Βάρναλης και ο Μάρκος Αυγέρης. Δεν υπήρξαν μόνο φίλοι αλλά και συγγενείς αφού, αδελφές οι δύο πρώτες, η μεν Γαλάτεια μετά τον θυελλώδη γάμο της με τον Νίκο Καζαντζάκη θα παντρευτεί τον Μάρκο Αυγέρη, η δε Ελλη, αν και παντρεύτηκε μόνο μία φορά με τον πεζογράφο και μεταφραστή του Κνουτ Χάμσον στην Ελλάδα Βάσο Δασκαλάκη, είχε σχεδόν λογοδοθεί στα ολόπρωτά της νιάτα με τον Κώστα Βάρναλη. «Από μια παρεξήγηση, λόγω του ότι ο Κώστας δεν άκουγε καλά και όταν τον φώναξα από μακριά στη Δεξαμενή, στο Κολωνάκι, για να του πω ότι είχα πάρει την απόφασή μου να παντρευτούμε, ο ίδιος όμως δεν με άκουσε, θύμωσα. Φαντάστηκα ότι είχε αδιαφορήσει, αλλά μου εξήγησε πολύ καιρό μετά το τι είχε συμβεί. Ηταν όμως αργά. Στο μεταξύ είχα παντρευτεί τον Βάσο Δασκαλάκη» εξομολογιόταν τα τελευταία χρόνια της ζωής της η Ελλη Αλεξίου.

Θα ήταν παρακινδυνευμένο να γράψουμε ότι θα ήταν διαφορετικό το έργο του Κώστα Βάρναλη, σε περίπτωση που δεν είχε παντρευτεί την επίσης ποιήτρια Δώρα Μοάτσου, αλλά την Ελλη Αλεξίου. Ηταν άλλωστε τόσο ισχυρές προσωπικότητες και οι δυο τους (ο Βάρναλης και η Αλεξίου) που οποιαδήποτε και οποιονδήποτε κι αν είχαν παντρευτεί ως έργο τους θα γνωρίζαμε αυτό που μας είναι ήδη γνωστό. Και όποια επίδραση υπήρξε ανάμεσά τους (αναφερόμαστε και στους τέσσερίς τους), ήταν κυρίως γιατί παρακινούσε ο ένας τον άλλον να γίνεται όλο και δημιουργικότερος, κάτω από τη βαριά σκιά του Καζαντζάκη που αν και συνομήλικος με τον Βάρναλη, τον Αυγέρη και τη Γαλάτεια δεν επέτρεπε καμιά παρέκκλιση από το συνεχές γράψιμο.

Ο Καζαντζάκης τούς

άρπαζε την τράπουλα

«Τον θυμάμαι σαν και τώρα» έλεγε η Ελλη Αλεξίου, «να κατεβαίνει από το δωμάτιο όπου εργαζόταν και βλέποντας την παρέα να παίζει χαρτιά, να τους αρπάζει την τράπουλα, να την κάνει χίλια κομμάτια και να φεύγει οργισμένος κρατώντας το μπαστούνι του». Ολα αυτά στο Κράσι του Ηρακλείου, στην Κρήτη, το 1912. Πιο συγκεκριμένα τον Αύγουστο του 1912, πριν ο Βάρναλης επιστρατευτεί (διανύουμε την περίοδο του Β’ Βαλκανικού Πολέμου) και ενώ έχει εκδώσει τα δύο πρώτα ποιητικά του βιβλία, τους «Πυθμένες» το 1904 και τις «Κηρήθρες» το 1905.

Στη σημερινή συγκεντρωτική έκδοση του Κέδρου με τον τίτλο «Ποίηση», που περιλαμβάνει το σύνολο των ποιημάτων του Κώστα Βάρναλη, το πιο εντυπωσιακό γεγονός ισοδυναμεί σχεδόν με μια αποκάλυψη: παρά τις 550 σελίδες της έκδοσης, μετρημένα στα δάχτυλα είναι τα επιμέρους ποιητικά του βιβλία και μάλιστα με τόση χρονική απόσταση ανάμεσά τους ώστε μόνο ένας πραγματικά πολύ σπουδαίος ποιητής θα ήταν δυνατόν να κατέχει και να συνεχίζει να διατηρεί το εκτόπισμα του Κώστα Βάρναλη. Πέντε είναι όλα κι όλα τα ποιητικά βιβλία του (αν εξαιρέσει κανείς αυτά που μνημονεύσαμε) από το 1905 έως το 1975 που φεύγει από τη ζωή: «Προσκυνητής», «Το φως που καίει», «Σκλάβοι πολιορκημένοι», «Σκόρπια ποιήματα, 1910-1958», «Ελεύθερος κόσμος». Μια ακόμη συλλογή με τον τίτλο «Οργή λαού» (ποιήματα γραμμένα επί δικτατορίας) εκδίδεται έναν χρόνο μετά τον θάνατό του.

Ρεματαριά

και αποκοίλι

Σαράντα ακριβώς χρόνια από τον θάνατό του, με πέντε ποιητικά βιβλία μέσα σε εβδομήντα χρόνια (σχεδόν ένα βιβλίο κάθε δεκαπενταετία), τι είναι αυτό αλήθεια που κάνει την παρουσία του Κώστα Βάρναλη τόσο καταλυτική μέσα στη σύγχρονή μας γραμματεία; Δηλαδή, το όνομά του και το έργο του να προκαλούν έναν αυθόρμητο σεβασμό όταν –για να λέμε τα πράγματα όπως ακριβώς έχουν –η πολιτική ιδεολογία που τον ενέπνεε έχει στριμωχτεί μέσα στον σημερινό κόσμο σε μια στενή λωρίδα γης, ενώ η «γλώσσα» πολλών ποιημάτων του ούτε μιλιέται ούτε διαβάζεται. Λέξεις όπως «ξεμυστερέματα», «ηρώισσα», «δροσολούστηκα», «χιλιομίσησα», «αποκοίλι», «ρεματαριά», «δροσάνεμο», «γλυκοβύζαστο», «μαλιχέρια», δεν θα τις χαρακτήριζε κανείς ως τις πιο εύηχες μιας γλωσσοπλαστικής ικανότητας.

Χρειάζεται να σκεφτεί πολύ κανείς την απάντηση στο ερώτημα για την κυριαρχική θέση του Βάρναλη στη σύγχρονη γραμματεία, όταν επιπλέον μετριούνται στα δάχτυλα τα ποιήματα του δημιουργού των «Σκλάβων πολιορκημένων» που μπορεί να τα θυμηθεί και να τα απαγγείλει κανείς και ταυτόχρονα θα τα χαρακτήριζε ως καταχωρισμένα ανεξίτηλα στη νεοελληνική αναγνωστική συνείδηση. Να τα μνημονεύσουμε: «Οι μοιραίοι», «Το πέρασμά σου», «Η μπαλάντα του Αντρίκου», «Η μάνα του Χριστού», «Υμνος της νιότης», «Ενας-όλοι», «Ζούγκλα», «Η μπαλάντα του κυρ Μέντιου», «Οδηγητής», «Οι πόνοι της Παναγιάς», «Το τραγούδι της φυγής», «Παλιολαός», καθώς και το ποίημα «Πρόλογος» στο βιβλίο «Ελεύθερος Κόσμος».

Κοφτερή γλώσσα, απολαυστική ειρωνεία

Αν λάβουμε υπόψη την παρατήρηση του Στρατή Τσίρκα σε ένα επιμνημόσυνο κείμενό του, δημοσιευμένο λίγες ημέρες μετά τον θάνατο του Κώστα Βάρναλη όπου γράφει ότι «με την ποιητική του συλλογή «Σκλάβοι πολιορκημένοι» (1927) φτάνει στο ζενίθ της ποιητικής του τέχνης και της κοινωνικής του κριτικής με όργανα την αμείλικτη κοφτερή γλώσσα και την απολαυστική του ειρωνεία», δεν μπορεί να μην υπολογίσουμε ότι σε δεκατρία χρόνια συμπληρώνεται μια εκατονταετία από τη χρονολογία που ο Τσίρκας τη λογάριαζε ως το «ζενίθ» του Βάρναλη, ενώ ο τελευταίος διατηρεί τη θέση του στην ελληνική γραμματεία σάμπως το ζενίθ αυτό να το είχε αγγίξει μέσα στα τελευταία δέκα χρόνια.

Χώρια από μια αστείρευτη εσωτερική δύναμη του έργου του που το κάνει να ανανεώνεται διαρκώς, έχει τεράστια σημασία το γεγονός ότι οι μορφές που προσεταιρίστηκε ως σύμβολα ο Βάρναλης, όπως ο Προμηθέας, ο Χριστός ή ο Σωκράτης, δεν φαίνεται να κινδυνεύουν να υποστούν οποιαδήποτε φθορά ή αλλοίωση. Εστω και αν πρόκειται για μορφές που αμφισβητεί τις ιδέες τους, το δράμα τους όμως παραμένει σεβαστό για τον ίδιο, ίσως γιατί αναγνωρίζει σε αυτές κάτι από τον ίδιο του τον εαυτό. Με αποτέλεσμα, όπου τις συναντάμε τις μορφές αυτές, να έχουμε και το ανθεκτικότερο μέρος του έργου του Βάρναλη, κάτι που δεν μπορεί να το πει κανείς για τα ποιήματά του τα εμπνευσμένα, για παράδειγμα, από τον Ουίνστον Τσόρτσιλ, όταν πήρε στα 1953 το Νομπέλ της λογοτεχνίας, ή από τον ήρωα Γρηγόρη Λαμπράκη. Ή ακόμη τα ποιήματά του «Η άγνωστη ατιμία» και «Πώς μας θέλει η αληθής δημοκρατία», που παραμένουν ακατανόητα αν δεν διαβαστούν σε σχέση με τα γεγονότα που προκάλεσαν το γράψιμό τους.

Ψευδώνυμο «Τανάλιας»

Ομως αν δεν μνημονεύει και δεν ανακαλεί κανείς τον Κώστα Βάρναλη παρά μόνο ως ποιητή, η ζωή του έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας πραγματικότητας που, εκ των υστέρων, μπορεί να λογαριάζεται μυθική. Φοιτητής ακόμη της Φιλοσοφικής Σχολής στην Αθήνα, το 1903, θα πάρει μέρος στη διαμάχη για το γλωσσικό ζήτημα, στο πλευρό βέβαια των δημοτικιστών. Αρχές του 1904 δημοσιεύει για πρώτη φορά ποιήματά του στο περιοδικό «Νουμάς», ενώ το 1907 θα αποτελέσει μέλος της ομάδας που εκδίδει το περιοδικό «Ηγησώ». Αποφοιτώντας το 1908 θα διοριστεί ελληνοδιδάσκαλος στην Αμαλιάδα και με την προαγωγή του σε σχολάρχη, το 1911, θα τοποθετηθεί στο σχολείο της Αργαλαστής στο Πήλιο, για να μετατεθεί τελικά δυσμενώς στα Μέγαρα λόγω της ενεργού συμμετοχής του στην πασίγνωστη –για την εποχή εκείνη –υπόθεση των «Αθεϊκών» του Βόλου.

Η πενταετία 1910-1915 είναι μια περίοδος έντονης μεταφραστικής δραστηριότητας καθώς μεταφράζει τον «Ηρακλή Μαινόμενο» και τους «Ηρακλείδες» του Ευριπίδη, τον «Αίαντα» του Σοφοκλή, τα «Απομνημονεύματα» του Ξενοφώντα και τον «Πειρασμό του Αγίου Αντωνίου» του Φλομπέρ. Ως υπότροφος του ελληνικού κράτους στο Παρίσι, το 1919, θα μυηθεί και θα προσχωρήσει στον μαρξισμό, αλλά η υποτροφία του θα διακοπεί ένα χρόνο αργότερα λόγω της πτώσης του Ελευθερίου Βενιζέλου. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα, θα διδάξει στο Γ’ Γυμνάσιο του Πειραιά, θα εκδώσει με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας το ποιητικό του βιβλίο «Το φως που καίει» και μια συλλογή τριών διηγημάτων με τον τίτλο «Ο λαός των μουνούχων» –και τα δύο θα εκδοθούν στην Αλεξάνδρεια –και το 1923 θα ξαναφύγει με νέα υποτροφία για το Παρίσι.

Με τη δεύτερη επιστροφή του στην Ελλάδα το 1924 και αφού στη συνέχεια τιμωρηθεί με εξάμηνη αργία από την Παιδαγωγική Ακαδημία, όπου δίδασκε, γιατί δημοσίευσε στην «Εστία» με το όνομά του ένα απόσπασμα από «Το φως που καίει» και επιπλέον αρνηθεί να πάει στα Χανιά, όπου τελικά μετατέθηκε, θα απολυθεί οριστικά. Είναι ο κυριότερος λόγος που θα κάνει τον Βάρναλη να στραφεί για βιοπορισμό στη δημοσιογραφία. Ευτυχώς. Πολλοί ποιητές και μάλιστα σημαντικοί έχουν θητεύσει για μακρές ή σύντομες περιόδους στη δημοσιογραφία, με συνέπεια να έχει προικισθεί το σώμα της ελληνικής λογοτεχνίας με αληθινά διαμάντια.

Χασικλίδικη φιλολογία

Ο Κώστας Βάρναλης παραμένει ο κορυφαίος της αντίστοιχης «συνομοταξίας». Με κυριότερη επίδοση το χρονογράφημα, χωρίς κανένα σύμπλεγμα λόγω του επιπέδου όπου τοποθετούνταν το ήδη δημιουργημένο ποιητικό του έργο, θα ανακατευτεί με το πλήθος και θα αφουγκραστεί με έναν άλλο πιο απτό και πιο γήινο τρόπο τον παλμό της καθημερινότητας. Θα τον μεταγράψει σε κομμάτια μιας σπαρταριστής ζωντάνιας, ακριβώς γιατί δεν θεωρούσε την ποιητική ιδιότητα απαγορευτική προκειμένου να ασχοληθεί με το ασήμαντο και το ευτελές κι ότι θα μπορούσε η ενασχόλησή του αυτή να αμαυρώσει την εικόνα του ποιητή. Εχουμε τόσα παραδείγματα ποιητών που υπολογίζουν ακόμη και το ποιο όνομα θα αναφέρουν στα κείμενά τους ώστε να μη θεωρηθεί ότι έστω έχει υποπέσει στην αντίληψή τους κάτι δευτερεύουσας σημασίας!

Πώς να μην καμαρώνει κανείς για τον Βάρναλη όταν γράφει σε ένα χρονογράφημά του, δημοσιευμένο στην «Πρωία» το 1942, με τον τίτλο «Τοξικομανείς», για έναν χασικλή ποιητή με την ελευθερία που θα έγραφε λόγου χάρη ο Σεφέρης για τον Ελιοτ ή τον Κάλβο; Γράφει λοιπόν στο χρονογράφημά του «Τοξικομανείς»: «Εχω γνωρίσει μερικούς από δαύτους στο ψυχιατρείο. Ορισμένοι ξέρουνε γράμματα και τότε δεν είναι δύσκολο να κάνουν και φιλολογία χασικλίδικη. Ενας που είχε το ψευδώνυμο «Aυτόχειρ» έγραφε ποίηση και πρόζα πολύ ενδιαφέρουσα. Αυτό δεν είναι πράγμα σπάνιο. Οι τρελοί, οι εγκληματίες, οι τοξικομανείς, κάνουνε τέχνη που έχει δυο «αρετές»: την πρωτοτυπία και την ειλικρίνεια. Να πώς ο «Αυτόχειρ» μάς έδωσε τον ψυχικό του κόσμο σε στίχους που αν από την τεχνική τους άποψη δεν είναι τέλειοι, όμως από ψυχογραφική είναι σπουδαίοι: «Στων ιδανικών μου το ρέμα αφέθηκα να πλέω / παίρνοντας σχέδιο πολεμιστή πνιγμένου. / Αλλάζω στάσεις. «Σώμα υπάκουο στην ψυχή μου γέννου»! / Γελάω σαρκαστικά, θυμώνω, κλαίω. / Το νου μου αυλακώνουνε πόθοι μοιχοί· πιλότοι / στα ιδανικά μου είναι. Κι ό,τι / αυτοί θέλουν κάνουν την ψυχή. / Αλλη φωνή, άκου, μέσα μου ηχεί».