«Πρωί πρωί επίσκεψη στο Σμόλνυ. Δροσιά. Εύθυμος κόσμος στους δρόμους. Τα γιαπιά. Απ’ τα προπύλαια του Σμόλνυ βλέπουμε τον κήπο του προαυλίου. Μια εντύπωση από κόκκινα και μωβ λουλούδια. Μια κόκκινη σημαία γέρνει χαλαρά στην είσοδο. Ησυχία. Μόλις μπορείς να ξεχωρίσεις τη βουή των πυρετικών ημερών της επανάστασης, στις δυο χρυσές επιγραφές στη μετόπη του Σμόλνυ: «Προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε» και «Το πρώτο Σοβιέτ της δικτατορίας του προλεταριάτου».

Μέσα στον κήπο οι προτομές του Μαρξ και του Εγκελς. Σιωπή. Μόνο τα σπουργίτια στην πρωινή δροσιά –μια μικρή κατανυκτική λειτουργία. Στην κεντρική είσοδο το άγαλμα του Λένιν. Σκάλες από γρανίτη. Στον πυλώνα δυο χάλκινες πλάκες: «Εδώ, στο Σμόλνυ, είχε εγκατασταθεί τις μέρες της σοσιαλιστικής Οχτωβριανής Επανάστασης του 1917 το γενικό επιτελείο της ένοπλης εξέγερσης των εργατών, στρατιωτών και ναυτών. Από δω, απ’ το Σμόλνυ, ο Βλαδίμηρος Ιλιτς εξασφάλισε την άμεση διεύθυνση της ένοπλης εξέγερσης». Η άλλη πλάκα: «Στις 25 και 26 του Οχτώβρη του 1917, εδώ, στο Σμόλνυ, συνεδρίασε το ιστορικό Συνέδριο των Σοβιέτ των αντιπροσώπων των εργατών, των στρατιωτών και των χωρικών της Ρωσίας που σχημάτισε τη σοβιετική κυβέρνηση του πρώτου κράτους της δικτατορίας του προλεταριάτου στον κόσμο, με επικεφαλής τον Β. I. Λένιν».

Στους διαδρόμους όπου βημάτιζαν οι κόκκινοι φρουροί, βαθειά επίσημη ησυχία. Μια γυναίκα με άσπρη μπλούζα, κρατώντας στο χέρι ένα ποτήρι γάλα, πέρασε. Δύο στρατιώτες. Σ’ αυτή τη σκάλα με το τεράστιο κόκκινο ολόφλογο χαλί ανεβοκατέβαινε ο Λένιν κι οι αντιπρόσωποι των εργατών με τις χιονισμένες μπότες τους. Να ‘ναι το ίδιο χαλί; Ο επάνω διάδρομος θολωτός. Ατμόσφαιρα εκκλησίας. Η πρώτη εκκλησία της Επανάστασης. Μια καθαρίστρια μ’ έναν κουβά και τη βούρτσα περνάει αθόρυβα απ’ τον διάδρομο. Η σκιά της στον τοίχο σαν εικόνισμα. Στην αίθουσα όπου έγινε η δεύτερη συνέλευση των αντιπροσώπων, ένας ολόσωμος πίνακας του Λένιν με τραγιάσκα. «Ο Λένιν στο Βόλχωφ, κοντά στον ηλεκτρικό σταθμό», έργο του ζωγράφου Μπρότσκι. Η αίθουσα όπου έγινε ή διακήρυξη της σοβιετικής εξουσίας. Εδώ καθορίστηκε η εξωτερική πολιτική της νέας σοβιετικής δημοκρατίας.

Ανθινα βήματα

Το Σμόλνυ, πριν απ’ την Επανάσταση, ήταν ανώτερη Σχολή για τα κορίτσια των ευγενών. Σ’ αυτή την αίθουσα με τους κίονες γίνονταν οι χοροί των νεαρών κοριτσιών. Θαυμάσιοι μαρμάρινοι πολυέλαιοι, οι ίδιοι κείνοι, κρέμονται ακόμη –μαρμάρινοι αετοί κρατώντας στο ράμφος την αλυσίδα απ’ όπου κρέμεται ένα στεφάνι με τα κεριά. Στο μάκρος αυτού του διαδρόμου (250 μέτρα) τα άνθινα βήματα εκείνων των κοριτσιών σκεπάστηκαν απ’ τον ρωμαλέο θόρυβο των επαναστατικών βημάτων των εργατών, των χωρικών και των κόκκινων φαντάρων. Τώρα στο βάθος αυτού του διαδρόμου η χάλκινη προτομή του Λένιν κι ολόγυρα «συνοικιακές» γλάστρες. Μια γυναίκα, σαν βγαλμένη απ’ την παλιά Ρωσία, περιποιείται τούτη την ώρα τα λουλούδια, καθαρίζει με νοικοκυρίστικες χειρονομίες τα ξερά φύλλα.

Το Συνέδριο δέχτηκε τα διατάγματα για την ειρήνη, τη διανομή της γης και τον σχηματισμό της σοβιετικής κυβέρνησης και εξέλεξε παμψηφεί πρόεδρο του Συμβουλίου των επιτρόπων του Λαού τον Λένιν. Απ’ την ημέρα αυτήν το Σμόλνυ ήταν η έδρα της Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής των Σοβιέτ της Ρωσίας και του Συμβουλίου των Επιτρόπων του Λαού, ώς το Μάρτη του 1918, που η Σοβιετική Κυβέρνηση μεταφέρθηκε στο Κρεμλίνο, στη Μόσχα. Εδώ, στο πρώτο πάτωμα, στην αριστερή πτέρυγα, βρίσκονται τα δυο μικρά δωμάτια όπου ζούσε και δούλευε ο Λένιν υστέρα απ’ την Επανάσταση. Τώρα είναι Μουσείο. Στο υπόλοιπο κτίριο εδρεύει το Σοβιέτ της περιοχής Λένινγκραντ και οι επιτροπές πόλης και περιοχής του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ενωσης.

Εξω απ’ το Μουσείο Λένιν ένας κόκκινος φρουρός. Μπαίνουμε στον μικρό διάδρομο με τα ράφια, όπου φυλάσσονται οι εκθέσεις εργασιών του Λένιν και των συνεργατών του, χειρόγραφα, μπροσούρες, φύλλα της «Ισβέστια». Στον τοίχο μεγάλες φωτογραφίες του Λένιν, του Στάλιν, του Μολότωφ, του Γκαγκάνοβιτς και άλλων πρωταγωνιστών της Επανάστασης. Το ήμερο πρωινό φως αφήνει ένα στρώμα σιωπής πάνω απ’ τα ιερά θυμητικά του ρωσικού λαού.

Οι πολυθρόνες, η προτομή

Ο μικρός προθάλαμος όπου δεχόταν ο Λένιν τους συντρόφους του, ή έπαιζε τα βράδια κανένα σκάκι ενώ μέσα του και γύρω του βούιζε ο άνεμος των νέων καιρών. Να οι δυο χαμηλές πολυθρόνες, ντυμένες με άσπρα λινά καλύμματα και το στρογγυλό τραπεζάκι, τόσο γνωστά μας απ’ τον πίνακα του Μπρότσκι, που τον συναντήσαμε χιλιάδες φορές σε σταθμούς, λέσχες, σχολεία, εργοστάσια, εργαστήρια, σε γραφεία πανεπιστημίων και ακαδημιών. Μια προτομή του Λένιν, έργο του γλύπτου Αντρέγιεφ, και μερικές γλάστρες με άσπρες κορδέλες. Οι πολυθρόνες, το τραπέζι, η προτομή. Ενα μικρό γραφείο, τρεις καρέκλες, η λάμπα του, ένα μπουφεδάκι και το παλιό τηλέφωνό του. Τίποτε άλλο. Αυτός όλος όλος ο προθάλαμος του Λένιν. Και όλο μικρά, ζεστά, οικεία, συγκεντρωμένα, μέσα στο άσπρο φως που μπαίνει απ’ τα τζάμια, σεμνό, βαθύ, κατανυχτικό.

–Πώς χωρούσε εδώ μέσα αυτός ο γίγας που τράνταζε και φλόγιζε τους προλετάριους όλου του κόσμου, που ξεσήκωσε λαούς μέσα σε μια θύελλα ενθουσιασμού, που τον έτρεμε η παντοδύναμη και πάνοπλη κεφαλαιοκρατία;

–Ολοι οι αληθινοί, οι μεγάλοι ήρωες είναι σε πολύ ανθρώπινα μέτρα.

–Το ξέρω μα να –το γραφειάκι αυτό πώς μπορούσε ν’ αντέξει, δε λέω τη φλόγα των χαρτιών του, μα τον όγκο των χειρογράφων του.

–Δούλευε πάντα προσεχτικά, στοχαστικά. Μπορούσε να χωρέσει μεγάλα πράματα σε μικρό χώρο. Οπως μεγάλα νοήματα σε λίγες λέξεις.

Κι όμως θαρρείς πως κείνο το παλιό του τηλέφωνο είναι σα μαζεμένο, κουρασμένο χέρι. Δεν άντεχε να κρατάει τη φωνή του, τις κεραυνοβόλες διαταγές του σε κείνες τις πολυθόρυβες μέρες όπου ένας κόσμος γκρεμίζεται κι ένας άλλος ορθώνεται.

Ενα ξύλινο χώρισμα κρύβει την κρεβατοκάμαρα. Δύο κρεβάτια εκστρατείας, του Λένιν και της συντρόφισσάς του της Κρούπσκαγια. Μια μικρή ξύλινη ντουλάπα, η θερμάστρα κι ένα τετράγωνο τραπεζάκι κολλητά στον τοίχο. Πάνω στο τραπέζι μια κοινή κασετίνα με ένα στρογγυλό καθρεφτάκι στεριωμένο. Ο Ιλιτς το αγαπούσε πολύ αυτό το καθρεφτάκι. Ενας κόκκινος πυροβολητής το είχε βρει και το είχε κάνει δώρο στην Κρούπσκαγια.

Στα κρεβάτια οι ίδιες ακόμη κουβέρτες, τα ίδια σεντόνια. Ολα απλά, σεμνά, συλλογισμένα. Εδώ ζούσε ο πιο απλός, «ο πιο ανθρώπινος άνθρωπος». Και το φτωχό δωματιάκι, σαν ήμερη, αχυρόπλεχτη κυψέλη, βουίζει μες στο πρωινό, απ’ το μελισσολόιμα των νέων ιδεών, των νέων έργων, των νέων χρόνων.

Το γελαστό παιδί

–Από τούτο το δωμάτιο ξεκίνησε η αλλαγή του κόσμου. Ετσι θαρρώ, λέει ο οδηγός τού Μουσείου. Εγώ ήμουνα δέκα χρονών τον καιρό της Επανάστασης. Σαράντα ολόκληρα χρόνια, απέραντα χρόνια. Μόνο σαράντα χρόνια –η αλλαγή του κόσμου.

Βγαίνουμε απ’ το Σμόλνυ. Λιακάδα. Η ζωή. Λουλούδια κόκκινα και μωβ. Ανθρωποι. Δέντρα. Καινούργια σπίτια. Σκαλωσιές. Δύο γάτες πάνω σ’ ένα παγκάκι πλένονται στη λιακάδα. Μια όμορφη, νέα γυναίκα πέρασε κάτω απ’ τα δέντρα.

Τα κόκκινα τραμ στα γεφύρια. Οι λάμψεις του Νέβα, οι γλάροι, τα ποταμόπλοια… Κάποιοι ψαρεύουν. Ενα γελαστό παιδί βγάζει φωτογραφία σ’ ένα φίλο του στην προκυμαία. Μα ο φίλος του γελάει πολύ. Ξέρει σε ποιον χρωστάει το γέλιο του;

Η σκιά του Λένιν, ήρεμη και σίγουρη, θα κάθεται σ’ αυτή, τη μικρή πολυθρόνα με το άσπρο κάλυμμα και θα ακούει τη βουή της σοβιετικής ζωής σαν τον αντίλαλο της ίδιας της καρδιάς του.

Κι εμείς, τούτο το πρωινό, ακούσαμε σ’ όλα τα βήματα, στα γέλια, στις φωνές, στα σφυριά, στα μυστριά, τους παλμούς της μεγάλης καρδιάς του».