«Ο βασιλιάς πέθανε, ζήτω ο βασιλιάς». «Η Οκτωβριανή Επανάσταση πέθανε, ζήτω η Οκτωβριανή Επανάσταση». Ανεπίκαιροι, ξεπερασμένοι ή ντεμοντέ, θα μας έκαναν μεγάλη χάρη όσοι διαφωνούντες ή αντιγνωμούντες να σκεφτούν, για μια μόνο στιγμή, πώς θα ήταν ο κόσμος μας αν δεν είχε μεσολαβήσει ως «σφήνα» μέσα στον 20ό αιώνα η Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 –η αποτυχημένη θέλετε; η αποτυχημένη.

Οκτώβριος του 2014, σε τρία χρόνια θα γιορτάζεται μια επέτειος 100 χρόνων, παρότι πολλοί δεν θα έβρισκαν ουσιαστικό λόγο για να συμβεί κάτι τέτοιο. Ας είμαστε όλοι μας πιο γενναιόδωροι απέναντι στα ανθρώπινα, πολύ περισσότερο όταν τα τεκμηριώνει ο λόγος των ποιητών. Επιπλέον, όταν πρόκειται για ένα κείμενο άγνωστο, αθησαύριστο, του Γιάννη Ρίτσου που, ενώ ο ίδιος το είχε δημοσιεύσει το 1957 με την προοπτική να το περιλάβει σε ένα βιβλίο του που θα τιτλοφορούνταν «Ψωμί και Ποίηση», κάτι τέτοιο δεν έγινε ποτέ –όπως μας βεβαιώνουν άλλωστε οι πολύτιμες Νινέτα Μακρυνικόλα και Ερη Ρίτσου. Και επειδή έχουν μεσολαβήσει 57 χρόνια, έστω και αν δημοσιεύτηκε στο τεύχος το αφιερωμένο στον «Οκτώβρη του ’17» της «Επιθεώρησης Τέχνης», μπορεί να το λογαριάζει κανείς σχεδόν ανέκδοτο. Πραγματική αποκάλυψη αν διαβάσει κανείς προσεκτικά αυτή την ταξιδιωτική εντύπωση του Γιάννη Ρίτσου καθώς στα 40 χρόνια της Οκτωβριανής Επανάστασης –τότε –τίποτε δεν φαίνεται να σκιάζει τον ορίζοντά της και όλα μοιάζουν αισιόδοξα, ανθηρά. Με πρωταγωνιστή μάλιστα τον Λένιν που –περιττό να σημειωθεί –όσο και αν αμφισβητήθηκαν σύγχρονες ή μεταγενέστερές του φυσιογνωμίες, ο ίδιος διατηρεί αμετακίνητη τη θέση του –αυτή της άδολης επαναστατικότητας. Αν απέτυχε ο Χριστός, θα ήταν φοβερή ανοησία να ζητούμε να έχει επιτύχει ο πιο –κατά τον Γιάννη Ρίτσο –«ανθρώπινος άνθρωπος», ο Λένιν.

Επειδή δεν αποκλείεται ακόμα και με τη συγκρατημένη και τόσο ποιητική έκφραση του δημιουργού της «Τέταρτης διάστασης» στο πλησίασμα της Οκτωβριανής Επανάστασης, με το κείμενό του που ο τίτλος είναι «Σμόλνυ», να επανέλθει η γνωστή –ως μομφή βέβαια –παρεξήγηση του «στρατευμένου ποιητή», αξίζει τον κόπο να σημειωθούν δύο διευκρινίσεις. Η μία έχει γραφεί και άλλοτε, τη δεύτερη την πιστωνόμαστε προσωπικά και είναι αποτέλεσμα της συναναστροφής με τον Γιάννη Ρίτσο. Η πρώτη επιμένει –και πολύ σωστά –ότι ο Γιάννης Ρίτσος ακόμα και όταν έγραφε τα Συντροφικά του Ποιήματα ήξερε πολύ καλά τι έκανε. Ηταν τόση η καθαρότητα και η παρθενικότητα με τις οποίες ήταν καταγραμμένες μέσα του όλες οι λέξεις, ώστε δεν θα παθαίνανε απολύτως τίποτε ακόμη και όταν τις χρησιμοποιούσε με «διαβλητό» τρόπο προκειμένου να επιτευχθεί ένας συγκεκριμένος, πολιτικά ή ιδεολογικά, σκοπός. Αντίθετα, η «στράτευσή» του μεταβαλλόταν και αυτή σε κάτι το υψηλό όπως όταν εμπνεόταν από τις περιπέτειες του έσω ανθρώπου.

Στη συνέχεια το ίδιο το σύνολο του έργου του, παρά τον πλούτο και τον όγκο του, παρά την ακέραιη μορφή του σύμπαντος που περικλείει, είναι ένα έργο καμωμένο με τις προϋποθέσεις, θα έλεγε κανείς, του χειροτεχνήματος και, αν ο όρος δεν είχε κάτι το επιλήψιμο, συγκροτημένο με ένα πνεύμα νοικοκυροσύνης. Ο Ρίτσος ως άνθρωπος και ως ποιητής δεν θα μπορούσε να ζήσει σε έναν άναρχο κόσμο. Τον μακρόκοσμο, για να έχει νόημα η αποτύπωσή του ήθελε να τον αναγνωρίζει ως προέκταση του μικρόκοσμου, να μεγαλώνει δηλαδή εσωτερικά τον άνθρωπο, να μην τον συνθλίβει.

Η πολιτική του επιλογή, η μαρξιστική ιδεολογία, εκφράζει ακριβώς τη θεόρατη αγωνία ενός ποιητή ώστε το μυστήριο της υπαρξιακής ταυτότητας του ανθρώπου να μην έχει ως απόληξή του την άβυσσο αλλά την κοινωνική νοηματοδότηση.