Αν ο Φίλιπ Κερ μοιάζει με τον Βερολινέζο Μπέρνι Γκούντερ, τον ήρωα των νουάρ μυθιστορημάτων του που διαδραματίζονται στη Γερμανία του ’30, στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και στην αρχή του Ψυχρού Πολέμου, τότε είναι ένας τύπος σαρκαστικός και απότομος, με τραχύ χιούμορ και με μια αίσθηση δικαίου παρόμοια με εκείνη του Φίλιπ Μάρλοου. Πίνει και καπνίζει πολύ και οι περιπέτειες στις οποίες τον οδηγεί η ιδιότητά του –ως συγγραφέα έστω, όχι ως ιδιωτικού ερευνητή –αποτυπώνουν πολύ περισσότερα από τα εγκλήματα της εποχής του. Είναι όντως έτσι; Τεχνικά μιλώντας, φυσικά και όχι: ο Κερ είναι ένας 58χρονος Σκωτσέζος, που εργάστηκε ως κειμενογράφος διαφημιστικής εταιρείας ή ως αρθρογράφος των «Κυριακάτικων Τάιμς» και του περιοδικού «New Statesman» και που κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’80 αφιερώθηκε στη λογοτεχνία. Τόση όμως ήταν η επιτυχία της «Τριλογίας του Βερολίνου», των πρώτων δηλαδή περιπετειών του Μπέρνι που στην Ελλάδα κυκλοφορούν από τον Κέδρο, ώστε έπειτα από ένα διάλειμμα δεκαπέντε ετών και αφού ο 21ος αιώνας είχε μπει για τα καλά, αποφάσισε να τις συνεχίσει. Ισως μάλιστα ήταν και αυτός ακριβώς ο αιώνας (που δεν εκπλήρωσε δα και όλα όσα υποσχέθηκε) η αιτία ώστε ζητήματα όπως ο πόλεμος, οι δύσκολες σχέσεις των κρατών μεταξύ τους, να αποκαλυφθούν σαν κάτι παραπάνω από φόντο και βάσανο της ζωής του Γκούντερ ή μυθιστορηματικό υλικό του Κερ. Ισως επομένως να έχει πολλά να πει για τον πρώτο ο δημιουργός του, τη Δευτέρα που συνομιλεί με το κοινό του Public. Οσα περίπου είχε να πει, έστω και ηλεκτρονικά, απαντώντας στις ερωτήσεις που του έθεσαν «ΤΑ ΝΕΑ».

Με το «Ανθρωπος χωρίς ανάσα», η καριέρα του Μπέρνι Γκούντερ ανανεώνεται για, ποιος ξέρει πόσον καιρό ακόμα. Πλέον, υπάρχει μέχρι και ιστοσελίδα για τους λάτρεις του. Θα λέγατε ότι χτυπήσατε φλέβα χρυσού με τον Γκούντερ;

Οχι, ποτέ δεν αισθάνθηκα ότι χτύπησα φλέβα. Πήρε τόσο πολύ καιρό σε αυτόν τον χαρακτήρα για να γίνει δημοφιλής –ξεκίνησα να γράφω το πρώτο βιβλίο το 1985 –που δεν μπορώ να αρχίσω να το σκέφτομαι σαν αβίαστη επιτυχία, οποιουδήποτε είδους. Η φλέβα χρυσού, υπονοεί κάτι το ξαφνικό. Εγώ γράφω αυτά τα βιβλία –τα οποία είναι ακόμα μόνο εννιά –εδώ και τόσον καιρό, που είναι λες κι ο Μπέρνι βρίσκεται στο πλάι μου τη μισή μου ζωή. Νομίζω πάντως ότι υπάρχει μια σειρά από λόγους για την αυξανόμενη δημοτικότητά του. Οφείλεται κυρίως στην αίσθηση του χιούμορ και τις καυστικές διατυπώσεις του. Είναι όμως και ένας φοβερός επιζών και στον κόσμο αρέσουν και οι επιζώντες. Ισως επίσης έχει κάτι σημαντικό να πει για την ανθρώπινη συνθήκη. Μου αρέσει να το πιστεύω αυτό. Αλήθεια, είναι πολύ φιλοσοφημένος χαρακτήρας.

Εκτός από ωραίο και ενδιαφέρον σκηνικό για αστυνομική ή κατασκοπική μυθοπλασία, όπως, ας πούμε, η Νέα Υόρκη του ‘30 και του ‘40, ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος προσδιορίζει και τη φύση των εγκλημάτων στα βιβλία με τον Γκούντερ. Αυτό κάνει τα πράγματα δυσκολότερα ή ευκολότερα για εσάς;

Καταρχάς, για να είμαι ειλικρινής, δεν μου αρέσει ιδιαίτερα κανένα είδος αστυνομικών ή κατασκοπικών μυθιστορημάτων. Βλέπω τον εαυτό μου περισσότερο σαν συγγραφέα ιστορικό ή πολιτικό. Το μεγαλύτερο μέρος της αστυνομικής λογοτεχνίας μού φαίνεται αρκετά ακίνδυνο και περιοριστικό, με την ισορροπία να αποκαθίσταται στο τέλος. Το θέμα με τον Μπέρνι είναι ότι η ισορροπία δεν αποκαθίσταται ποτέ στην πραγματικότητα. Μου αρέσει να γράφω για αυτόν εντάσσοντάς τον στην περίοδο του πολέμου, γιατί το κοντράστ μεταξύ αυτού που συμβαίνει στον ίδιο και εκείνου που συμβαίνει στο φόντο φαίνεται πιο ακραίο.

Η παλιά πεποίθηση, σύμφωνα με την οποία η λογοτεχνία μάς δίνει ενίοτε καθαρότερη εικόνα από την ιστοριογραφία, είναι άραγε ακόμα επίκαιρη όσον αφορά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο;

Νομίζω ότι η λογοτεχνία για ιστορικά θέματα είναι συχνά πιο ενδιαφέρουσα και πιο καλογραμμένη από τη ρεαλιστική Ιστορία. Οι ιστορικοί το έχουν αντιληφθεί και πλέον γράφουν Ιστορία που διαβάζεται πιο πολύ σαν μυθιστόρημα. Την ίδια στιγμή, υπάρχουν περιπτώσεις που η Ιστορία μάς παρέχει υπερβολικά πολλά. Ο Αντονι Μπίβορ δίνει τεράστιες ποσότητες από λεπτομέρειες, που είναι επιπρόσθετες των αναγκαίων. Κατά τη γνώμη μου, ουκ εν τω πολλώ το ευ.

Η σύγκριση μεταξύ της κοινωνικής και εκλογικής ανόδου της ευρωπαϊκής Ακροδεξιάς σήμερα, από τη μια, και της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και της επικράτησης των Ναζί, από την άλλη, είναι αρκετά συνηθισμένη – τουλάχιστον στην Ελλάδα. Πιστεύετε ότι ο κίνδυνος μιας ακροδεξιάς εκλογικής νίκης, στη Γαλλία λ.χ., με τον τρόπο του Χίτλερ, είναι υπαρκτός;

Πάρα πολύ, ναι. Δεν μπορείς όμως να κατηγορήσεις τους ανθρώπους που τους ψήφισαν, γιατί, συχνά, απλώς ανησυχούν για το μέλλον των χωρών τους. Πρέπει να υπάρξει μια καλύτερη, ευρωπαϊκού βεληνεκούς πολιτική για τη μετανάστευση, που να αποτρέπει κόμματα σαν τη Χρυσή Αυγή και το Εθνικό Μέτωπο να αποκτήσουν οποιαδήποτε ελκυστικότητα. Δεν υπάρχει τίποτα κακό στο να είναι κανείς πατριωτικός. Δεν υπάρχει τίποτα κακό στο να θέλει να περιορίσει τη μετανάστευση – ειδικά όταν μια χώρα είναι ήδη στριμωγμένη. Κακό είναι όταν αδίστακτοι τύποι διαρπάζουν τέτοιες πεποιθήσεις και τις εκμεταλλεύονται. Πρέπει να δοθούν περισσότερα χρήματα από τις βορειοευρωπαϊκές χώρες, ώστε να προστατευθούν τα νότια σύνορα της Ευρώπης. Περισσότερα χρήματα για την Ελλάδα, την Ιταλία και την Ισπανία, που σηκώνουν το μεγαλύτερο βάρος της παράνομης μετανάστευσης.

Ποια είναι τα διδάγματα και οι συνέπειες του πρόσφατου δημοψηφίσματος στη Σκωτία;

Ηταν κάτι το πολύ διασπαστικό. Ημουν εναντίον της ανεξαρτησίας. Νομίζω ότι ήταν η πιο τρελή ιδέα που προήλθε από τη Σκωτία μετά την επινόηση της γκάιντας. Μου φαίνεται ότι οι Σκωτσέζοι έχουν κάτι κοινό με αρκετούς Ελληνες, με την έννοια ότι συχνά κατηγορούν άλλους για τα προβλήματά τους. Οι Σκωτσέζοι κατηγορούν για τα στραβά τους τούς Αγγλους την τελευταία φορά που βρισκόμουν στην Ελλάδα, πολλοί από τη Δεξιά έμοιαζαν να θέλουν να κατηγορήσουν τους Ασιάτες για τα προβλήματα της χώρας.

Σε μια συνέντευξή σας λίγο πριν από το δημοψήφισμα, υπαινιχθήκατε ότι μια πιθανή ανεξαρτησία της Σκωτίας θα έφερνε τη χώρα σε χειρότερη θέση από εκείνη της Ελλάδας. Είστε της άποψης ότι, μακροπρόθεσμα, τα μικρά κράτη της Ευρωπαϊκής Ενωσης είναι κατά κάποιον τρόπο καταδικασμένα να υποφέρουν;

Το όλο πράγμα δεν είχε λογική από οικονομική άποψη. Προσπαθούσα να αφυπνίσω τους ανθρώπους για το γεγονός ότι η Ελλάδα υποφέρει από ένα τεράστιο ποσοστό ανεργίας και ότι πολλοί επενδυτές την εγκαταλείπουν. Οντως νομίζω ότι οι μικρές χώρες είναι πιο πιθανό να υποφέρουν. Αλλά στην περίπτωση της Σκωτίας τα δεινά είναι δικής της παραγωγής. Πολλοί Σκωτσέζοι δεν θέλουν να εργαστούν. Δεν μπορώ να σκεφτώ ένα επιτυχημένο κράτος να στηρίζεται σε έναν πληθυσμό που πιστεύει ότι οι δουλειές στον δημόσιο τομέα θα παραγάγουν φορολογήσιμους πόρους, στους οποίους θα στηριχθεί με ασφάλεια μια οικονομία. Οι δαπάνες πρέπει να περικοπούν σχεδόν σε κάθε χώρα της Ευρώπης. Δεν μπορείς να ξοδεύεις κάτι που δεν έχεις.

Πού λοιπόν μπορούμε να αποδώσουμε τις τελευταίες αυτονομιστικές τάσεις σε ευρωπαϊκές χώρες όπως η Ισπανία, το Βέλγιο ή η Ιταλία;

Στη γενική δυσαρέσκεια, σίγουρα. Στη σκέψη μου, όμως, σημασία δεν έχει το από πού προέρχεσαι, αυτό που μετράει περισσότερο είναι το πού πηγαίνεις. Στη ζωή. Δεν έχω νιώσει ποτέ προσδιορισμένος από το γεγονός ότι είμαι Σκωτσέζος. Κάθε άλλο. Ο αυτονομισμός βασίζεται στον εθνικισμό, που συχνά έχει ένα ρατσιστικό συστατικό. Οι Σκωτσέζοι αρέσκονται να μισούν. Τους Αγγλους. Οι Αγγλοι, ωστόσο, δεν αισθάνονται καμία εχθρότητα απέναντι στους Σκωτσέζους. Οι Σκωτσέζοι είναι γεμάτοι θυμό, συχνά κακοδιαχειρισμένο, που στρέφεται από τον έναν εναντίον του άλλου. Πρόκειται για μια πολύ θυμωμένη χώρα. Μου πήρε χρόνια να ξεφύγω από το να είμαι αυτό το είδος Σκωτσέζου – το είδος που θα ξεκινούσε έναν καβγά με οποιονδήποτε.

Επιστρέφοντας στη λογοτεχνία, το «Prayer», ένα από τα πρόσφατα αυτόνομα μυθιστορήματά σας, καταπιάνεται μεταξύ άλλων με τα ζητήματα του Θεού και της πίστης. Είναι ασφαλές να πούμε ότι οι επόμενοι πόλεμοι, αν όχι πολλοί τρέχοντες, θα έχουν αποκλειστικά θρησκευτικές αιτίες; Εκπληρώνονται οι προφητείες του Σάμιουελ Χάντιγκτον;

Η θρησκεία μάς ζητάει να την πάρουμε στα σοβαρά. Αρχίζω και κουράζομαι όμως λίγο με το να ακούω ανθρώπους να μιλάνε για τον Χριστό σαν να συνδέεται με καθετί. Μια ιστορία είναι. Τουλάχιστον, κανείς πια δεν την παίρνει τόσο σοβαρά ώστε να σκοτώνει στο όνομα του Χριστού. Δυστυχώς δεν ισχύει το ίδιο και για το Ισλάμ. Παρ’ όλες τις διαμαρτυρίες των «πιστών», το Ισλάμ μοιάζει πολύ θυμωμένο με τον υπόλοιπο κόσμο. Δεν μπορώ να ανέχομαι τον θυμό τους. Με ενοχλεί. Θέλω να τους πω πού να τα χώσουν τα πιστεύω τους. Ανεκτικότητα, κατανόηση, κόσμια αντιπαράθεση, διπλωματία – έτσι λειτουργεί ο πολιτισμός. Οχι κόβοντας κεφάλια στο YouTube.

Για χάρη πάντως του «Prayer» κάνατε εκτεταμένη έρευνα σε πηγές και αρχεία, όπως εξάλλου και για την «Τριλογία του Βερολίνου» και τα υπόλοιπα βιβλία με τον Μπέρνι Γκούντερ. Είναι αυτή προϋπόθεση της καλής λογοτεχνίας;

Ερευνώ θέματα γιατί με ενδιαφέρουν, όχι γιατί το βλέπω σαν το μυστικό της επιτυχίας. Δουλειά είναι. Απαραίτητη δουλειά. Μου αρέσει να είμαι πληροφορημένος. Ολο κι όλο, αυτό είναι η έρευνα. Το να είσαι καλά πληροφορημένος για κάτι πριν γράψεις για αυτό. Σε τέτοιο βαθμό, που θα πρέπει να συγχωρήσετε τις συχνά αδαείς απόψεις μου για την Ελλάδα. Συνάντησα τη Βικτόρια Χίσλοπ τις προάλλες και μου είπε πόσο υπέροχη είναι η χώρα. Εχω έρθει σε αυτήν τρεις φορές μέσα σε δύο χρόνια και κάθε φορά μού αρέσει όλο και περισσότερο. Την τελευταία φορά, επισκέφθηκα έναν καλό μου φίλο στην Πάρο. Είναι γλύπτης και πρέπει να πω ότι ζήλεψα αρκετά τη ζωή του εκεί.

Με ποιον τρόπο σας βοήθησε στη λογοτεχνία η εμπειρία σας ως κειμενογράφου σε διαφημιστική εταιρεία;

Μου έμαθε τα εξής: 1) Να είμαι υπομονετικός όταν οι άλλοι είναι πολύ αγενείς απέναντί μου. 2) Να δέχομαι την κριτική. 3) Να φαίνομαι βέβαιος για κάτι που δεν γνωρίζω καθόλου. Αυτό λέγεται μπουρδολογία. Είμαι ειδικός στην μπουρδολογία. 4) Να είμαι περιεκτικός. 5) Να είμαι άνετος. 6) Να είμαι γοητευτικός. 7) Να απολαμβάνω δεόντως τα έξοδα αποστολής μου.

Το τηλεοπτικό δίκτυο HBO ετοιμάζεται επίσης να μεταφέρει την «Τριλογία του Βερολίνου» στη μικρή οθόνη. Φοβάστε ποτέ ότι η τηλεόραση θα κερδίσει τη μάχη για τον δημοφιλέστερο αφηγητή και ότι τα μυθιστορήματα θα ξεθωριάσουν;

Κάθε στιγμή…

INFO

Ο Φίλιπ Κερ συνομιλεί με τουςδημοσιογράφους Αντώνη Πανούτσο και Μάκη Προβατά, τη Δευτέρα20 Οκτωβρίου, στο καφέ του Public Συντάγματος, στις 20.30