Η λογοτεχνία του καιρού μας ρέπει προς τα ιδιωτικά πάθη εγκαταλείποντας μια μεγάλη ευρωπαϊκή πεζογραφική παράδοση που είχε και έλληνες εκπροσώπους, η οποία τα ενέτασσε και αυτά μέσα στα πολιτικά και κοινωνικά συμφραζόμενα. Αλλά ο όρος ιδιωτεία, στην Ψυχιατρική, είναι βαριά αρρώστια…

Ο Θουκυδίδης στον «Επιτάφιο» χαρακτηρίζει τον αντίθετο στην έννοια του πολίτη ιδιώτη ως αχρείο. Η έννοια αχρείος δεν είχε τότε τη σημερινή σημασία αλλά για τον μεγάλο ιστορικό δεν ήταν λιγότερο απαξιωτική, άχρηστος, αρνητικό στοιχείο, ίσως και υπονομευτικό μέσα στην έλλογη συγκρότηση της δημοκρατικής πολιτείας. Εχει εδώ σημασία να υπενθυμίσω πως ο όρος ιδιωτεία στην Ψυχιατρική είναι βαριά αρρώστια, κάτι σαν έναν κοινωνικό αυτισμό, η απόσυρση του ατόμου στο καβούκι του, μια πλήρης μόνωση, μια έμμονη φοβία για κάθε δημόσιο είτε θεσμό είτε συλλογικό, ακόμη και οικογενειακό.

Ακόμη πιο σημαντική είναι η λέξη idiot στα ρωσικά που έδωσε τον τίτλο σε ένα από τα αριστουργήματα του Ντοστογέφσκι, που μεταφράστηκε ελληνικά λίγο αυθαίρετα: «Ο ηλίθιος». Αντιλαμβάνομαι βέβαια την αμηχανία των μεταφραστών δεδομένου πως η μετάφραση με επιστροφή στην ελληνική λέξη «ο ιδιώτης» θα παρέπεμπε στην περιπέτεια την ενδιαφέρουσα αυτής της λέξης στη διαχρονία της γλώσσας μας, αφού η έννοια «ιδιώτης» στα νέα ελληνικά και «ιδιωτικό δίκαιο» αναφέρεται στην αστική συγκρότηση της κοινωνίας των νεωτερικών χρόνων και του κατοχυρωμένου δικαιώματος του ατόμου στη διαχείριση του βίου και του βιου του.

Ο μακρύς αυτός πρόλογος προέκυψε από τη διαπίστωση πως η λογοτεχνία του καιρού μας και η δραματουργία ως κείμενο άλλωστε ρέπει προς τα ιδιωτικά πάθη, συχνά προς τα ακραία προσωπικά, ύστερα μάλιστα από την επιρροή που άσκησε στη λογοτεχνία και η φροϊδική ανάλυση και η ψυχολογία του ατόμου στη σχολή του Αντλερ.

Η μεγάλη πεζογραφική παράδοση της Ευρώπης που είχε και στον τόπο μας ικανούς εκπροσώπους του είδους θεωρούσε αδιανόητο να μην εντάσσει τα ατομικά πάθη, τις παρεκκλίσεις από τον κοινωνικό ή τον ηθικό κανόνα μέσα στα θεσμικά πολιτικά και κοινωνικά συμφραζόμενα. Αν θέλει κανείς να μελετήσει τη γαλλική, τη βρετανική ή τη γερμανική ιστορία δεν χρειάζεται παρά να ξεκοκαλίσει τον Μπαλζάκ, τον Ντίκενς ή τον Τόμας Μαν. Ο «Λουκής Λάρας», οι «Εμποροι των Εθνών», «Ο Ζητιάνος», «Ο Συμβολαιογράφος», η «Πάπισσα Ιωάννα», ο «Πατούχας» που τόσο επιπόλαια έσπευσε η κριτική να τους κολλήσει την ελληνική παρερμηνεία της ηθογραφίας είναι στην ουσία καταγραφή ηθών, δηλαδή συμπεριφορών που προκαλεί η κοινωνική, ηθική, οικονομική και θρησκευτική συγκυρία. Πολλά από τα λεγόμενα «ηθογραφικά» μυθιστορήματα προηγούνται δεκαετίες από την ψυχολογική σχολή του «περιβάλλοντος και της συμπεριφοράς», ο περιβόητος συμπεριφορισμός. Ετσι, όταν ωριμάζει και ανδρώνεται με τη γενιά του ’30 ο ευρωπαϊκός μυθιστορηματικός κώδικας γραφής, η τριλογία των «Μαυρόλυκων» του Διομήδη, οι «Πανθέοι» του Αθανασιάδη, η τριλογία του Τσίρκα, η τριλογία («Λιάπκιν», «Γιούγκερμαν», «Αμρί α Μούγκου») του Καραγάτση, η «Πλατεία» του Νίκου Μπακόλα, το αιρετικό σύνολο των παραγνωρισμένων έργων του Κώστα Χατζηαργύρη, η πρώτη τριλογία του Κουμανταρέα και οι πρόσφατες πρώτη και εν εξελίξει δεύτερη τριλογία του Γιώργου Μιχαηλίδη συγκροτούν έναν κοινωνικό χάρτη οδοιπορία μέσα στις συμπληγάδες της ελληνικής κακοδαιμονίας, της ανολοκλήρωτης έως σήμερα αστικής συνείδησης, του κράτους-βοϊδάμαξας, των ακραίων ηθικών συμπεριφορών, όπου απουσιάζει η αριστοτελική Μεσότης, μιας στρεβλής εκπαίδευσης, μιας φαντασιώδους καλπάζουσας πατριδοκαπηλίας, μιας παθολογικής ροπής προς τη μιζέρια των αισθημάτων, τη ζήλεια για τους πρωτοπόρους, την υπονόμευση κάθε καινοτομίας και των προδομένων ιδεών, αξιών, αρχών από τους συμβιβασμένους επιγόνους.

Αν διαβάσει καθένας το «Στου Χατζηφράγκου» του Κοσμά Πολίτη, τα «Ματωμένα χώματα» της Διδώς Σωτηρίου, την «Καγκελόπορτα» του Φραγκιά, τα διηγήματα και το «Διπλό βιβλίο» του Χατζή δεν χρειάζεται να διαβάσει Ιστορία, όταν μάλιστα η ιστοριογραφία στον τόπο μας πάσχει από μυωπία ή στραβισμό.

Ο Σολωμός πάλι, ο Κάλβος, ο επικός Παλαμάς, ο Σικελιανός, ο Σεφέρης, ο Ρίτσος, ο Ελύτης, ο Βάρναλης, ο Αναγνωστάκης στις πλέον ενδιαφέρουσες σελίδες τους βύθισαν το νυστέρι τους βαθιά στις σάρκες του Γένους, του Εθνους, της Πατρίδας, χειρούργησαν όγκους, καθάρισαν πληγές, ακροάστηκαν ανάσες, κραυγές εξ εγκάτων, παλμούς και ρήξεις αιμοφόρων αγγείων.

Από την άλλη, ιδίως μετά τον Εμφύλιο και εξαιτίας των μέτρων που απαγόρευαν κάθε κριτική των συντηρητικών σαβανωμένων θεσμών, πεζογραφία και ποίηση άρχισαν να ιδιωτεύουν, να κλείνονται σ’ ένα κουκούλι ασφαλείας, άμυνας και ειρωνείας κάθε παραδοσιακής θεσμικής δομής.

Με αποτέλεσμα να υπάρχουν και αξιόλογα και πρωτότυπα πεζά και ποιήματα αλλά να έχει περιοριστεί το κοινό τους. Συχνά νιώθει κανείς πως χωρίς να το επιδιώκουν οι δημιουργοί τους σχηματίζεται ένας μικρός, φανατικός εσμός μυημένων δίκην αποσυνάγωγων και πιστών απομονωμένων σε απρόσιτα εκφραστικά καταφύγια. «Τα καταφύγια που μισούμε» που έγραφε και ο Καρυωτάκης.

Τα τελευταία χρόνια η επανάκαμψη του ομοιοκατάληκτου στίχου και των αυστηρών μορφών της μεγάλης λυρικής παράδοσης (π.χ. σονέτο) είναι ένας παρήγορος προάγγελος επιστροφής στο παντοτινό (Βαγενάς, Καψάλης, Κοροπούλης κ.ά.).

Είναι τυχαίο άλλωστε πως ευρύτερα γνωστά είναι τα «Ιστορικά» ποιήματα του Καβάφη;