Mεγάλωσε στις ΗΠΑ, όμως έζησε και σπούδασε στη Ρωσία. Ξεκίνησε να γράφει ένα μυθιστόρημα με θέμα την πολιτική και θρησκευτική βία. Βιβλίο που θα έμενε, ίσως, ανολοκλήρωτο αν ο συγγραφέας του δεν έβλεπε τα πράγματα στην Αγία Πετρούπολη και την Τσετσενία από κοντά. Οποιος αντέχει ας διαβάσει το βιβλίο του. Είναι ένα μυθιστόρημα γι’ αυτά που έζησαν όσοι δεν έχουν φωνή να μιλήσουν

Τι ξέρουμε για την Τσετσενία; Είναι αρκετά κοντά ώστε να γνωρίζουμε ότι σφάχτηκαν άνθρωποι εκεί και αρκετά μακριά ώστε να νιώθουμε ασφαλείς που δεν μας πιάνουν τα σκάγια. Γεωγραφική τύχη. Γεωγραφική ατυχία. Αν είχες γεννηθεί στην Τσετσενία την δεκαετία του 1990, το πρόβλημά σου δεν θα ήταν το σχολείο, αλλά το πώς θα βρεις τρόπο να επιβιώσεις με όλες αυτές τις βόμβες να σκάνε τριγύρω.

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Βρισκόμαστε στο 2004, σε ένα χωριουδάκι της Τσετσενίας. Η οκτάχρονη Χαβάα καταφέρνει να γλιτώσει από τους στρατιώτες. Ο πατέρας της όχι. Η μικρή κρύβεται στο δάσος. Ο γείτονάς της, ο Αχμεντ, ένας αποτυχημένος γιατρός, αναλαμβάνει να τη βοηθήσει. Προσπαθεί να της βρει καταφύγιο σε νοσοκομείο, όπου το πάνω χέρι το έχουν δυο γυναίκες, η Σόνια και η Ντέσι. Αγέλαστες κι αποτελεσματικές, γιατρός η πρώτη και νοσοκόμα η δεύτερη, στέκουν όρθιες τη στιγμή που όλα γύρω τους έχουν καταρρεύσει. Χάρη στο πείσμα της Σόνιας, το νοσοκομείο εξακολουθεί να λειτουργεί: εκείνη προμηθεύεται φάρμακα από τη μαύρη αγορά, χειρουργεί με πριόνι, ράβει με οδοντικό νήμα. Είναι φτιαγμένη από το πυρίμαχο υλικό των ανθρώπων που αντέχουν στα δύσκολα, που κάνουν πράξεις χωρίς να ξοδεύουν λόγια. «Για χάρη της αδελφής της, ούτε απ’ το κρεβάτι δεν κατέβαινε, και τώρα έχει κατέβει σ’ έναν κρατήρα· ούτε ένα δωμάτιο δε θα διέσχιζε, και τώρα έχει διασχίσει ολόκληρη ήπειρο».

«Αλλος για τον τάφο του!» φώναζε ο οδηγός καθώς περνούσε από τον διάδρομο κι έκοβε εισιτήρια στις έξι και τέταρτο το πρωί, γερμένος προς τα πίσω σαν να ισορροπούσε ένα σφηνάκι πάνω στο στρογγυλό στομάχι του. «Αν μου δοθεί η ευκαιρία, θα σας πουλήσω όλους στον πρώτο ληστή, απαγωγέα ή δουλέμπορο που θα πετύχω στο δρόμο. Μη πείτε ότι δε σας προειδοποίησα». Σ’ αυτό το λεωφορείο μπήκε η Σόνια, η γιατρός, με όλη της τη ζωή σε μια βαλίτσα. Επέστρεψε στην χώρα της, την Τσετσενία, για να βρει την Νατάσα, την αδελφή της. Εγκατέλειψε λαμπρή καριέρα γιατρού στην Βρετανία κι έναν καθωσπρέπει αρραβωνιαστικό, για να δουλέψει σε τσετσένικο νοσοκομείο την περίοδο του πολέμου. Μέσα σε έναν χρόνο, η εμπειρία της στα χειρουργεία (και τους ακρωτηριασμούς) έγινε πολύ μεγαλύτερη από όλων των καθηγητών της στο πανεπιστήμιο, μαζί. Ναι, ήταν «μια ψυχρή, δεσποτική γυναίκα, που και μόνο το βλέμμα της μπορούσε να μαράνει λουλούδια και να προκαλέσει αποβολές». Ομως σώζει ζωές χωρίς καθυστέρηση. Και βρίσκει στη μικρή και κακοπαθημένη Χαβάα έναν άνθρωπο που θα γίνει δικός της, στο τέλος.

Η αφήγηση οργανώνεται με παλίνδρομες κινήσεις στον χρόνο. Πέντε ημέρες, που τα χωρούν όλα, το 2004. Αλλά και μια προϊστορία, δέκα χρόνια πριν, το 1994, που φωτίζει το πώς φτάσαμε ώς εδώ. Αφηγηματικό παρελθόν και αφηγηματικό παρόν αντικρίζονται και φωτίζουν το ένα το άλλο. Μέσα από την παλίνδρομη αυτή κίνηση στον χρόνο, υφαίνεται η πλοκή.

Συμπτώσεις, προδοσία και το κακό να κυριαρχεί παντού. Ομως, τι παράξενο, δεν παίρνει το πάνω χέρι. Ο Μάρα, χωρίς να εγκαταλείπει τον ρεαλισμό και την αληθοφάνεια, αφήνει κάποιες χαραμάδες φωτός. Οι ήρωές του αντικρίζουν το σκληρό πρόσωπο της πολιτικής και της ιστορίας. Βλέπουν τις ζωές τους να γκρεμίζονται. Ομως δεν το βάζουν κάτω.

Ο Αχιλλέας Κυριακίδης, μεταφραστής έμπειρος, επινοητικός και βαθύς γνώστης της λειτουργικότητας της λογοτεχνικής γλώσσας, αποτυπώνει το αφηγηματικό νεύρο και τα αστραποβόλα πετάγματα του κειμένου. Ο τίτλος του μυθιστορήματος εξηγείται στην πορεία: είναι παρμένος από ρωσικό ιατρικό λεξικό και δηλώνει το φαινόμενο της ζωής.