Συνεχίζοντας την ανάδειξη και μελέτη αρχειακών τεκμηρίων της Υπηρεσίας Στρατιωτικών Αρχείων (ΥΣΑ), ο Γιάννης Πριόβολος, υποστράτηγος ε.α., φέρνει στο φως άγνωστα γεγονότα και κάνει γνωστές αντιπαραθέσεις στρατιωτικών στελεχών, οργανώσεων και ένοπλων τμημάτων, αντιστασιακών ή μη, κατά την περίοδο της Κατοχής στην ευαίσθητη περιοχή της Μακεδονίας.

Από το 1941 μέχρι το 1944, περίοδο πολύ σημαντική για το Σώμα των ελλήνων αξιωματικών, διαμορφώθηκαν στον χώρο του Ελληνικού Στρατού διαφορετικές και αντικρουόμενες τάσεις, όχι μόνο ως αποτέλεσμα των ατομικών στάσεων των αξιωματικών στα χρόνια

του πολέμου αλλά και γιατί είχαν σχέση με προϋπάρχοντα δίκτυα

και καταστάσεις μέσα στο Σώμα.

Χονδρικά υπήρξαν τρεις ομάδες αξιωματικών, όχι απόλυτα στεγανές μεταξύ τους. Οι πρώτοι, ακολουθώντας τον στρατηγό Τσολάκογλου, αποφάσισαν είτε να συνεργαστούν με τις δυνάμεις κατοχής είτε να μην κάνουν τίποτα, επιλογή η οποία ιδιαίτερα στη Μακεδονία συνδυάστηκε με το επιχείρημα ότι η συνεργασία απέτρεπε την πλήρη προσάρτηση της Μακεδονίας στη Βουλγαρία. Αλλοι επέλεξαν να ακολουθήσουν τον Γεώργιο Β’ και την κυβέρνηση, αρχικά στην Κρήτη και στη συνέχεια στην Αίγυπτο, όπου εκτός της πολεμικής δράσης πήραν μέρος σε εμφύλιες έριδες και συγκρούσεις. Οι αξιωματικοί της τρίτης ομάδας έμειναν στην Ελλάδα και δραστηριοποιήθηκαν στην Αντίσταση.

Με το νέο έργο του που έρχεται ως συνέχεια του προηγούμενου, «Μόνιμοι αξιωματικοί στον ΕΛΑΣ, οικειοθελώς ή εξ ανάγκης» (εκδ. Αλφειός), ο Γιάννης Πριόβολος δοκιμάζει να φωτίσει ειδικά την κατηγορία των αξιωματικών που εντάχθηκαν στον ΕΛΑΣ, βασικά για λόγους πατριωτικούς –μόνο λίγοι από αυτούς υιοθέτησαν κατόπιν την κομμουνιστική ιδεολογία. Το βιβλίο συμπληρώνει άλλες μελέτες που έχουν φωτίσει σημαντικές πτυχές της αντιστασιακής δράσης και η διαφορά του σε σχέση με αυτές, όπως επισημαίνει στον πρόλογό του ο Νίκος Μαραντζίδης, είναι ότι «εξετάζει τις συγκρούσεις και τις αντιπαραθέσεις των αντάρτικων ομάδων έχοντας ως κεντρικούς πρωταγωνιστές τους αξιωματικούς που πήραν μέρος σ’ αυτές» και το κάνει «με νηφαλιότητα και διάθεση να θέσει τα πορίσματα της έντιμης έρευνας πάνω από οποιεσδήποτε προκαταλήψεις».